Ο ιός του Δυτικού Νείλου απομονώθηκε για πρώτη φορά σε μία γυναίκα στην επαρχία Δυτικού Νείλου της Ουγκάντας το 1937. Αναγνωρίστηκε σε πτηνά στην περιοχή του δέλτα του Νείλου το 1953.
Πριν από το 1997 ο ιός δεν θεωρείτο παθογόνος για τα πουλιά, αλλά εκείνη την εποχή στο Ισραήλ ένα πιο μολυσματικό στέλεχος προκάλεσε τον θάνατο διαφόρων ειδών πουλιών που παρουσίαζαν σημάδια εγκεφαλίτιδας και παράλυσης. Οι ανθρώπινες λοιμώξεις που οφείλονται στον ιό έχουν αναφερθεί σε πολλές χώρες του κόσμου για πάνω από 50 χρόνια.
Το 1999, ο ιός εισήχθη στη Νέα Υόρκη προκαλώντας μια μεγάλη και δραματική έκρηξη που εξαπλώθηκε σε όλες τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 2010.
Οι εστίες του ιού βρίσκονται στις μεγάλες μεταναστευτικές οδούς των πτηνών. Στην αρχική του εμβέλεια, ο ιός του Δυτικού Νείλου ήταν διαδεδομένος σε όλη την Αφρική, σε περιοχές της Ευρώπης, στη Μέση Ανατολή, στη Δυτική Ασία και στην Αυστραλία. Από την εισαγωγή του το 1999 στις ΗΠΑ, ο ιός έχει εξαπλωθεί και είναι πλέον ευρέως καθιερωμένος από τον Καναδά μέχρι τη Βενεζουέλα.
Μετάδοση
Η ανθρώπινη λοίμωξη είναι συχνότερα το αποτέλεσμα των τσιμπημάτων από τα μολυσμένα κουνούπια. Τα κουνούπια μολύνονται όταν θρέφονται από μολυσμένα πουλιά, τα οποία κυκλοφορούν τον ιό στο αίμα τους για λίγες μέρες. Ο ιός τελικά εισέρχεται στους αδένες των κουνουπιών και όταν εκείνα τσιμπούν, ο ιός μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο και στα ζώα, όπου μπορεί να πολλαπλασιαστεί και πιθανώς να προκαλέσει ασθένεια.
Ο ιός μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω επαφής με άλλα μολυσμένα ζώα, το αίμα ή τους ιστούς τους.
Μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί καμία μετάδοση του ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω περιστασιακής επαφής.
Σημάδια και συμπτώματα
Η μόλυνση με τον ιό του Δυτικού Νείλου είναι είτε ασυμπτωματική, σε περίπου 80% των μολυσμένων ανθρώπων, είτε μπορεί να οδηγήσει σε πυρετό ή σοβαρή ασθένεια.
Περίπου 20% των ατόμων που μολύνονται θα αναπτύξουν πυρετό του Δυτικού Νείλου. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκέφαλο, κόπωση και πόνους στο σώμα, ναυτία, έμετο, περιστασιακά με δερματικό εξάνθημα (στον κορμό του σώματος) και διογκωμένους λεμφαδένες.
Τα συμπτώματα της σοβαρής νόσου (όπως η εγκεφαλίτιδα του Δυτικού Νείλου ή η μηνιγγίτιδα ή η πολιομυελίτιδα του Δυτικού Νείλου) περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, υψηλό πυρετό, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκοιλιότητα, αποπροσανατολισμό, κώμα, τρόμο, σπασμούς, μυϊκή αδυναμία και παράλυση. Υπολογίζεται ότι περίπου 1 στα 150 άτομα που έχουν μολυνθεί με τον ιό του Δυτικού Νείλου θα αναπτύξει μια πιο σοβαρή μορφή ασθένειας. Σοβαρές ασθένειες μπορεί να εμφανιστούν σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, ωστόσο τα άτομα άνω των 50 ετών και ορισμένα άτομα με ανοσοκαταστολή (για παράδειγμα, ασθενείς με μεταμόσχευση) διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών ασθενειών όταν μολυνθούν με τον ιό.
Η περίοδος επώασης είναι συνήθως 3 έως 14 ημέρες.
Θεραπεία και εμβόλιο
Η θεραπεία είναι υποστηρικτική και συχνά περιλαμβάνει νοσηλεία, ενδοφλέβια υγρά, αναπνευστική υποστήριξη και πρόληψη δευτερογενών λοιμώξεων. Δεν υπάρχει διαθέσιμο εμβόλιο για τον άνθρωπο.
Φορείς του ιού
Ο ιός του Δυτικού Νείλου διατηρείται στη φύση σε έναν κύκλο μετάδοσης κουνουπιών- πουλιών- κουνουπιών. Τα κουνούπια του γένους Culex θεωρούνται γενικά οι κύριοι φορείς του ιού, ο οποίος διατηρείται σε πληθυσμούς κουνουπιών μέσω κάθετης μετάδοσης (ενήλικες σε αυγά).
Τα πτηνά είναι ξενιστές του ιού. Στην Ευρώπη, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ασία, η θνησιμότητα στα πτηνά που σχετίζεται με τη μόλυνση με τον ιό του Δυτικού Νείλου είναι σπάνια. Σε εντυπωσιακή αντίθεση, ο ιός είναι εξαιρετικά παθογόνος για τα πουλιά στην Αμερική. Τα μέλη της οικογένειας των κοράκων (Corvidae) είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα, αλλά ο ιός έχει ανιχνευθεί σε νεκρά πουλιά από περισσότερα από 250 είδη. Τα πτηνά μπορούν να μολυνθούν από μια ποικιλία οδών εκτός από τα τσιμπήματα των κουνουπιών και διαφορετικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές δυνατότητες για τη διατήρηση του κύκλου μετάδοσης.
Τα άλογα, όπως και οι άνθρωποι ενώ μολύνονται δεν διαδίδουν τη μόλυνση. Οι συμπτωματικές λοιμώξεις στα άλογα είναι επίσης σπάνιες και γενικά ήπιες, αλλά μπορούν να προκαλέσουν νευρολογική ασθένεια, συμπεριλαμβανομένης της θανατηφόρου εγκεφαλομυελίτιδας.
Μείωση του κινδύνου μόλυνσης στους ανθρώπους
Ελλείψει εμβολίου, ο μόνος τρόπος για τη μείωση της πιθανότητας λοίμωξης στους ανθρώπους είναι η ευαισθητοποίηση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου και η εκπαίδευση των ανθρώπων σχετικά με τα μέτρα που μπορούν να λάβουν για να μειώσουν την έκθεση στον ιό.
Τα εκπαιδευτικά μηνύματα δημόσιας υγείας θα πρέπει να επικεντρώνονται στα εξής:
– Μείωση του κινδύνου μετάδοσης από τα κουνούπια. Οι προσπάθειες για την αποτροπή της μετάδοσης θα πρέπει πρώτα να επικεντρωθούν στην προσωπική και κοινωνική προστασία από τα τσιμπήματα κουνουπιών μέσω της χρήσης κουνουπιέρων, προσωπικών εντομοαπωθητικών, της χρήσης ανοιχτόχρωμων ρούχων (πουκάμισα και παντελόνια με μακριά μανίκια) και της αποφυγής της υπαίθριας δραστηριότητας σε ώρες αιχμής. Επιπροσθέτως, τα κοινοτικά προγράμματα θα πρέπει να ενθαρρύνουν τις κοινότητες να καταστρέφουν τους τόπους αναπαραγωγής κουνουπιών σε κατοικημένες περιοχές.
– Μείωση του κινδύνου μετάδοσης από ζώο σε άνθρωπο. Τα γάντια και άλλα προστατευτικά ρούχα πρέπει να φοριούνται κατά τον χειρισμό ασθενών ζώων ή των ιστών τους και κατά τη διάρκεια των διαδικασιών σφαγής.
– Μείωση του κινδύνου μετάδοσης μέσω μετάγγισης αίματος και μεταμόσχευσης οργάνων. Οι περιορισμοί στη δωρεά αίματος και οργάνων και οι εργαστηριακοί έλεγχοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη στιγμή της εμφάνισης της εστίας στις πληγείσες περιοχές μετά την αξιολόγηση της τοπικής / περιφερειακής επιδημιολογικής κατάστασης.
Προέλευση: Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας -- ΑΠΕ-ΜΠΕ