Α. Σκοπιανό
Ο κ. Τσίπρας ύστερα από μια περίοδο μυστικής διπλωματίας, είχε εμφανίσει περίπου ως έτοιμη μία λύση που αναφερόταν μόνο στο ζήτημα του ονόματος. Χρειάστηκε η σθεναρή παρέμβαση της Ν.Δ, για να αναθεωρήσει τη γραμμή του και να αποδεχθεί το αυτονόητο τρίπτυχο «Συνταγματική αλλαγή – Αποκήρυξη του αλυτρωτισμού – Όνομα erga omnes, δηλαδή ίδιο όνομα για όλους και για κάθε χρήση».
Μετά παρουσίασαν εντελώς αιφνιδιαστικά, ως όνομα που είχαν ήδη συμφωνήσει το απολύτως απαράδεκτο, «Μακεδονία του Ίλιντεν». Η Νέα Δημοκρατία το απέρριψε αμέσως, αναδεικνύοντας το προφανές: ότι η κυβέρνηση είναι ανιστόρητη και γι αυτό επικίνδυνη, καθώς το Ιλιντεν είναι η επιτομή του αλυτρωτισμού των γειτόνων. Και αναγκάστηκε η Κυβέρνηση σε μια νέα αναπροσαρμογή της γραμμής της, χωρίς ακόμη και σήμερα να έχει ενημερώσει τα κόμματα και τους πολίτες τι ακριβώς διαπραγματεύεται και σε ποια λύση έχει δώσει τη συναίνεσή της.
Δυστυχώς – όπως τόνισε ο κ. Μητσοτάκης – η κυβέρνηση δεν διαθέτει την αυτονόητη σοβαρότητα και υπευθυνότητα που απαιτούνται για να διαχειρισθεί κρίσιμα εθνικά θέματα. Και αυτό οφείλει να το συνειδητοποιήσει, όχι μόνον ο κ. Τσίπρας, αλλά και ο κ. Κοτζιάς που συχνά μοιάζει να υπερασπίζεται περισσότερο τα επιχειρήματα των γειτόνων μας παρά τις αυτονόητες αξιώσεις της χώρας.
Η λύση πρέπει να είναι ενιαία, συνολική και να περιλαμβάνει τρία στοιχεία: Αλλαγή του Συντάγματος των Σκοπίων, αφαίρεση κάθε αλυτρωτικού στοιχείου, μία ονομασία για όλες τις χρήσεις -εντός και εκτός συνόρων, που θα γίνεται αποδεκτή από τους Έλληνες και δεν θα δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο κρατών από την επόμενη κιόλας ημέρα.
Από την πλευρά του, ο κ. Κοτζιάς αφήνει να εννοηθεί ότι η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2004-2009 είχε κάνει σοβαρές παραχωρήσεις. Πρόκειται περί μιας φαιδρής προσπάθειας του να προκαλέσει σύγχυση για να αποκρύψει τις ευθύνες του σε μια διαπραγμάτευση που όλα δείχνουν ότι αποβαίνει επί ζημία της χώρας. Και για μην υπάρχει καμία σύγχυση. Στην περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή όλα έδειχναν ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα λύσης καθώς την απέναντι πλευρά εκπροσωπούσε ο κ. Γκρουέφσκι. Κατ’ επέκταση, οι διαπραγματευτικές επιλογές της ελληνικής Κυβέρνησης είχαν ως κύριο στόχο να καταδείξουν την αδιαλλαξία της άλλης πλευράς. Γι αυτό είναι και μέγιστη υποκρισία της σημερινής κυβέρνησης να επικαλείται τάχα υποχωρήσεις των τότε διαπραγματευτών που υπάγονταν σε μια συνειδητή στρατηγική. Πόσο μάλλον όταν αυτές παρέμειναν απλώς προτάσεις που δεν απέληξαν σε καμία δεσμευτική συμφωνία για την χώρα.
