Τα ρομπότ έρχονται πράγματι, όμως ο ρυθμός της αυτοματοποίησης και η αναπόφευκτη απώλεια θέσεων εργασίας θα συμβεί με πιο σταδιακό ρυθμό απ’ ό,τι φοβούνται αρκετοί αναλυτές. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της νέας έκθεσης του Παγκόσμιου Ινστιτούτου MaKinsey, η οποία επισημαίνει ότι η διείσδυση της τεχνητής νοημοσύνης και των ρομπότ δεν εξαρτάται μόνο από το τι είναι τεχνολογικά εφικτό, αλλά επίσης από αρκετούς ακόμη παράγοντες, όπως οι οικονομικές συνθήκες, οι αγορές εργασίας, οι ρυθμιστικοί-θεσμικοί περιορισμοί και οι απόψεις της κοινωνίας.
Η έκθεση του ερευνητικού ινστιτούτου της εταιρείας συμβούλων McKinsey αναλύει τις δυνητικές επιπτώσεις της αυτοματοποίησης ανά δραστηριότητα, με το σκεπτικό ότι συχνότερα είναι πιθανό να αυτοματοποιηθούν όχι ολόκληρες θέσεις εργασίας, αλλά επιμέρους καθήκοντα εργαζόμενων, ακόμη και διευθυντικών στελεχών. Συμπεραίνει ότι όντως πολλές εργασίες είναι δυνατό πλέον να γίνονται από μηχανές και ότι τα περισσότερα επαγγέλματα είναι πια ώριμα να δεχθούν την επίπτωση της τεχνητής νοημοσύνης και της αυτοματοποίησης.
Όμως, βραχυπρόθεσμα, οι περισσότερες θέσεις εργασίας απλώς θα μεταμορφωθούν και δεν θα εξαφανισθούν. Στο 60% των εργαζομένων, περίπου το ένα τρίτο των καθηκόντων τους είναι δυνατό να αυτοματοποιηθεί. Όμως μόνο το 5% των θέσεων εργασίας (μία στις 20) μπορούν να αυτοματοποιηθούν πλήρως στο επόμενο διάστημα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της McKinsey, σήμερα σχεδόν ο μισός χρόνος εργασίας (49%) μπορεί να αυτοματοποιηθεί, είτε με τεχνολογίες που βρίσκονται ήδη στην αγορά είτε με όσες αναπτύσσονται σε εργαστήρια και θα είναι διαθέσιμες σύντομα. Αυτές οι αυτοματοποιήσιμες εργασίες αντιστοιχούν σε 1,1 δισεκατομμύριο εργαζομένους παγκοσμίως και «μεταφράζονται» σε συνολικούς μισθούς ύψους 15,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Η αυτοματοποίηση θα πάρει δεκαετίες», τόνισε ο διευθυντής του Ινστιτούτου McKinsey Τζέημς Μανίικα, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Η έκθεση εξετάζει διάφορα σενάρια και εκτιμά ότι οι μισές σημερινές εργασίες θα μπορούσαν να αυτοματοποιηθούν έως το 2055, δηλαδή σε περίπου 40 χρόνια. Λόγω των αναπόφευκτων αβεβαιοτήτων όμως για τον ρυθμό της αυτοματοποίησης, αυτή η κατά το ήμισυ αυτοματοποίηση θα μπορούσε να συμβεί 20 χρόνια νωρίτερα (2035) ή 20 χρόνια αργότερα (2075).
Η επίπτωση των ρομπότ, της αυτοματοποίησης και γενικότερα της τεχνητής νοημοσύνης πάνω στην απασχόληση είναι θέμα χρόνιας διαμάχης ανάμεσα στους οικονομολόγους και τους ειδικούς της τεχνολογίας. Χονδρικά, είναι χωρισμένοι στο «αισιόδοξο» και στο «απαισιόδοξο» στρατόπεδο, ανάλογα με το πόσο σοβαρές και άμεσες θεωρούν ότι θα είναι οι επιπτώσεις για την αγορά εργασίας και την ανεργία.
