Μέχρι προχθές ο κορονοϊός ήταν θέμα χρόνου να έρθει στη χώρα μας και τώρα, αφού ήρθε, είναι θέμα ψυχραιμίας. Πολλοί λένε ότι είναι και θέμα ετοιμότητας του ελληνικού κράτους, αλλά, μεταξύ μας μιλάμε, το ελληνικό κράτος χαρακτηρίζεται κυρίως από ανεπάρκεια. Το βλέπουμε αυτό περίπου στα πάντα γύρω μας, από τα ασήμαντα και συνηθισμένα μέχρι τα σοβαρά και τα έκτακτα.
Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να περιμένουμε περισσότερα στον τομέα της υγείας και μάλιστα υπό πιεστικές συνθήκες. Άλλωστε, όταν το ιταλικό σύστημα υγείας – το οποίο βρίσκεται σε όλες τις σχετικές κατατάξεις μεταξύ των καλύτερων παγκοσμίως – μετά βίας ανταποκρίνεται στη σωρεία των κρουσμάτων του ιού, τι προσδοκίες μπορούμε να έχουμε από το ελληνικό;
Το σοβαρότερο όλων, όμως, είναι ο πανικός και η διάχυσή του σε όλους τους τομείς της καθημερινότητας, όπως αποτυπώνεται ήδη στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στις τιμές βασικών και ιατρικών προϊόντων, αλλά και στην πτώση του ΑΕΠ (και όχι μόνο του χρηματιστηρίου) εκείνων των χωρών που προηγούνται σε αριθμό κρουσμάτων, μεταξύ τους και η Ιταλία.
Με την Ελλάδα, λοιπόν, να μην είναι ακριβώς κράτος-υπόδειγμα, ο περιορισμός του πανικού σε ελεγχόμενα επίπεδα – γιατί, ως ένα βαθμό, πανικός θα υπάρξει – εξαρτάται από την ελληνική κοινωνία, από εμάς τους ίδιους δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που ο περιορισμός των κρουσμάτων εξαρτάται από τον επαγγελματισμό και το φιλότιμο των Ελλήνων γιατρών και νοσηλευτών.
Αν, ωστόσο, δεν είμαστε αισιόδοξοι για την ανταπόκριση του κράτους μας, πώς μπορούμε να είμαστε για την ανταπόκριση της κοινωνίας μας; Η νοοτροπία της τελευταίας, άλλωστε, ήταν που έφτιαξε το πρώτο.
Για να μην είμαστε άδικοι, η ελληνική κοινωνία έχει δείξει υγιή αντανακλαστικά σε κάποιες έκτακτες περιπτώσεις, όπως στη μαζική αιμοδοσία για τους εγκαυματίες στο Μάτι ή στις προσφορές βοήθειας σε πρόσφυγες και μετανάστες πριν ο αριθμός τους ξεφύγει στα νησιά… Τι γίνεται όμως όταν το πρόβλημα μας αγγίζει, λιγότερο ή περισσότερο, όλους μας; Όταν η κατάσταση μοιάζει με το «δίλημμα του φυλακισμένου», όπου πρέπει να κάνουν υπομονή όλοι αλλά, ατομικά, είναι πιο δελεαστικό το αντίθετο;
Δυστυχώς, η εμπειρία της ελληνικής καθημερινότητας έχει ήδη απαντήσει στο ερώτημα. Ξέρουμε όλοι πως, εν τη απουσία αποτελεσματικού κράτους, στην Ελλάδα επικρατεί το «όποιος προλάβει»: Πάνω από τους θεσμούς και τους κανόνες βρίσκονται οι κοινωνικές διασυνδέσεις και αυτό που ονομάζουμε «κοινωνία» δεν είναι πολλά παραπάνω από το άθροισμα πολλών ιδιωτικών συμφερόντων. Ακόμα χειρότερα και ειδικά σε ό,τι αφορά την υγεία μας, οι Έλληνες έχουμε δείξει πως θέλουμε από έναν γιατρό ο καθένας μας και, όταν δεν τον έχουμε ακριβώς την ώρα που τον θέλουμε, αντί για υπομονή κάνουμε του κεφαλιού μας (βλ. για παράδειγμα την πρωτιά μας στην υπερκατανάλωση αντιβιοτικών στην Ευρώπη). Αν προσθέσουμε στα παραπάνω και την ανισότητα των υποδομών υγείας μεταξύ των περιοχών – σε πολλές μονάδες το προσωπικό δεν θεωρείται αρκετό, άλλες είναι ήδη γεμάτες από ασθενείς και οι υπόλοιπες είναι απλά κλειστές – τότε πιθανόν ο κορονοϊός να φέρει στα νοσοκομεία μας μία τέλεια καταιγίδα χάους, όπου ο συνωστισμός θα μπλέκει με το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» του καθενός.
Στο μεταξύ, ο ίδιος ο ιός μάλλον δεν είναι και τόσο τρομερός. Υπάρχει μία υπολογίσιμη θνητότητα της τάξης του 2%, αλλά υπάρχει κι ένα ολόκληρο 98% στο οποίο δεν φαίνεται να δίνει σημασία κανένας. Στις ειδήσεις ακούμε για τους 2.000, τους 2.500, τώρα 2.770 θανάτους παγκοσμίως, αλλά δεν ακούμε για τους 30.322 ανθρώπους που μολύνθηκαν και έχουν αναρρώσει πλήρως. Αυτά, σε ένα σύνολο 81.312 περιπτώσεων. Τα παιδιά, δε, φαίνεται να μην επηρεάζονται σοβαρά από τον ιό. Συνεπώς και δεδομένου ότι ο καιρός στη χώρα μας δεν δικαιολογεί πια τους συνωστισμούς σε κλειστούς χώρους, αν τα κάνουμε όλα άνω κάτω, θα τα έχουμε κάνει από μόνοι μας…