Β. Οικονομία
Οι επόμενοι μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι. Φτάνει το τέλος του 3ου Μνημονίου και το ζήτημα του ελληνικού χρέους ακόμη δεν έχει λυθεί. Κι αυτό αθροίζει ανασφάλεια στη δυνατότητα της χώρας να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές. Ο Πρόεδρος της Ν.Δ. ανεξαρτήτως του τι κάνει η ανεύθυνη κυβέρνηση, δίνει το δικό του αγώνα σε όλη την Ευρώπη για να πετύχει η Ελλάδα την καλύτερη δυνατή ρύθμιση για το χρέος της. Εξάλλου είναι μια δέσμευση που οι Ευρωπαίοι εταίροι είχαν αναλάβει για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 2012.
Η Νέα Δημοκρατία θέλει καθαρή έξοδο και χρηματοδότηση με χαμηλό επιτόκιο. Και δυστυχώς, ούτε καθαρή έξοδος υπάρχει -με τα μέτρα μείωσης συντάξεων και αφορολογήτου ορίου, την ενισχυμένη εποπτεία από τους δανειστές και τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια-, ούτε όμως και φθηνή χρηματοδότηση.
Αν η Ελλάδα είχε μπει στο QE, δηλαδή στην ποσοτική χαλάρωση, όπως είχε δεσμευθεί η κυβέρνηση, το κόστος του δανεισμού θα ήταν χαμηλότερο. Το ίδιο θα ίσχυε και αν είχαν γίνει μεταρρυθμίσεις, και περισσότερες αποκρατικοποιήσεις. Δεν έγιναν όλα αυτά -με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης- και έτσι η χώρα είναι σήμερα ευάλωτη και τα spreads ευμετάβλητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Ελλάδα χρειάζεται ένα δίχτυ ασφαλείας. Υπάρχουν τρεις τρόποι για να γίνει αυτό: Η πιστοληπτική γραμμή στήριξης, το ταμειακό απόθεμα (cash buffer) που συγκεντρώνει η κυβέρνηση αφαιμάζοντας την ελληνική οικονομία, και η αξιοποίηση των 27,4 δις που είναι αναξιοποίητα κεφάλαια από το πρόγραμμα των 86 δις ευρώ που συμφώνησαν οι εταίροι να διαθέσουν στην Ελλαδα. Η Νέα Δημοκρατία προκρίνει ως λύση το τελευταίο. Δεν είναι δυνατόν η Κυβέρνηση να παίρνει πολλαπλάσια μέτρα – ακόμη και μετά τη λήξη του Προγράμματος – και να αφήνει ανεκμετάλλευτο το 1/3 της αρχικής χρηματοδότησης της δανειακής σύμβασης.
Η κυβέρνηση, οφείλει αυτό το ποσό να το αξιοποιήσει, ώστε η έξοδος στις αγορές να γίνει με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η κυβέρνηση είναι, δυστυχώς, θεατής σε μια διαπραγμάτευση μεταξύ των δανειστών, στην οποία δεν έχει ούτε λόγο και δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιρροή.
Η Ελλάδα έχει πέντε ουσιαστικές διαφορές με τις χώρες που ήταν και βγήκαν από τα Μνημόνια, την Ιρλανδία, την Κύπρο, την Ισπανία.
1) Σε καμία από τις χώρες αυτές δεν είχαν επιβληθεί επιπλέον μέτρα λιτότητας. Σε κάθε μια η επιβολή μέτρων σταματούσε πριν την έξοδο από τα Μνημόνια.
2) Καμία δεν είχε την υποχρέωση να έχει για πέντε επιπλέον χρόνια τόσο υψηλά και συγκεκριμένα πλεονάσματα.
3) Καμία δεν υποχρεώθηκε να συγκροτήσει Υπερταμείο Δημόσιας Περιουσίας για 99 χρόνια.
4) Σε καμία χωρα η όποια ρύθμιση του χρέους δεν μετατέθηκε για μετά το τέλος του προγράμματος.
5) Και σε καμία άλλη δεν επεβλήθη ενισχυμένη εποπτεία. Η Ελλάδα θα υποβάλλεται ετησίως σε 4 αξιολογήσεις με ενδεχόμενη επιβολή νέων μέτρων κάτι που δεν συνέβη σε καμία άλλη χώρα.
