Α. Σκοπιανό
«Η επίσημη αναγνώριση “μακεδονικής εθνότητας” συνιστά μία μείζονος σημασίας ελληνική υποχώρηση που όχι μόνον προσφέρει νομιμοποιητική βάση στον σκοπιανό αλυτρωτισμό, αλλά τον ενισχύει».
Η πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνηση είναι το έσχατο μέσο που έχει η Ν.Δ. για να αποτρέψει μια εθνικά επιζήμια συμφωνία. Αν η πρότασή καταψηφισθεί από τους 154 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας -δηλαδή του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ- αυτοί θα φέρουν ακέραια την ευθύνη για τα τετελεσμένα που θα δημιουργηθούν και τα οποία πολύ δύσκολα θα μπορούν να ανατραπούν στο μέλλον.
Γι αυτό και η Ν.Δ. κάλεσε από χθες τους βουλευτές της κυβέρνησης να σκεφτούν καλά πριν αναλάβουν τις εθνικές ευθύνες που τους αναλογούν για την υπογραφή μιας κακής συμφωνίας που συνιστά απαράδεκτη εθνική υποχώρηση από τις θέσεις της Ελλάδος. Και κυρίως τον κ. Πάνο Καμμένο και τους ομοίους του που παριστάνουν ότι τάχα διαφωνούν με τη συμφωνία. Αν απορρίψουν την πρόταση δυσπιστίας της Ν.Δ. τότε θα έχουν πει ένα μεγαλοπρεπές ναι στον κ. Τσίπρα να πάει στις Πρέσπες και να υπογράψει την Κυριακή με τον κ. Ζάεφ. Η συμφωνία δηλαδή θα φέρει και την δική τους υπογραφή.
Έστω ότι τα Σκόπια κάνουν ακριβώς ό,τι λέει η συμφωνία. Ότι θα κάνουν δημοψήφισμα, ότι θα αλλάξουν το Σύνταγμά τους, ότι θα αλλάξουν και το όνομά τους σε Βόρεια Μακεδονία και ότι θα τηρήσουν, τέλος πάντων, όσα ο κ. Τσίπρας και ο κ. Κοτζιάς θεωρούν επιτυχία στη συμφωνία που έχουν φέρει. Θα μπορεί μετά η ελληνική βουλή να απορρίψει αυτή τη συμφωνία; Να πει δηλαδή στους Σκοπιανούς “κακώς αλλάξατε το Σύνταγμά σας” “κακώς αλλάξατε και το όνομά σας” και “τώρα πρέπει να τα ξανα-αλλάξετε” επειδή “η ελληνική βουλή τελικά το μετάνιωσε και δεν θέλει αυτή τη συμφωνία”; Μα ποιον κοροϊδεύει η κυβέρνηση. Και κυρίως ποιον κοροϊδεύει ο κ. Καμμένος όταν λέει ότι θα καταψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ διότι είναι σίγουρος ότι οι Σκοπιανοί δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Και αν τις εκπληρώσουν, εκείνος τι θα κάνει; Θα πει στον κ. Τσίπρα εκ των υστέρων “δεν ψηφίζω και βρες άλλους να το κάνουν για μένα”; Και αν δεν βρεθούν άλλοι η Ελλάδα θα γίνει περίγελος σε όλο τον πλανήτη διότι θα ζητά από τα Σκόπια να ξανα-αλλάξουν το Σύνταγμά τους και το όνομά τους και να το ξανακάνουν ΠΓΔΜ.
Είναι πασιφανές λοιπόν γιατί από την αρχή η Ν.Δ. επιμένει ότι ο κ. Τσίπρας οφείλει εδώ και τώρα να αποδείξει ότι διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΠΡΙΝ δεσμεύσει την χώρα; Να αναλάβουν επώνυμα τις ιστορικές ευθύνες τους όσοι καταψηφίσουν την πρόταση της Ν.Δ. λέγοντας έτσι “ναι” σε αυτήν την άκρως επιζήμια για την Ελλάδα συμφωνία. Η οποία αν υπογραφεί στις Πρέσπες την Κυριακή είναι πολύ πιθανόν να δημιουργήσει μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ελλάδα.