Μια μελέτη από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 2013 είχε κάνει τη δυσοίωνη εκτίμηση ότι σχεδόν οι μισές θέσεις εργασίας (47%) κινδυνεύουν να χαθούν λόγω αυτοματοποίησης. Αντίθετα, μια άλλη έρευνα του ΟΟΣΑ το 2016 κατέβαζε στο 9% κατά μέσο όρο το ποσοστό των θέσεων εργασίας που θα μπορούσαν να αυτοματοποιηθούν στα 21 κράτη-μέλη.
Ήδη από τον μεσοπόλεμο ο διάσημος Βρετανός οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς προειδοποιούσε για τη «νέα ασθένεια» της τεχνολογικής ανεργίας. Σήμερα οι ραγδαίες πρόοδοι στην τεχνητή νοημοσύνη και στη ρομποτική έχουν αναζωπυρώσει τους σχετικούς φόβους.
Η απειλή πλέον δεν αφορά μόνο βιομηχανικούς εργάτες ή ανειδίκευτους εργαζόμενους, αλλά κάθε είδους επαγγελματίες, από δικηγόρους έως δημοσιογράφους. Το «κλειδί», σύμφωνα με τη McKinsey, είναι η τεχνολογία της φυσικής επεξεργασίας της γλώσσας, δηλαδή το λογισμικό που μπορεί να διαβάσει και να αναλύσει κείμενα ή ομιλίες. Όσο ταχύτερα αναπτύσσεται η σχετική τεχνολογία τόσο ανοίγει η πόρτα για να αυτοματοποιηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας.
Οι ερευνητές της McKinsey θεωρούν ότι η αυτοματοποίηση δεν θα πέσει σαν τσουνάμι πάνω στην ανθρωπότητα, αλλά θα υπάρξει χρόνος για να προσαρμοστεί ο κόσμος, σε ένα βαθμό τουλάχιστον. Από την άλλη, εκτιμούν ότι η αυτοματοποίηση θα τονώσει την παραγωγικότητα και άρα την ανάπτυξη της οικονομίας, που σήμερα είναι μάλλον αναιμική στις περισσότερες χώρες. Αυτό, λένε, θα αποτελέσει αντίβαρο και στις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις, που οδηγούν σε σταδιακή γήρανση των χωρών, άρα και σε πτώση της παραγωγικότητας. Εκτιμούν ότι δουλεύοντας δίπλα-δίπλα οι άνθρωποι και τα ρομπότ, μπορούν να αυξήσουν την παγκόσμια παραγωγικότητα έως κατά 0,8%.
Η έκθεση όμως δεν δίνει απάντηση στο πιεστικό ερώτημα: πόσο εύκολο θα είναι να βρει δουλειά ο εργαζόμενος του οποίου η θέση εργασίας θα αυτοματοποιηθεί; Λίγο πριν ο επερχόμενος Ντόναλντ Τραμπ εξαγγείλει προ ημερών ότι θα γίνει «ο μεγαλύτερος παραγωγός θέσεων εργασίας που δημιούργησε ποτέ ο Θεός», ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα προειδοποίησε ότι «η ασταμάτητη εξέλιξη της αυτοματοποίησης θα καταστήσει περιττές πολλές θέσεις εργασίας».
Το μέλλον θα δείξει ποιος θα δικαιωθεί. Ο ρυθμός της αυτοματοποίησης θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το πόσο εύκολη θα αποδειχθεί στην πράξη η αντικατάσταση των ανθρώπων με μηχανές και από το πόσες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις θα υπάρξουν στην πορεία. Όσο πιο πολύ «βαραίνει» το πολιτικό κλίμα τόσο λιγότερο ανέφελη θα είναι η -έστω και σταδιακή- αυτοματοποίηση.
Παύλος Δρακόπουλος