Για τους λόγους αυτούς είναι φανερό ότι η δήθεν καθαρή έξοδος, είναι η νέα βρώμικη απάτη της Κυβέρνησης.
Γ. «Νομοσχέδιο – σκούπα» για την Παιδεία.
Το νομοσχέδιο αυτό συζητείται – χωρίς να υπάρχει κανείς απολύτως λόγος – με τη διαδικασία του επείγοντος. Το κάνουν για να κρύψουν αυτοί που το εισηγήθηκαν ότι κομματικοποιούν και πάλι προκλητικά τη διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Το χειρότερο από όλα, όμως, είναι ότι καταργούν και με τη βούλα πια την αξιολόγηση στους εκπαιδευτικούς. Και υποβαθμίζουν χρήσιμους θεσμούς όπως οι σχολικοί σύμβουλοι. Υποβαθμίζουν και την Ειδική Αγωγή. Νύχτα τα κάνουν όλα αυτά για να μην αντιληφθεί κανείς τι κάνουν. Είναι απόφασή της Νέας Δημοκρατίας να αναδείξει τα ζητήματα αυτά και να καταγγείλει την κυβέρνηση γι’ αυτά τα οποία κάνει σήμερα στην Παιδεία και ειδικά στα σχολεία.
Δ. Θέματα της Δημόσιας Τάξης
Η χώρα μοιάζει ολοένα και περισσότερο με ανοχύρωτη πολιτεία. Βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση πολιορκίας από κλοπές, από ληστείες, από φόνους. Βλέπει να εκχωρούνται στην παραβατικότητα συνοικίες ολόκληρες, από το Ζεφύρι μέχρι τα Εξάρχεια. Μετρά χιλιάδες αποφυλακίσεις, με το διαβόητο νόμο Παρασκευόπουλου και απειλείται ξανά από την τρομοκρατία η οποία σηκώνει και πάλι κεφάλι. Η Κυβέρνηση στέκεται αδιάφορη απέναντι στην πρωτοφανή ενέδρα που στήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να καούν ζωντανοί αστυνομικοί των Μ.Α.Τ. Ξεχωρίζει τους τραμπούκους σε «φασίστες» και σε «πλήθη διαμαρτυρίας». Δεν απορρίπτει, αλλά …βαθμολογεί τη βία, ζυγίζοντάς την με το αν οι δράστες προπηλακίζουν, πετούν γιαούρτια ή μολότοφ. Αποκρύπτει έτσι την εσωτερική της κλιμάκωση. Και αυτή την άκρως ανησυχητική εξοικείωση μιας κοινωνίας με τα φαινόμενα βίας. Ο προπηλακισμός εύκολα γίνεται γροθιά, η γροθιά βόμβα και η μολότοφ σφαίρα. Έτσι -με έναν τρόπο ύπουλο- αθωώνει τελικά την τρομοκρατία. Γι’ αυτό και επιμένει να θεωρεί «συλλογικότητες» τις οργανώσεις όπως ο Ρουβίκωνας, άσχετα με το αν αυτοί παρελαύνουν ένοπλοι στα Εξάρχεια. Για αυτό αδρανεί όταν τα γνωστά μέλη του υποδέχονται με πανηγυρισμούς και με προκλητικές αναρτήσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τον αμετανόητο Κουφοντίνα, όταν αυτός βγαίνει από τη φυλακή. Γι’ αυτό αντιμετωπίζει το Πολυτεχνείο και τα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Θεσσαλονίκης ως επαρχίες ενός αυτόνομου «κράτους», που στήνει το παρακράτος των υπονομευτών της Δημοκρατίας. Αντιθέτως η Νέα Δημοκρατία, σε κάθε ευκαιρία, καταδικάζει τη βία απερίφραστα και ανεξάρτητα από την προέλευσή της. Χωρίς αστερίσκους και επιφυλάξεις, χωρίς «ναι μεν, αλλά».