Ο Γιάννης Καφάτος σχολιάζει την επικαιρότητα που μερικές φορές είναι από μόνη της επιθεωρησιακό νούμερο. (και όταν δεν είναι την κάνει!)
- «Νομίζω πως οι άνθρωποι της εξουσίας έχουν κάτι το τραγικό. Τους λυπάμαι. Δεν είμαστε μόνο εμείς χωμένοι μέσα στα σκατά, είναι και αυτοί. Θα πρέπει και αυτοί να υποφέρουν έστω κρυφά. Πάντως, έτσι όπως είναι τα πράγματα, το μόνο που θα ήθελα είναι αυτός που ηγείται σε μια κυβέρνησης να νιώθει έτοιμος· αλλά, βλέπετε, όλοι βιάζονται»
- Λόγια του Μάνου Ελευθερίου στη Στέλλα Χαραμή στη συνέντευξη του στην εφημερίδα Documento.
- Θα μου πεις, από τόσα τραγούδια, τόσα ταξίδια που σχεδιάσε με τις λέξεις του αυτή την ατάκα βρήκες να μας γράψεις;
- Ναι, γιατί σ’ αυτές τις αράδες φαίνεται η ελπίδα του, αυτή η «ελπίδα» που θα μας θάψει όλους – αφού πεθαίνει τελευταία – αυτή που μας κάνει να πιάνουμε το τραγούδι την ώρα της συμφοράς, την ώρα της πίκρας, την ώρα της αγωνίας, την ώρα του θρήνου, την ώρα της χαράς.
- «Θα πρέπει κι αυτοί να υποφέρουν έστω στα κρυφά», είπε ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου κι αυτή η σκέψη του μεταφράζεται μονομερώς από την αφεντιά μου ως «Ελπίδα».
- Έτσι είναι η μοίρα των ποιητών. Ο καθένας μας τους αποκωδικοποιεί όπως του φανεί. Αυτό ίσως να είναι και το μεγαλείο τους.
- Πιστεύετε στον Θεό; (ρωτάει η Στέλλα Χαραμή τον Μάνο Ελευθερίου)
- Ένας Θεός το ξέρει! Χρειάζεται η πίστη, κυρίως η πίστη για έναν καλύτερο κόσμο. Και θέλω να πιστεύω ότι έβαλα ένα λιθαράκι για να τον ομορφύνω.
- Ας αφήσουμε όμως τον θεό, και τον Μάνο Ελευθερίου και ας γυρίσουμε στους πολιτικούς που με τη δική τους παράφωνη στιχουργική βάζουν λέξεις στη ζωή μας την ώρα που την αποδομούν.
- Απασχολήσιμοι, ορθολογικοποιήση των μισθών, των συντάξεων… τις θυμάσαι αυτές τις λέξεις; Μόνο καλό δεν εννοούν! Ακούγονται όμως ωραίες, πιο γλυκές!
- Τέτοιοι μπερπμπάντηδες έχουμε αφήσει να γίνουν οι πολιτικοί και ανεχόμαστε τις παρόλες τους.
- Σαν τους λιμοκοντόρους που βλέπαμε στις μαυρόασπρες ταινίες που με γαλιφιές και γλυκόλογα ξελόγιαζαν τα κορίτσια για να πιάσουν λίγο μπούτι (και όχι μόνο) ή και να ροκανίσουν καμιά καλή προίκα.
- Και τους άφηναν κι αυτές, γιατί; Γιατί οι τύποι τους πούλαγαν ελπίδα.
- Έτσι κι εμείς, με «βάρκα» την ελπίδα που μας πουλάνε, …γκντούπα τις πέφτουμε στα βράχια και συνεχίζουμε να τους πιστεύουμε και να τους δίνουμε αξία.
- Ο πόνος είναι περίεργο πράγμα. Είναι και μια κάποια ηδονή. Κι όταν δεν είσαι πια σε θέση να ξεχωρίσεις τον πόνο από την απόλαυση κάπου σημαίνει ότι η «στιχουργική» που επέλεξες να πιστεύεις σε έχει ρουφήξει και σε έχει κάνει ένα στάχυ που πάει πέρα δώθε όπως φυσάει ο άνεμος.
- Γινόμαστε πιο βάρβαροι όταν χάνονται οι ποιητές. Αλλά και πάλι ως «βάρβαροι» δεν τους ανεχόμαστε όσο ζουν; Γι’ αυτό τους έχουμε στην άκρη. Ως άλλοθι: να βρίσκονται εκεί στην ακρούλα τους, να λένε τα δικά τους, αλλά η βαρβαρότητα είναι φωνακλού, κι ακούγεται πιο δυνατά.