Αν καταψηφιστεί η πρόταση, θα αποδυναμωθεί η χώρα. Αν επικρατήσει το «όχι» στην πρόταση δυσπιστίας οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως των ΑΝΕΛ θα δώσουν στον κ. Τσίπρα την εξουσιοδότηση που του λείπει για να μεταβεί στις Πρέσπες και να υπογράψει τη συμφωνία. Αυτοί που θα πουν «όχι» στην πρόταση δυσπιστίας, θα φέρουν ακέραιη την ευθύνη για την υπογραφή της συμφωνίας με τα Σκόπια. Αν εντέλει η συμφωνία υπογραφεί θα είναι συμφωνία Τσίπρα-Καμμένου.
Αν ο κ. Τσίπρας νομίζει ότι θα βγει κερδισμένος με ένα πιθανό όχι στην πρόταση δυσπιστίας θα καταλάβει πολύ σύντομα γιατί θα βρει απέναντί του το ελληνικό λαό που ευλόγως αποδοκιμάζει τους χειρισμούς του.
Η δε πρόταση Βούτση να τελειώσει η συζήτηση Σάββατο μεσημέρι, υπηρετεί κυβερνητικές σκοπιμότητες. Αδιαφορεί για μια διαδικασία που ακολουθείται από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Η κυβέρνηση θέλει να ακολουθήσει μια διαδικασία εξπρές που δεν θα κλείσει καν δύο 24ωρα γιατί φοβάται τους πολίτες. Και επιπλέον δεν θέλει να ακουστούν όλες οι φωνές της αντιπολίτευσης. Κυρίως, όμως, η απόφαση αυτή του κ. Βούτση είναι ενδεικτική της αγωνίας της Κυβέρνησης να ολοκληρωθεί όπως-όπως η συζήτηση χωρίς να έχει ενημερωθεί η εθνική αντιπροσωπεία και κυρίως χωρίς να έχουν ενημερωθεί οι πολίτες. Αν η συμφωνία που επιτεύχθηκε είναι τόσο καλή -όπως ισχυρίζονται στην Κυβέρνηση- γιατί άραγε ο κ. Βούτσης και η κυβέρνηση θέλει να κλείσει τη συζήτηση το Σάββατο μεσημέρι. Μήπως γιατί ξέρουν ότι οι πολίτες διοργανώνουν συλλαλητήριο το Σάββατο το βράδυ στο Σύνταγμα;
Το Βουκουρέστι έλεγε δύο πράγματα. Πρώτον: Erga Omnes δηλαδή ένα όνομα για όλους και όλες τις χρήσεις και δεύτερον: πρώτα συμφωνία και μετά πρόταση ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση Τσίπρα κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Να υποχωρήσει και στα δύο. Ούτε erga omnes υπάρχει από τη στιγμή που αναγνωρίστηκε μακεδονική εθνότητα και μακεδονική γλώσσα, ούτε διασφαλίστηκε ότι η συμφωνία θα προηγηθεί της πρόσκλησης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Με άλλα λόγια ενώ η απόφαση εκείνη άλλαξε την πορεία των πραγμάτων και μετέφερε την πίεση στα Σκόπια, η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου – Κοτζιά δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τα κεντρικά όπλα της Ελλάδας. Οι διπλωμάτες μάλιστα που διάβασαν προσεκτικά την προβλεπόμενη διαδικασία πρόσκλησης των Σκοπίων για ένταξη στο ΝΑΤΟ επισημαίνουν ότι μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επισφαλής. Διότι με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο το άρθρο 2 δεν είναι βέβαιο ότι οι όροι που θέτει η Ελλάδα θα γίνουν κατ’ ανάγκην αποδεκτοί από όλους του Συμμάχους στο ΝΑΤΟ.
Και κάτι ακόμη: Στο κείμενο της συμφωνίας δεν υπάρχει καμία πρόνοια για το αν η συμφωνία μετά τη διαβίβασή της στον Ο.Η.Ε. θα υιοθετηθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας προκειμένου να αντικαταστήσει την προηγούμενη απόφαση 817/1993 η οποία προέβλεπε την ενταξη της εν λόγω χώρας στον Ο.Η.Ε. με το προσωρινό της όνομα ΠΓΔΜ.
