Στην συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, τοποθετήθηκε η Ειδική Αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Νάντια Γιαννακοπούλου.
Η κα. Γιαννακοπούλου στην εισαγωγή της ομιλίας της, αναφέρθηκε στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου, η οποία είναι κόλαφος για την χώρα μας.
Συγκεκριμένα η Ειδική Αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, ανέφερε:
«Το κείμενο, λοιπόν, της έκθεσης αυτής είναι κόλαφος, κύριε Υπουργέ. Είναι κόλαφος, κυριολεκτικά, για πολύ σημαντικά θέματα, τα οποία μας αφορούν. Σύμφωνα με τους πίνακες, η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει έναν από τους υψηλότερους χρόνους διεκπεραίωσης υποθέσεων στις αστικές εμπορικές υποθέσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν παρείχε δεδομένα για το 2020. Συνεπώς, δεν είναι και εφικτή η σύγκριση με άλλα κράτη.»
Στην συνέχεια η κα. Γιαννακοπούλου, εστίασε στο κείμενο του σχεδίου νόμου, όπου τόνισε ότι υπάρχουν κάποιες θετικές αλλά άτολμες διατάξεις. Χαρακτηριστικά, είπε:
«Το κείμενο του σχεδίου νόμου, θεωρούμε ότι εμπεριέχει μεν κάποιες θετικές, αλλά άτολμες διατάξεις -προς θετική, όμως, κατεύθυνση- περιέχει ωστόσο και κάποιες διατάξεις για τις οποίες είμαστε απόλυτα, κάθετα αρνητικοί –και θα παρουσιάσω τι λέω και τις διαφωνίες μας στην πορεία- και με αυτό τον τρόπο θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι θεωρώ πως χάνεται μια ευκαιρία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν πραγματικά να συμβάλουν στη βελτίωση ορισμένων παθογενειών που αντιμετωπίζουμε σήμερα.»
Και συνέχισε με συγκεκριμένες αναφορές σε σημεία του νομοσχεδίου:
«Ειδικότερα, σας τόνισα και σας τονίσαμε ότι σε κάθε νομοσχέδιο χρειάζεται να υπηρετούνται κάποιες απαράβατες μόνιμες αρχές για τη διαφύλαξη του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, για την ουσιαστική επιθεώρηση και δίκαιη αξιολόγηση των δικαστών, για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, για τη διαφάνεια και την αξιοκρατία στην εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών, για ουσιαστικές διορθώσεις στον τρόπο διοίκησης των δικαστηρίων και για τροποποιήσεις στον δικαστικό χάρτη, εφόσον όμως αυτές πραγματοποιηθούν με βάση τις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών μετά -και το τονίζουμε αυτό- από ουσιαστικό διάλογο και μετά από ουσιαστική συνεννόηση.»
«Αναρωτιέμαι, κύριε Υπουργέ, μιλάμε για όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις και ότι μπαίνουμε σε μία νέα εποχή και, καλά-καλά, δεν έχουμε δικαστικούς υπαλλήλους στα δικαστήρια. Έχουμε μια τεράστια έλλειψη και γι’αυτόν, άλλωστε, τον λόγο έχει ήδη ο Σύλλογος Δικαστικών Υπαλλήλων Αθήνας προχωρήσει σε δίωρες διακοπές διαμαρτυρίας όλων των εργασιών, λέγοντας ότι δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση και, δίκαια και σωστά, διαμαρτύρονται για την ανάγκη προσλήψεων προκειμένου να καλυφθούν τα μεγάλα κενά στις οργανικές θέσεις γιατί είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουμε τον υψηλότερο αριθμό δικαστών ανά κάτοικο και έχουμε λιγότερους δικαστικούς υπαλλήλους από ό,τι δικαστές.»
