Το όνομα του Αντώνη Σαμαρά απασχολεί την πολιτική επικαιρότητα εδώ και περίπου ένα μήνα και ο λόγος βέβαια είναι οι διαφωνίες του για νομοσχέδια, τα οποία έχουν συνταχθεί από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Η πρώτη διαφωνία αφορούσε σε νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και η δεύτερη σε τροπολογία που ψηφίστηκε πρόσφατα για την άδεια παραμονής μεταναστών. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τις προ μηνός δηλώσεις του ότι «δεν είναι καλή ιδέα» η επίσκεψη Ερντογάν, οι πρόσφατες διαφοροποιήσεις του σε σχέση με την κυβέρνηση είναι τρεις.
Οι περισσότεροι αποδίδουν αυτές τις διαφοροποιήσεις στην ιδεολογία του κ. Σαμαρά και πιθανόν να έχουν δίκιο. Από αυτό όμως μέχρι να χαρακτηρίζεται ακροδεξιός (κυρίως από την Αριστερά) υπάρχει σημαντική απόσταση. Κατ’ αρχάς, ό,τι κι αν πει κανείς για τον Αντώνη Σαμαρά, δύσκολα μπορεί να αντικρούσει ότι, μέσα στα πιο δύσκολα χρόνια της κρίσης, το πρόσημο για τη χώρα μετά την πρωθυπουργική του θητεία ήταν θετικό. Όσο για την «ακροδεξιά» του ιδεολογία, ας μην ξεχνάμε ότι επί πρωθυπουργίας του συνελήφθησαν τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής.
Η πιο σημαντική προσφορά όμως του Αντώνη Σαμαρά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο κόμμα του, ήταν η διάθεσή του να «σπάσει αυγά» προκειμένου να βγει η χώρα από την κρίση. Κανένας εκλεγμένος πρωθυπουργός πριν από αυτόν δεν τόλμησε να συγκρουστεί με εσωτερικά κατεστημένα (π.χ. κλείσιμο και αναδιάρθρωση της ΕΡΤ, αξιολόγηση δημοσίων υπαλλήλων, αποπομπές «γαλάζιων» συνδικαλιστών κ.α.) υπό τόσο δύσκολες συνθήκες. Αψήφησε ανοικτά, εν ολίγοις, το πολιτικό κόστος δύσκολων επιλογών και όσο κι αν θεωρείται ένας συντηρητικός πολιτικός, δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι ήταν ακριβώς αυτή του η στάση που έδωσε στη Νέα Δημοκρατία το μεταρρυθμιστικό προφίλ που κρατά μέχρι και σήμερα. Στον αντίποδα, κατηγορείται από πολλούς ως λαϊκιστής λόγω της αντιμνημονιακής του ρητορικής στην αρχή της κρίσης, αλλά αυτή η κριτική είναι μάλλον άδικη αν σκεφτούμε ότι εκλέχθηκε ως πρωθυπουργός έχοντας προηγουμένως στηρίξει την πιο μνημονιακή κυβέρνηση όλων – την κυβέρνηση Παπαδήμου.
Όλων των παραπάνω λεχθέντων, ο Αντώνης Σαμαράς έχει άδικο και στις τρεις του διαφοροποιήσεις σε σχέση με την κυβέρνηση. Η αρχή της ισότητας – βασική αρχή για το κράτος δικαίου – επιβάλλει την εξίσωση δικαιωμάτων ανάμεσα σε ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια, η άδεια παραμονής για εργασία σε μετανάστες ωφελεί την εγχώρια παραγωγή, άρα ωφελεί τους πάντες, και, τέλος, δεν είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να διακόψει το διάλογο με την Τουρκία, από τη στιγμή που προηγουμένως ο Ερντογάν έχει ρίξει τους τόνους έναντι της Ελλάδας και της Δύσης.
Ο Αντώνης Σαμαράς προφανώς έχει πιο συντηρητικές απόψεις για αυτά τα ζητήματα και, δεδομένου ότι ήταν με ακριβώς τέτοιου είδους απόψεις που κυβέρνησε πετυχημένα, έχει κάθε δικαίωμα να τις εκφράζει ως μέλος της Νέας Δημοκρατίας. Παρά ταύτα, η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με την Ελλάδα του Αντώνη Σαμαρά. Τότε η χώρα προσπαθούσε να πατήσει επειγόντως φρένο στον κατήφορο. Σήμερα αναπτύσσεται, βελτιώνεται, αλλάζει. Δεν βρίσκεται σε θέση άμυνας πια. Αποτελεί παράδειγμα ανάκαμψης διεθνώς και έχει καθαρό λόγο και ρόλο μες στο δυτικό κόσμο κατά τη διάρκεια μίας κρίσιμης περιόδου παγκοσμίως. Κοινώς, «παίζει στην επίθεση», για αυτό και, παρά τις θεμιτές διαφωνίες, οφείλει να κοιτάει μπροστά.