Λίγες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές και με νηφάλια πνεύμα πια, αξίζει να κάνουμε ένα περίπατο στον χρόνο και μάλιστα στα χρόνια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του γνήσιου!
Μπορεί σήμερα όλοι στην ΝΔ να ομνύουν στο όνομα και να τον επικαλούνται, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Το 1981, όταν ο Καραμανλής ανάμεσα στα άλλα σχεδίασε και εξασφάλισε το πέρασμα από την ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ, ένα κόμμα που ανεβαίνοντας στην εξουσία (άλλο πως εξελίχθηκε) εξέφραζε Αριστερό ριζοσπαστικό λόγο, οι ίδιοι εκπρόσωποι της οπορτουνιστικής λαϊκίστικής πατριδοκάπηλης παλαιοδεξιάς, που σήμερα τον λιβανίζουν και επιχειρούν να εκμεταλλευθούν την εικόνα του και να οικειοποιηθούν το έργο του παριστάνοντας τους «ακραιφνείς» δεξιούς που δήθεν ενδιαφέρονται για την «καθαρότητα» της ΝΔ και της δεξιάς, οι ίδιοι, τον κατηγορούσαν χωρίς καμία απολύτως ντροπή – άλλωστε ποτέ στην πολιτική τους πορεία δεν έδειξαν να διαθέτουν τέτοιες αρετές – σχεδόν ως προδότη. Είναι πολιτικά και ιστορικά καταγεγραμμένα όλα αυτά.
Ισχυρίζονταν ότι εγκατέλειψε την χώρα στην Αριστερά, ότι για να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έφερε και ανέχθηκε το ΠΑΣΟΚ, ότι ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του και βέβαια ότι γυρνώντας από την Γαλλία με την μεταπολίτευση, δεν ήταν πλέον αρκετά… Δεξιός. Πως συνέβη αυτό;
Το 1974 o Καραμανλής έφερε ανάποδα όλη τη Δεξιά. Με το ζόρι εκσυγχρόνισε την ΕΡΕ που ο ίδιος είχε φτιάξει και κράτησε κοντά του μόνο ότι μπορούσε να ακολουθήσει αυτή την δημιουργική εξέλιξη. Άλλωστε, ρεαλιστής όπως ήταν ήξερε και πίστευε στη ρήση, ότι δεν αλλάζει πεθαίνει. Αναγνώρισε το ΚΚΕ βάζοντας τον παραδοσιακό αντικομμουνισμό, στην πραγματικότητα την κομμουνιστοφοβία, στο ντουλάπι και καθαιρώντας αυτό το φοβικό ή εκδικητικό σύνδρομο από μοναδικό σημείο αναφοράς μίας ολόκληρης εποχής.
Μίλησε πρώτη φορά για φιλελευθερισμό με κοινωνικό πρόσημο, σε μια παράταξη βαθύτατα συντηρητική και παλαιοδεξιά, οργανωμένη στην βάση των προσωπικών βαρονιών και τοπικών παραγόντων βασισμένων στην εξάρτηση δια της «εξυπηρετήσεως», όπως άλλωστε γενικότερα έκανε ως προς αυτό το τελευταίο, όλο το πολιτικό σύστημα ιδίως πριν την χούντα.
Έφερε νέα πρόσωπα μπροστά, πολλές φορές χωρίς καμία προηγούμενη σχέση με την πολιτική, άλλαξε την ατζέντα και δημιούργησε – κυριολεκτικά δημιούργησε- την Κεντροδεξιά. Άλλαξε το οικονομικό σκηνικό και το έφερε ανάποδα, οδήγησε την Ελλάδα – με το ζόρι – στην ΕΟΚ και εξασφάλισε την ομαλή αλλαγή διακυβέρνησης με την διαδοχή της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ ένα κόμμα που ανεβαίνοντας στην εξουσία, άλλο πως εξελίχθηκε, ήταν ένα Αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα. Ανέτρεψε όλες τις ισορροπίες και δημιούργησε καινούργιες. Σε αυτή την πορεία απορρόφησε και εξαφάνισε και κομματικά μορφώματα της Ακροδεξιάς. Σε άλλα πράγματα πέτυχε περισσότερο, όπως είναι εύλογο, σε άλλα όχι. Πάντως ο Καραμανλής προκάλεσε ένα σεισμό. Η αντίδραση της παλαιοδεξιάς που ξεβολεύτηκε και κλήθηκε να αλλάξει και όσων οπορτουνιστικά την ακολούθησαν, ήταν να αμφισβητήσουν τον ίδιο τον Καραμανλή. Άλλοι γιατί ξαφνικά υποχρεώθηκαν να «σκεφτούν» κάτι άλλο εκτός από τον αντικομουνισμό, αλλά οι περισσότεροι γιατί έχασαν τις συνήθειες τους, έχασαν την εξουσία και δεν μπορούσαν να το αντέξουν. Χώρια που ήταν κι εκείνοι που εμπνέονταν ΜΟΝΟ με την εξουσία και χρειάζονταν «στρατούς» επιβεβαίωσης κι επιβίωσης. Η πορεία του καθενός τόσα χρόνια μετά, δεν αφήνει αμφιβολίες για τις προθέσεις όλων.