Η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ είναι ξεκάθαρα μια κακή συμφωνία. Και το ζήτημα δεν αφορά μόνο το όνομα της γείτονος. Η αποδοχή της «μακεδονικής γλώσσας» και της «μακεδονικής εθνότητας» συνιστούν μη αποδεκτή εθνική υποχώρηση. Αλλά ακόμα και για το ζήτημα της σύνθετης ονομασίας που είναι υποτίθεται η “επιτυχία” της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας είπε για άλλη μία φορά ψέματα. Στο διάγγελμά του έλεγε κατά λέξη: «Συμφώνησαν να μετονομάσουν τη χώρα τους σε Δημοκρατία της Severna Makedonija. Δηλαδή στην ελληνική σε Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Στο δε non paper που διακινούσαν μιλούσαν για αμετάφραστη ονομασία στις διμερείς σχέσεις. Ρωτούμε λοιπόν: Πού υπάρχει το Severna Makedonija στη συμφωνία; Πουθενά!Ούτε από το ελληνικό ούτε από το αγγλικό κείμενο προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιεί αμετάφραστο τον όρο «Severna Makedonija», όπως ψευδώς υποστήριξε ανακοινώνοντας τη συμφωνία ο κ. Τσίπρας. Στη συνέχεια, όταν δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία φάνηκε ξεκάθαρα ότι το όνομα το οποίο συμφωνήθηκε είναι «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» (Republic of North Macedonia) ή στη σύντομη εκδοχή του «Βόρεια Μακεδονία» (North Macedonia) (άρθρο 1 παρ 3α). Μετά από αυτό -στη συνέντευξή του στην Ε.Ρ.Τ.- ο κ. Τσίπρας ομολόγησε την αλήθεια και υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν ήθελε το «Severna Makedonija» διότι -όπως είπε- είναι δύσχρηστο και μπορεί να εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα να μείνει το σκέτο Μακεδονία. H κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός διακινούν fake news ακόμη και για επίσημες διακρατικές συμφωνίες.
Πέρα από αυτό, για πρώτη φορά η Ελλάδα αναγνωρίζει «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα στους βόρειους γείτονες της. Στοιχεία που αποτελούν τη ρίζα του αλυτρωτισμού. Με τη συμφωνία που έχουν καταθέσει στη Βουλή, το κράτος παίρνει γεωγραφικό προσδιορισμό, ο λαός του όχι. Οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας θα ονομάζονται «Μακεδόνες» και θα λένε τη γλώσσα τους -με έγκριση Τσίπρα – Καμμένου- «μακεδονική». Πρόκειται για μια εξέλιξη που έρχεται σε αντίθεση με το εθνικό αίσθημα των Ελλήνων. Και αυτό είναι κάτι που η κυβέρνηση αγνοεί προκλητικά. Όπως αδιαφορεί και για το γεγονός ότι μία κακή συμφωνία, σε αυτήν τη χρονική συγκυρία, προσφέρει έδαφος σε περιθωριακά στοιχεία να πλειοδοτήσουν σε ένα ψευδεπίγραφο εθνικισμό, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αρκετές πληγές πρέπει να ξεπεράσει η Ελλάδα ως χώρα. Δεν χρειάζεται να ανοίξει ακόμα μία, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα, ιδίως σε αυτήν τη συγκυρία. Το πρόβλημα των Σκοπίων δεν μπορεί να γίνει πρόβλημα της Ελλάδας.
Είναι απολύτως ψευδές επίσης ότι η κυβέρνηση πέτυχε να δεσμεύσει τα Σκόπια με το λεγόμενο erga omnes, δηλαδή ένα όνομα για όλες τις χρήσεις και έναντι όλων. Είναι δε εντυπωσιακό ότι η κυβέρνηση προέβη στην ανήκουστη υποχώρηση να μην προσδιορίσει καν τον απώτατο χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της ΠΓΔΜ. Στο άρθρο 1 παρ 10 προβλέπεται ότι “για τα επίσημα έγγραφα που προορίζονται για διεθνή χρήση, η αλλαγή του ονόματος θα γίνει εντός 5 ετών”, ενώ η αλλαγή για τα έγγραφα που προορίζονται για εσωτερική χρήση συνδέεται με την εξέλιξη της ενταξιακής διαδικασίας της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης στο άρθρο 1 παρ 3ε που αφορά τις συντμήσεις του ονόματος (ίντερνετ, εμπορικές χρήσεις κλπ), παραμένουν τα σημερινά ακρωνύμια της χώρας (ΜΚ & ΜΚD), και η μόνη αλλαγή που “πέτυχε” η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου αφορά τις πινακίδες των αυτοκινήτων στις οποίες θα μπουν οι κωδικοί NM & NMK. Επιπλέον στο άρθρο 1 παρ 3θ μετατίθεται για το μέλλον και η διευθέτηση των εμπορικών ονομασιών και σημάτων και επωνυμιών. Αυτές θα τις κρίνει μια διεθνής ομάδα ειδικών εντός τριετίας χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει σήμερα τις αποφάσεις της. Μέχρι τότε δε τα σημερινά ονόματα και σήματα για εμπορικές χρήσεις θα παραμείνουν ως έχουν. Η μετάθεση των υποχρεώσεων της ΠΓΜΔ να εφαρμόσει τη συμφωνία σε ένα αβέβαιο μέλλον, όπως και η παραχώρηση της χρήσης των σημερινών κωδικών καθιστά γράμμα κενό το περιβόητο erga omnes.
