Πριν την προβολή της ταινίας «Υπάρχω», αφιερωμένης στην ξεχωριστή προσωπικότητα με την εμβληματική, ιστορική φωνή, οι προσδοκίες ήταν πολλές. Κυρίως εξ αιτίας της εξαιρετικής εμπορικής εκμετάλλευσης που είχε προηγηθεί από την εταιρεία παραγωγής, αλλά και από τις διθυραμβικές κριτικές όσων παρακολούθησαν την ταινία στην προβολή της για κριτικούς και δημοσιογράφους.
Έσπευσα εκ των πρώτων να την παρακολουθήσω. Ομολογώ ότι με «πήρε» από την αρχή και πλημμύρισα απίστευτα συναισθήματα. Οι προσδοκίες δικαιώνονται, πέρα εις πέρα. Το δε ρήμα «υπάρχω», τίτλος εμβληματικού τραγουδιού του Καζαντζίδη και τώρα τίτλος της ταινίας που αφορά τη ζωή του, μεγαλώνει και τον ίδιο και τον θεατή! Υπάρχω & έχω το δικαίωμα μου στην έκφραση, τη δική μου θέση στο στερέωμα, εν προκειμένω το μουσικό, τη δική μου ανάγκη για έκφραση και αναγνώριση.
Ο μικρός Στέλιος λοιπόν… Το παιδί που αναγκάστηκε να περπατά στη βροχή και να περιμένει από τον πατέρα ένα καρβέλι ψωμί μετά από κυνηγητό την μαύρη περίοδο του Εμφυλίου. Προσφυγικής καταγωγής… όσοι έχουμε αυτή την , ξέρουμε ότι την κουβαλάμε μέσα μας, στα βιώματα, στα ακούσματα, σε όσα μετέδωσαν οι προγονοί μας και δεν μπορούν να φύγουν από μέσα μας, στην πονεμένη αλλά και αγέρωχη ψυχή που μας κληροδότησαν. Μεγαλώνοντας στα προσφυγικά, στο περιθώριο, με ανέχεια, κακουχία, δυσκολία στην αποδοχή και στην ενσωμάτωση…. Στοιχεία που τον καθόρισαν, που βάρυναν την ψυχή του
καλλιτέχνη που εκφράζεται & βρίσκει διέξοδο στο τραγούδι… «Γράφουν» και τον χαρακτηρίζουν αυτά τα βιώματα. Το αντίθετο της έκφρασης που χρησιμοποιούμε, δηλαδή «χορτάτος από τη ζωή…»…
Το χάρισμα της φωνής του, η αναγνώριση , η αγάπη που δέχεται από το κοινό και μέγιστα από τους μετανάστες που τον ένοιωσαν δικό τους (και ένιωσε από την πλευρά του δικός τους), γεμίζει σίγουρα την ψυχή του, αλλά δεν ηρεμεί, δεν γαληνεύει τον Καζαντζίδη που αναζητά την νηνεμία, την ντομπροσύνη, την αγνή ψυχή, την ειλικρίνεια/μπέσα των λαϊκών ανθρώπων, όπως έμαθε στη γειτονιά που μεγάλωσε.
Οι μετανάστες λοιπόν, ένα στοιχείο που τον ανέδειξε και τον λάτρεψε. Οικείος πόνος η ξενιτιά σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, της Θράκης, του Έβρου. Πόσες και πόσες οικογένειες έζησαν χωρισμένες, μισές για χρόνια, μοιρασμένες σε γιορτές, χαρές, στεναχώριες σε άλλες χώρες… με τα παιδιά να μεγαλώνουν με τον παππού και τη γιαγιά και τους γονείς παρόντες ελάχιστες μέρες τον χρόνο.
Όχι απαραίτητα μακρινή αυτή η κατάσταση, τη βίωσαν ακόμη και γενιές που σήμερα βρίσκονται στην κορύφωση του παραγωγικού τους βίου. Όλα αυτά αποτελούσαν μια πραγματικότητα δυσάρεστη και το αποτύπωμα της μια στενόχωρη κατάσταση. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι τέτοια, όταν αναγκαστικά χωρίζεσαι από την μητρική αγκαλιά και την πατρική φροντίδα, όταν η μετανάστευση υπαγορευόταν επιτακτικά από την αναζήτηση μια καλύτερης τύχης κι ανάγκης επιβίωσης στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία…
Ο Καζαντζίδης λοιπόν, προσφυγόπουλο, γνωρίζοντας στο πετσί του από μικρός την ανέχεια, τον κόπο, την προσπάθεια, τον καθημερινό αγώνα, νιώθει δικός τους, κομμάτι τους, καταθέτει την ψυχή του οσάκις τραγουδά τους καημούς και τον πόνο, ενώ ταυτοχρόνως εισπράττει απλόχερα την αποδοχή και την κατανόηση , τη στοργή που του έλειψε.
Στην ταινία παρουσιάζεται ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας με τις αδυναμίες του, ευάλωτος, όπως όλοι μας, στην αγάπη, στην αγκαλιά, στην αποδοχή. Δεν του αρκούν η επιτυχία, τα χρήματα, η αναγνώριση, θέλει τη ψυχή του ήρεμη. Αποφασίζει λοιπόν να αποχωρήσει από το τραγούδι νωρίς, αφήνοντας αυτό που αγαπά όταν οι συνθήκες όπως και τα δεδομένα δεν του ταιριάζουν, όπως και με τους μεγάλους του έρωτες… Ιδιαίτερος, έντονος, απόλυτος, ξεχωριστός, ανατρεπτικός, ίσως κι αυτοκαταστροφικός.
Ο μεγάλος ερμηνευτής λοιπόν, στο πανί της έβδομης τέχνης. Μαζί με την αινιγματική προσωπικότητά του, όπως εξαιρετικά αποτυπώνεται στην ταινία. Συναισθηματική, νοητική και πνευματική απόλαυση.