Ο Καραμανλής, ο γνήσιος, δεν ήταν βέβαια κάποιος ο οποίος δεν καταλάβαινε. Τίποτα όμως τον σταμάτησε από αυτό που έπρεπε να κάνει. Τίποτα και κανείς. Όταν έλεγε ότι έστυψε την καρδιά του για να κυβερνήσει, το εννοούσε.
Προφανώς δεν είμαστε τώρα σε μεταπολίτευση και ακόμα προφανέστερα ο Μητσοτάκης δεν είναι Καραμανλής. Είμαστε όμως μετά από αλλεπάλληλες γιγαντιαίες κρίσεις και έχουμε μείνει όρθιοι και πρέπει όχι μόνο να συνεχίσουμε να είμαστε όρθιοι, αλλά και να πάμε παραπέρα δυναμικά, όχι τυλιγμένοι σε πατριδοκαπηλικές υστερίες, αλλά με καθαρή σκέψη και σε ένα κόσμο πιο ασφαλή, συνεργασίας και ασφάλειας και σε ένα πλαίσιο που αλλάζει ταχύτατα και τείνει να γυρίσει στην διαρκή σύγκρουση μεγάλων κρατών σε βάρος μικρών. Σε ένα κόσμο όμως που ανοίγει και κινείται και είναι κοντύτερα, που προφανώς δεν μπορεί να αποκοπεί από το παρελθόν και που βέβαια η αναστάτωση κάθε αλλαγής ενισχύει τα άκρα. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μητσοτάκης και κάμποσοι άνθρωποι γύρω του και μερικοί Υπουργοί, σίγουρα όχι όλοι, δίνουν έναν τίμιο αγώνα. Ο ίδιος έχει την εικόνα των τεκταινομένων, έχει την τεχνογνωσία, έχει την διάθεση, έχει και την φιλοδοξία. Προσπαθούν μεθοδικά. Όταν προσπαθείς κάνεις λάθη και πολλές φορές μεγάλα λάθη, ακόμα και θεσμικά. Ο μόνος τρόπος να το αποφύγεις είναι να μην κάνεις τίποτα. Το ζήτημα δεν είναι να μην κάνεις λάθη, αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατο, αλλά να κάνεις όσο το δυνατόν λιγότερα και κυρίως να μαθαίνεις και να διορθώνεις. Η κυβέρνηση έχει προσπαθήσει να αλλάξει την ΝΔ και αυτή η αλλαγή είναι αναγκαία. Στα χρόνια που έχουν περάσει η ΝΔ έχει μετατραπεί σε ένα σύνολο αντίθετων γραφικών μηχανισμών που αναζητούν πρόθυμους αρχηγίσκους να υποστηρίξουν. Όπως το ΚΚΕ και η ευρύτερη Αριστερά καλλιεργούν ένα απώτερο ηρωικό μύθο «αγώνων» για να συσπειρώνουν και να συσπειρώνονται και να αναζητούν το αντίτιμο της κομματικής τους παροχής. Αυτό το μείγμα, όπως και το ΚΚΕ, συσπειρώνεται γύρω από τα τοτέμ και τα ταμπού του.
Χρειάζεται κάτι άλλο και αυτή την εξέλιξη με νέο αίμα και νέες ιδέες, με άλλες από τις οποίες μπορεί να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις, αλλά έξω από το κουτί της μουσειακής και βολικής αρλουμπολογίας του απόμαχου ανθυποπαράγοντα.
