Σχολιασμοί της τρέχουσας επικαιρότητας
Α. Τράπεζες
Από το 2014 έως και σήμερα οι τράπεζες έχουν απωλέσει περίπου το 96% της κεφαλαιοποίησής τους. Αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς κυβερνητικών χειρισμών που ξεκίνησαν από το πρώτο καταστροφικό εξάμηνο του 2015 και κορυφώθηκαν με την επιβολή capital controls. Ακολούθησε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι παλιοί μέτοχοι των τραπεζών να υποστούν πάρα πολύ μεγάλες ζημιές -και στους παλιούς μετόχους των τραπεζών φυσικά συμπεριλαμβάνεται και το ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος. Δυστυχώς και έκτοτε η πορεία των τραπεζών δεν ήταν η αναμενόμενη. Ήδη, σε σχέση με τις αρχές του χρόνου, οι τράπεζες έχουν χάσει περίπου τη μισή τους κεφαλαιοποίηση, με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλές αξίες.
Για όλα αυτά, υπεύθυνη είναι η κυβέρνηση. Όταν η χώρα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, δεν έχουν ούτε οι τράπεζες πρόσβαση στις αγορές. Και φυσικά δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές ούτε οι επιχειρήσεις ή αν έχουν πρόσβαση, αυτό γίνεται με εξαιρετικά υψηλό κόστος δανεισμού. Το 3ο πρόγραμμα απέτυχε ως προς τον κεντρικό του σκοπό, που δεν ήταν άλλος από το να επιτρέψει στη χώρα να μπορεί να ξαναδανείζεται όπως όλες οι άλλες κανονικές χώρες. Και είναι ξεκάθαρο ότι, εκτός από το πρόβλημα των τραπεζών, το οποίο είναι δεδομένο, υπάρχει και ένα ευρύτερο πρόβλημα που αφορά το ίδιο το πολιτικό ρίσκο της χώρας. Κανείς δεν πιστεύει ότι η χώρα μπορεί με τον κ. Τσίπρα και με τον κ. Καμμένο να επιστρέψει σε γρήγορους ρυθμούς ανάκαμψης.
Β. Μεταναστευτικό
Ήταν αυτονόητη υποχρέωση της Δικαιοσύνης. Δεν μπορεί όταν η OLAF διενεργεί έρευνα για λογαριασμό της Ε.Ε. να μην γίνεται καμία έρευνα στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να μην εντοπίζεται και να μην αντιμετωπίζεται το πρόβλημα από τη Δικαιοσύνη όταν καταγγέλλεται χάος και αδιαφάνεια μέχρι και από τον ίδιον τον διευθυντή της υπηρεσία υποδοχής και ταυτοποίησης προσφύγων τον οποίον σημειωτέον είχε ορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ωστόσο έσπευσε να τον απομακρύνει αμέσως μετά τις σχετικές καταγγελίες του. Και δεν μπορεί να διατίθενται από την Ε.Ε. εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αλλά τα hot spots να εκπέμπουν εικόνες ντροπής. Οι Έλληνες δικαιούνται να ξέρουν στην αλήθεια και η Δικαιοσύνη μπορεί και οφείλει να την βρει.
Γ. Συνταγματική Αναθεώρηση
Από την πρώτη συνάντηση που είχε ο κ. Μητσοτάκης με τον κ. Τσίπρα, τον Φεβρουάριο του 2016, μόλις είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, του έθεσε το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης ως μία ευκαιρία για τη δημιουργία μιας ευρύτερης συναίνεσης και αντιμετώπισης ουσιαστικών ζητημάτων που έχουμε σήμερα ως προς τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Δεν είχε πάρει καμία απολύτως απάντηση από τον κ. Τσίπρα. Διότι ο κ. Τσίπρας αντιλαμβάνεται και την αναθεώρηση του Συντάγματος με όρους επικοινωνίας και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Δεν είναι τυχαίο ότι τη συζήτηση αυτή την ξεκινά η Κυβέρνηση λίγους μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές, ενώ θα μπορούσε να έχει αρχίσει πριν από δύο ή τρία χρόνια, σε χρόνο πολιτικά ουδέτερο.
Η Πρόταση της Ν.Δ. είναι σαφής: Ο κ. Μητσοτάκης πρότεινε στον κ. Τσίπρα να συμφωνήσουν και να κρίνουν αναθεωρητέο έναν μεγάλο αριθμό άρθρων και στη συνέχεια, στην επόμενη Βουλή, να μπορεί όποιος κερδίσει τις εκλογές, να διαμορφώσει τον καταστατικό χάρτη της χώρες έχοντας φυσικά θέσει τις προτάσεις του στην κρίση του ελληνικού λαού. Αυτό θα σήμαινε ότι οι επόμενες εθνικές εκλογές θα αφορούσαν και το ίδιο το περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης. Η πρόταση εξυπακούεται ότι παραμένει σε ισχύ. Ωστόσο όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει την πρόθεση, αλλά και την στοιχειώδη υπευθυνότητα και τόλμη να προχωρήσει σε μια πραγματικά ριζική συνταγματική αναθεώρηση που χρειάζεται η χώρα μας. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε αυτήν άρθρα, όπως το 16 για τη δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στη χώρα μας. Δεν γίνεται η χώρα μας να είναι το τελευταίο καταφύγιο μιας νοοτροπίας την οποία έχουν αφήσει πίσω τους ακόμη και χώρες, όπως η Βόρεια Κορέα που έχει σήμερα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο.
Όσον αφορά το άρθρο 3 που αφορά την εκκλησία δεν χρειάζεται να αλλάξει. Διότι το ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας δεν έχει κατ’ ανάγκη να κάνει με το συνταγματικό περίγραμμα, έτσι όπως αυτό τίθεται στο άρθρο 3 το Συντάγματος. Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, μπορεί να γίνει αναγνωρίζοντας τον ιστορικό και θρησκευτικό ρόλο της εκκλησίας, αλλά και την πολύ μεγάλη συμμετοχή που έχει σήμερα η εκκλησία στην αντιμετώπιση οξύτατων κοινωνικών ζητημάτων. Τα όποια προβλήματα επομένως υπάρχουν στις σχέσεις πολιτείας εκκλησίας μπορούν να επιλυθούν με καλόπιστο διάλογο χωρίς να απαιτείται αλλαγή του συνταγματικού άρθρου.