Δυστυχώς υπάρχουν και άλλα σκοτεινά σημεία στη συμφωνία. Είναι η πρώτη φορά που αναγνωρίζεται από την Ελλάδα δήθεν «μακεδονική» εθνότητα και δήθεν «μακεδονική» γλώσσα. Η δέσμευση αυτή είναι απαράδεκτη, διότι η αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας αποτελεί τη ρίζα του Σκοπιανού αλυτρωτισμού. Είναι ίσως ακόμη πιο αρνητική κι από το ίδιο το όνομα της χώρας. Κι’ αυτό διότι τα ακραία στοιχεία της γειτονικής χώρας, διαθέτοντας πλέον -με τη βούλα της Ελλάδας- τον αυτοπροσδιορισμό «Μακεδόνες», θα νομιμοποιούνται και έναντι της Ελλάδος να ισχυριστούν στο μέλλον ότι το «Μακεδονικό έθνος τους» επεκτείνεται πέραν των συνόρων τους. Θα πουν προφανώς πως όταν οι πολίτες ενός κράτους ονομάζονται «Μακεδόνες» και παράλληλα η χώρα τους «Βόρεια Μακεδονία», συνάγεται ότι υπάρχει και μία «άλλη Μακεδονία» -προφανώς η «Νότια»- στην οποία κατοικούν άλλοι «Μακεδόνες» οι οποίοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους. Αντί λοιπόν να αμβλυνθεί ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων με τη συμφωνία Τσίπρα-Καμμένου μπορεί να ενισχυθεί. Συνεπώς η επίσημη αναγνώριση «μακεδονικής εθνότητας» συνιστά μία μείζονος σημασίας ελληνική υποχώρηση που όχι μόνον προσφέρει νομιμοποιητική βάση στον σκοπιανό αλυτρωτισμό, αλλά τον ενισχύει. Και φαίνεται πόσο σημαντική είναι αυτή η εξέλιξη και από το γεγονός ότι σε αυτό αντέδρασε ακόμη και η Βουλγαρία. Αν και είναι από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τη γείτονα με τη συνταγματική της ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ουδέποτε αναγνώρισε «μακεδονική» εθνότητα και «μακεδονική γλώσσα». Και τούτο διότι θεωρούσε τους Σκοπιανούς τμήμα του ευρύτερου βουλγαρικού έθνους και την γλώσσα τους ως βουλγαρική διάλεκτο. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την ανακοίνωση του Βουλγαρικού Υπουργείου των Εξωτερικών που κάλεσε την Ελλάδα και τα Σκόπια να δεσμευθούν ότι η συμφωνία «δεν θα ερμηνευθεί ως βάση για μελλοντικές αλλαγές στα υπάρχοντα σύνορα ή για αξιώσεις έναντι γειτονικών κρατών ως προς τη γλώσσα τον Πολιτισμό την ιστορία και την ταυτότητα».