Χρειάζεται τόλμη για πλήρεις, ταχείες και ολοκληρωμένες αλλαγές. Όχι ημίμετρα στη βάση τάχα συμφωνιών που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα της αλλαγής και εν τέλει την ίδια την αλλαγή. Ο Μητσοτάκης και ολόκληρη η σημερινή κυβέρνησης, έχει βρεθεί στην άκρη του νήματος με πολλές καυτές πατάτες στα χέρια του, προϊόν πολλών ετών κακοδιαχείρισης ή ατολμίας. Όλοι το ξέρουν και όλοι κάνουν ότι το αγνοούν και έκπληκτοι το διαπιστώνουν για να κατηγορήσουν αυτούς που απλά έτυχε να βρίσκονται τώρα στην άκρη του νήματος, γιατί απλούστατα δεν τους ενδιαφέρει η αλλαγή, δεν τους ενδιαφέρει η λύση του προβλήματος, αλλά πως θα γίνουν χαλίφηδες στην θέση του χαλίφη. Όλα αυτά μέσα στην κινούμενη άμμο της σημερινής παγκόσμιας πραγματικότητας.
Όσο και αν μας αρέσει να σκεφτόμαστε διαφορετικά το βασικό μέλημα του ψηφοφόρου είναι να αισθάνεται ότι περνάει όσο το δυνατόν καλύτερα. Οι αλλαγές, ακόμα και αν η αναγκαιότητα τους είναι ορατή, ξεβολεύουν. Σπάνια έχει ο μέσος ψηφοφόρος την διάθεση να αλλάξει και να ξεβολευτεί και μάλιστα για ένα μέλλον που δεν μπορεί να γνωρίζει, όσο και αν είναι εύλογο να μην το γνωρίζει. Η δουλειά όμως του ψηφοφόρου είναι αυτή και δεν βοηθάει να πιστεύουμε κάτι άλλο εξιδανικεύοντας. Υποχρέωση όμως του πολιτικού που δεν κάνει απλά διαχείριση και δεν ζει μόνο για το χειροκρότημα, είναι να κάνει αυτό που πρέπει. Προφανώς να λαμβάνει υπ’όψιν τις αντιδράσεις, αλλά να μην αλλάζει πολιτική από τις σειρήνες δήθεν της επανεκλογής ή από τον πανικό όσων έχουν ταυτίσει τον εαυτό τους με την νομή της εξουσίας και όσων εκτός πολιτικής επιθυμούν την σταθερότητα της ακινησίας πυ γνωρίζουν και χειρίζονται αδιάφοροι για τις γενικότερες βραχυχρόνιες συνέπειες, που έχουν τόσο κοπιάσει να φτιάξουν τις συνθήκες που θεωρούν ότι τους ευνοούν. Χρέος της κυβέρνησης και ευθύνη της είναι να αντέξει, να συνεχίσει χωρίς ούτε ένα βήμα πίσω από όσα σωστά έχει κάνει, να διορθώσει – σίγουρα και πρωτίστως και άμεσα να διορθώσει – όσα δεν έχουν γίνει σωστά, να απαλλαγεί κυρίως από τον καταστροφικό αυτοθαυμασμό και να προχωρήσει σταθερά. Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να συνεχίσουμε. Πάντα θα υπάρχουν οι οπορτουνιστές της πολιτικής, πάντα οι υποσχέσεις θα είναι πιο πειστικές από την αλήθεια και τα παραμύθια πιο ελκυστικά από την πραγματικότητα, πάντα θα ενθουσιάζεται το πλήθος από τους κλόουν και πάντα θα είναι ανυπόμονο. Πάντα η ανατροπή θα βρίσκει αντίσταση από όσους ζούν και καλλιεργούν την βολή της παρακμής. Μόνο έτσι όμως προχωρούσε πάντα αυτός ο τόπος μπροστά. Από επίμονους, πεισματάρηδες ανθρώπους.
Όποιος δεν θέλει, ας πάει να κάνει παρέα με τον Βελόπουλο και τον Κασσελάκη. Άλλωστε παλιά μου τέχνη κόσκινο. Και αν δεν θέλει ο ίδιος να πάει και εγείρει προβλήματα ας διευκολυνθεί να κυνηγήσει και πάλι τα αυτάρεσκα όνειρα του. Όχι όμως σε βάρος του τόπου.