Ο Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα που μερικές φορές είναι από μόνη της επιθεωρησιακό νούμερο. (και όταν δεν είναι αι την κάνει)
Το κακό που μας κάνει να το συνηθίζουμε
Δύο χρόνια ζούμε περιμένοντας να πάει έξι το απόγευμα για να ακούσουμε πόσοι νεκροί καταγράφηκαν, μαζί με τους διασωληνωμένους και τα κρούσματα του κωρονοϊού.
Καθημερινά ακούμε, γράφουμε, σχολιάζουμε ειδήσεις για δολοφονίες, θανάτους, κακοποιήσεις και κάθε τόσο έρχεται η επικαίροητητα, με την ορμή που τη διακρίνει να φέρει κι άλλες κακές ειδήσεις που κάνουν τις προηγούμενες να μοιάζουν πολύ μικρές.
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές είναι το γεγονός ότι χρειάστηκε να παρκάρω το αυτοκίνητό μου στην οδό Ταϋγέτου, δίπλα από εκεί που ένα πιτσιρίκι έχασε τη ζωή του όταν το παρέσυρε ένα αυτοκίνητο.
Ένα παιδικό μπλε μπουφάν στηριγμένο σε ένα κολωνάκι του δρόμου, μια πορτοκαλί μπάλα, και μερικά κεράκια σηματοδοτούσαν το τέλος ενός παιδιού.
Μέχρι να επεξεργαστώ την παλιά είδηση, μια νέα ήρθε να μας δώσει μια ακόμη γροθιά στο στομάχι. Το παιδί που σκότωσαν οι γονείς του και το έθαψαν σε αυτοσχέδιο τάφο στην ταράτσα και μετά, όταν έπρεπε να μετακομίσουν πήραν τα κόκκαλα του και στα κυκλοφορούσαν σε μια εργαλειοθήκη.
Το κακό είναι τόσο πολύ ανάμεσά μας που δεν υπάρχουν επαρκή λόγια να το περιγράψουν.
Όταν η οργή για κάθε «κακή» είδηση που ακούμε κατακάθεται τι μένει τελικά;
Πώς μπορούμε να παραμείνουμε άνθρωποι και να «πέφτουμε» από τα σύννεφά μας όταν βομβαρδιζόμαστε με ειδήσεις που περιέχουν το κακό σε όλο του το μεγαλείο;
Η συνήθεια είναι πολύ μεγάλο πράγμα, είναι μια παγίδα, είναι μια κατάσταση που άλλοτε μας βοηθάει αλλά πολλές φορές μας αλλοιώνει ως προσωπικότητες.
Έχεις πιάσει τον εαυτό σου να λέει «πω, πω 103 νεκροί σήμερα» και άλλη μέρα «ε, ευτυχώς έχουμε 82 νεκρούς μόνο, σήμερα».
Πονάς για τον Άλκη, την Ελένη Τοπαλούδη, τον μικρό που λιάνισε το αυτοκίνητο, τον μικρό που σκότωσε ο πατέρας του ενώ η μάνα του έπαιζε μπλιμπλίκια στον υπολογιστή, την Παλιοσπύρου, τον Ζακ, τους 103, τους 82 και τόσους άλλους.
Πονάμε αλλά συνηθίζουμε στον πόνο και στο τέλος ο πόνος θα χάσει το μοναδικό του προνόμιο: να μας πονάει.
Δεν πρέπει να συνηθίζουμε από τη μια αλλά και από την άλλη δεν έχει νόημα να κάνουμε δικό μας πόνο τον πόνο του άλλου. (θέλει μέτρο και προσωπική δουλειά του καθενός με τον εαυτό του να βάζει όρια)
Η ενσυναίσθηση που είναι απαραίτητη για να παραμένουμε άνθρωποι είναι αυτό που λείπει γενικά και το να την αποκλείσουμε δεν θα μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα. Θα μας αλλοτριώσει.
Το κακό που κυκλοφορεί γύρω μας μπορεί να μας κάνει κακό, αν το συνηθίσουμε. Αν το περνάμε ως μια ακόμη είδηση που τζιράρουμε καθώς σκρολάρουμε το κινητό ή τον υπολογιστή.