Και βέβαια, ανάμεσα στα άλλα, είναι άκρως προβληματικό και το άρθρο 7 το οποίο αναφέρει ότι κάθε χώρα θα ερμηνεύει τον όρο «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» κατά βούληση. Αυτό από μόνο του καθιστά εντελώς παραπλανητικό το επιχείρημα της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου ότι τάχα «παίρνουμε πίσω τη Μακεδονία και την ιστορία της». Υποστηρίζουν, βέβαια, ότι οι γείτονές αποκηρύσσουν την όποια σχέση τους με την αρχαία Ελλάδα. Στην πραγματικότητα η δήλωσή τους αυτή δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά επανάληψη της γνωστής προπαγάνδας τους. Διότι στο δικό τους αφήγημα οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες και δεν είχαν καμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Άρα στη δική τους αντίληψη, τίποτα δεν τους εμποδίζει να συνεχίσουν να διαδίδουν τα ιστορικά ψεύδη που υπερασπίζονταν μέχρι σήμερα. Για του λόγου το αληθές, ας διαβάσει κανείς τις δηλώσεις του Σκοπιανού ΥΠΕΞ Ντιμιτρόφ, μόλις τρεις μήνες πριν, ο οποίος καλούσε να «μοιραστούμε την πολιτιστική κληρονομιά της Μακεδονίας». Αλλά, ακόμα και αν η σημερινή Κυβέρνηση των Σκοπίων φανεί συνεπής στα όσα διακηρύττει, ποιος εμποδίζει στο μέλλον μια διαφορετική Κυβέρνηση στη χώρα αυτή να επιστρέψει στην γνωστή προπαγάνδα της;
To ακόμη πιο εξωφρενικό είναι ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 (παρ. 5) θα συσταθεί διεπιστημονική επιτροπή η οποία θα εξετάσει τον τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας και των δύο χωρών, ώστε να αρθούν αλυτρωτικές αναφορές. Mε άλλα λόγια, η εν λόγω επιτροπή δεν θα εξετάσει μόνον τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας των Σκοπίων, αλλά και της Ελλάδας. Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου με το άρθρο αυτό αποδέχεται ότι και η Ελλάδα θα πρέπει να ελεγχθεί για πιθανή αλυτρωτική προπαγάνδα στην ιστορία που διδάσκονται τα παιδιά στα σχολεία.
Εν κατακλείδι, με τη συμφωνία αυτή, η Ελλάδα αναγνωρίζει «μακεδονική» γλώσσα και εθνότητα και σχεδόν προεξοφλεί τη συναίνεσή της για ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, έναντι «μιας υποσχετικής» από την πλευρά της γείτονος. Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση προκειμένου να κερδίσει μερικά ωραία πρωτοσέλιδα στον Τύπο, υπονομεύει με εντελώς απαράδεκτο τρόπο τη διαπραγματευτική θέση της χώρας, αφήνοντας επί της ουσίας ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο.
Β. Άδεια σε Κουφοντίνα
Οι άδειες στον Κουφοντίνα είναι αδιανόητες. Όχι μόνο γιατί δεν έχει δείξει την παραμικρή μεταμέλεια για τις εν ψυχρώ δολοφονίες του, αλλά και γιατί παραμένει ο ιδεολογικός καθοδηγητής μιας νέας γενιάς τρομοκρατών. Η εν λόγω απόφαση ενδέχεται να ελήφθη και υπό την πίεση των διαφόρων “συλλογικοτήτων” που έσπευσαν -με σειρά επιθέσεων- να “συμπαρασταθούν” στον τρομοκράτη της 17Ν. Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι πολλαπλώς έκθετη. Κυρίως για τον απαράδεκτο νόμο Παρασκευόπουλου που επέτρεψε την αθρόα αποφυλάκιση σκληρών ποινικών, και άλλαξε ταυτόχρονα τη διάταξη για τις άδειες προς όφελος ακόμη και των τρομοκρατών. Μια από τις πρώτες αποφάσεις της επόμενης κυβέρνησης θα είναι η πλήρης κατάργηση του νόμου Παρασκευόπουλου. Η Δημοκρατία δεν εκδικείται, αλλά οφείλει να αμύνεται απέναντι σε όσους την υπονομεύουν. Η ανοχή απέναντί τους οφείλει να είναι και θα είναι μηδενική.
Επαναλαμβάνεται ότι:
Α) Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με το νόμο 4274/14 είχε ορίσει ρητά ότι οι κρατούμενοι που έχουν καταδικασθεί σε ισόβια κάθειρξη, δεν μπορούν να πάρουν άδεια εξόδου πριν παρέλθουν 18 έτη πραγματικής κράτησης. Όμως, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αμέσως μετά τη συγκρότησή της κατήργησε τη διάταξη αυτή και περιόρισε τη χρονική προϋπόθεση άδειας, ακόμη και για τους τρομοκράτες, στα 8 έτη.
Β) Ο Κουφοντίνας θα κρατούνταν σε φυλακές υψίστης ασφάλειας (Τύπου Γ’) και δεν θα είχε δικαίωμα άδειας εάν η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν τις καταργούσε. Η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί για την κατάργηση του Νόμου Παρασκευόπουλου, τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας τύπου Γ’ και την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος για τις άδειες των φυλακισμένων.