Το σφουγγαράκι της κουζίνας φιλοξενεί αμέτρητα μικρόβια, μερικά από τα οποία είναι στενοί συγγενείς των βακτηρίων που προκαλούν πνευμονία και μηνιγγίτιδα, σύμφωνα με μια νέα γερμανική επιστημονική έρευνα.
Οι επιστήμονες συνιστούν την αλλαγή του κάθε εβδομάδα, επειδή ακόμη κι αν προσπαθήσει κανείς να αποστειρώσει τα σφουγγαράκια, π.χ. με βράσιμο, τα μικρόβια δεν θα εξαλειφθούν.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μάρκους Έγκερτ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Φουρτβάνγκεν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Scientific Reports”, σύμφωνα με το “Science”, ανέλυσαν το DNA των μικροβίων που υπήρχαν σε 14 χρησιμοποιημένα σφουγγαράκια κουζίνας.
Διαπίστωσαν ότι ακόμη και όταν επιχείρησαν να αποστειρώσουν τα σφουγγαράκια σε βραστήρα ή σε φούρνο μικροκυμάτων, δεν σκοτώθηκαν αρκετά από τα δυνητικά επικίνδυνα μικρόβια, όπως το Chryseobacterium hominis και το Moraxella osloensis, το οποίο μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε ανθρώπους με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ μπορεί επίσης να δημιουργήσει δυσάρεστη μυρωδιά (και στο ίδιο το σφουγγαράκι).
Προς μεγάλη έκπληξη των επιστημόνων, τα σφουγγαράκια που τακτικά καθαρίζονταν, περιείχαν μεγαλύτερη αναλογία παθογόνων μικροοργανισμών, σε σχέση με τα σφουγγαράκια που δεν είχαν καθαριστεί ποτέ. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο ότι τα παθογόνα βακτήρια είναι πιο ανθεκτικά και γρήγορα καταλαμβάνουν το χώρο που αφήνουν τα πιο «καλά» μικρόβια – κάτι ανάλογο με την επίπτωση που έχουν τα αντιβιοτικά στο έντερο.
Τα βακτήρια είναι πανταχού παρόντα, τόσο πάνω στη επιφάνεια, όσο και στις κοιλότητες στο εσωτερικό του σπόγγου. H ανάλυση του μικροβιώματος έδειξε ότι κυριαρχούν τα γ-πρoτεοβακτήρια.
Κάτω από το μικροσκόπιο, αποκαλύφθηκε ότι κάθε κυβικό εκατοστό από ένα σφουγγαράκι μπορεί να φιλοξενεί πάνω από 50 δισεκατομμύρια, δηλαδή περίπου επτά φορές περισσότερα από τον αριθμό των κατοίκων της Γης. Τέτοια πυκνότητα βακτηρίων, σύμφωνα με τους ερευνητές, συναντάται μόνο στα κόπρανα.
Να γιατί είναι καλή ιδέα να πληρώνει κανείς κάτι παραπάνω για να αλλάζει συχνά το σφουγγαράκι της κουζίνας του.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.nature.com/articles/s41598-017-06055-9
Παύλος Δρακόπουλος