Ενώ για το Άρθρο 2 του υπό συζήτηση σχεδίου νόμου, επισήμανε:
«Σχετικά με τη δημιουργία ενός νέου Καλλικράτη στο χώρο της δικαιοσύνης, κάτι που ήταν μία πάγια και διαχρονική θέση του ΠΑΣΟΚ, όχι όμως, με τον τρόπο που το φέρνετε εσείς, με εγγυήσεις πάντα κατόπιν συνεννόησης και διαβούλευσης και κυρίως, έχοντας πάντα υπ’όψη τους αριθμούς, κύριε Υπουργέ, τα στατιστικά στοιχεία. Όχι απλά μια διάθεση επικοινωνιακής αντιμετώπισης ενός ζητήματος, αλλά με ουσιαστική διάθεση να λυθούν προβλήματα αφουγκραζόμενοι ναι, τις νέες συνθήκες της νέας εποχής στην οποία ζούμε.
Για το δεύτερο σκέλος του άρθρου 2 που έχει να κάνει με τη λειτουργία των δικαστηρίων τηλεματικής και που έχει δεχτεί τεράστια κριτική από το σύνολο του νομικού κόσμου και κυρίως, του κλάδου των δικηγόρων, εγώ θα σας υπενθυμίσω, κύριε Κώτσηρα γιατί είστε νομικός και εσείς, ό,τι μάθαμε στη Νομική Σχολή από το πρώτο έτος: Οι βασικές αρχές οι οποίες διέπουν τη διαδικασία στο ακροατήριο είναι σύμφωνα και με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η αρχή της δημοσιότητας με την οποία εξασφαλίζεται το αδιάβλητο της ποινικής διαδικασίας και ελέγχεται η δικανική κρίση των δικαστικών οργάνων.Είναι η αρχή της προφορικότητας, είναι η αρχή της αμεσότητας.»
Σχετικά με την αξιολόγηση των Δικαστών, η κα. Γιαννακοπούλου ανέφερε:
«Τώρα, όσον αφορά την αξιολόγηση των δικαστών, το ζήτημα της επιθεώρησης, βεβαίως το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα Αλλαγής θεωρεί ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να οδηγηθούμε σε μία ουσιαστική πραγματική αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, γιατί δεν μπορεί να μας προκαλεί εντύπωση ότι υπάρχει μια δυσαρέσκεια σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει μια αίσθηση ότι τελικά τους δικαστές δεν τους ελέγχει κανείς και αυτό είναι κρίμα. Είναι άδικο για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των μελών του δικαστικού σώματος που διαθέτει η Ελλάδα, όπου συναντάμε πλήρως καταρτισμένους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που έχουν αυξημένο αίσθημα ευθύνης. Όμως, αυτή η αντίληψη αφ’ ενός πρέπει να αποκατασταθεί στην κοινωνία και να αφ’ ετέρου πρέπει να εξαλειφθεί στην πράξη προς όφελος του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.
Άρα, λοιπόν, δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε. Πρέπει και αυτό το ζήτημα να αντιμετωπιστεί με τη βαρύτητα που έχει, δηλαδή, ως ένας από τους αρκετούς λόγους για τη βελτίωση του τρόπου και του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Οφείλουμε, λοιπόν, και πρέπει να οδηγηθούμε χωρίς να εθελοτυφλούμε σε ένα ζήτημα και την καθιέρωση μιας πραγματικής και όχι προσχηματικής αξιολόγησης.
Θα μου επιτρέψετε να σας πω εξ αρχής ότι το νομοσχέδιο σας σε πολλά σημεία, έτσι όπως έρχεται, δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τον προηγούμενο Κώδικα Αξιολόγησης-Επιθεώρησης των Δικαστικών Λειτουργών που είχε δημιουργηθεί τη δεκαετία του ’80, είναι σημειακές οι αλλαγές που φέρνετε. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αποτελεί ουσιαστική αξιολόγηση το να εξαρτάται η εξέλιξη των δικαστών από το πόσες αναβολές δίνουν τη στιγμή που όλοι όσοι έχουμε μπει σε δικαστικές αίθουσες ξέρουμε ότι πολλές από τις αναβολές είναι αναπόφευκτες είτε λόγω ωραρίου είτε λόγω αποχής δικηγόρων.»
Ενώ κλείνοντας την ομιλία της η κα. Γιαννακοπούλου, είπε:
«Αυτά, λοιπόν, είναι παράδοξα τα οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι συμβάλλουν ουσιαστικά προς τη δημιουργία ενός ουσιαστικού, ολοκληρωμένου, πραγματικά διαφορετικού τρόπου αντιμετώπισης, αξιολόγησης και επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών».