Συγκρατημένα αισιόδοξος για την τριμερή συνάντηση του Βερολίνου, στις 25 Νοεμβρίου, για το Κυπριακό, δηλώνει, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης. «Οι προσδοκίες θα πρέπει να θεωρούνται ελπιδοφόρες, όμως υπάρχει επιφύλαξη», δηλώνει εξηγώντας ότι αυτή «δεν αφορά την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά τις διεργασίες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και τις παρεμβάσεις της Άγκυρας».
Σχολιάζοντας την τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ κι ερωτηθείς εάν φοβάται περαιτέρω κλιμάκωση με τυχόν στρατιωτικές ενέργειες από την πλευρά της Άγκυρας, ο κ. Αναστασιάδης υπογραμμίζει πως επιθυμία της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η μη στρατιωτικοποίηση της διένεξης, παραδέχεται ότι οι προκλήσεις είναι μεγάλες, αλλά υπενθυμίζει πως η ελληνοκυπριακή θέση είναι μία: “νηφαλιότητα, σωστοί χειρισμοί με βάση το Διεθνές Δίκαιο”.
Εκτιμά ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι θωρακισμένη με τις συμφωνίες στις οποίες έχει καταλήξει, όσον αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τον Λίβανο, με βάση τη Συνθήκη του Δικαίου για τη Θάλασσα και χαρακτηρίζει «έκνομο αυτό που θέλει να δημιουργήσει η Τουρκία ως τετελεσμένο».
Κληθείς να σχολιάσει τη στάση Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, δηλώνει ικανοποιημένος από «τη σαφή δήλωση ότι υποστηρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη» και προσθέτει: «Πέραν τούτου, όμως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν συσχετισμούς, επιδιώξεις, συμφέροντα. Όμως, πιστεύω ότι δεν θα επέτρεπαν ποτέ, ούτε η μία ούτε η άλλη (χώρα), να επαναληφθεί κάτι ανάλογο είτε του ΄74, είτε κάτι αναλόγου που συνέβη στη Συρία».
Ο κ. Αναστασιάδης, ο οποίος συναντήθηκε, την περασμένη Τετάρτη, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, χαρακτηρίζει άριστη τη συνεργασία με την παρούσα ελληνική κυβέρνηση, όπως και με τις προηγούμενες, κι εκφράζει την ικανοποίησή του για τις συνομιλίες που είχε στην Αθήνα καθώς, όπως λέει, «φαίνεται ότι προχωρούμε με τους ίδιους ακριβώς σχεδιασμούς και αντιλήψεις, με την ίδια στρατηγική στόχευση και με την απεριόριστη αλληλεγγύη της ελληνικής κυβέρνησης στις προσπάθειες που καταβάλλουμε».
Με αφορμή την τοποθέτησή του, κατά την ομιλία του στην τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ότι “οι πολιτικές ηγεσίες θα πρέπει να ηγούνται και όχι να άγονται από τυχόν συναισθηματικές εξάρσεις του λαού” και απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Αναστασιάδης λέει πως όντως στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις που ο συναισθηματισμός του λαού υπερνίκησε τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. «Γι αυτό και πολλές φορές έχω πει», τονίζει, «πως δεν θα πρέπει ο ηγέτης να καθοδηγείται από τον λαό, αλλά να καθοδηγεί τον λαό. Γι αυτό και χρειάζεται αποφασιστικότητα και τόλμη, όταν οι συνθήκες υπαγορεύουν και επιβάλλουν να πάρεις αποφάσεις που μπορεί να μην είναι αρεστές αλλά να είναι ωφέλιμες».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Αναστασιάδη στη Σοφία Παπαδοπούλου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την τριμερή του Βερολίνου; Το ρωτώ αυτό όχι μόνο λόγω του δύσκολου παρελθόντος των διαπραγματεύσεων, αλλά και λόγω των συνεχιζόμενων προκλητικών δηλώσεων από Τούρκους αξιωματούχους αλλά και τις δυσκολίες που υπάρχουν στο εσωτερικό της τουρκοκυπριακής κοινότητας…
Απ.: Η δική μας πλευρά είναι και αποφασισμένη και με δεδομένη την πολιτική βούληση, να παραστεί στην τριμερή με την προοπτική να επιτύχουμε αυτό που υπήρξε συναντίληψη στις 9 Αυγούστου, κατά την άτυπη συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Οι προσδοκίες, από δικής μας πλευράς, βασισμένες πάντα στην πολιτική μας βούληση, θα πρέπει να θεωρούνται ελπιδοφόρες. Όμως υπάρχει επιφύλαξη. Όπως πολύ σωστά επισημάνατε, υπάρχουν μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα διαφορές, υπάρχουν οι παρεμβάσεις της Άγκυρας, που απέτρεψαν αυτές τις παραμέτρους να έχουν συμφωνηθεί ήδη από την επίσκεψη της κ. Λουτ, τον Σεπτέμβρη, και συνεπώς διατηρώ μια συγκρατημένη αισιοδοξία, που δεν αφορά την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά τις διεργασίες στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και τις παρεμβάσεις της Άγκυρας.
Ερ.: Η συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ σας προβληματίζει; Επηρεάζει τους ενεργειακούς σας σχεδιασμούς; Κι εν τέλει φοβάστε τυχόν κάποια στρατιωτική ενέργεια της Τουρκίας;
Απ.: Επιθυμία και πολιτική μας είναι η μη στρατιωτικοποίηση της προσπάθειας της Άγκυρας να τη μεταφέρει (τη διένεξη) προς αυτή την κατεύθυνση. Οι προκλήσεις είναι όντως μεγάλες, αλλά η θέση μας παραμένει μία: νηφαλιότητα, σωστοί χειρισμοί με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Είμαστε ήδη αρκετά θωρακισμένοι με τις συμφωνίες που έχουμε καταλήξει όσον αφορά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μας με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τον Λίβανο, με βάση τη Συνθήκη του Δικαίου για τη Θάλασσα και, συνεπώς, αυτό το οποίο η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει ως τετελεσμένο δεν παύει να είναι έκνομο και να παραμένει έκνομο σε αντίθεση της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για τη Θάλασσα.
Ερ.: Την Πέμπτη μιλήσατε για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, που εκφράστηκε μέσα από μια σειρά από μέτρα. Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους “ισχυρούς παίκτες”, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, είστε ικανοποιημένος από τη στάση που επέδειξαν στο Κυπριακό;
Απ.: Είμαστε ικανοποιημένοι όσον αφορά τη σαφή δήλωση ότι υποστηρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Πέραν τούτου, όμως, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν συσχετισμούς, επιδιώξεις, συμφέροντα. Όμως, πιστεύω ότι δεν θα επέτρεπαν ποτέ, ούτε η μία ούτε η άλλη (χώρα), να επαναληφθεί κάτι ανάλογο είτε του ΄74, είτε κάτι αναλόγου που συνέβη στη Συρία. Είναι εντελώς διαφορετικά τα δεδομένα. Ναι, στη Συρία επικαλούνται λόγους ασφάλειας, εδώ επικαλούνται λόγους υπεράσπισης των συμφερόντων, τάχα, των Τουρκοκυπρίων αποστερώντας το 44% από την Αποκλειστική μας Οικονομική Ζώνη, ζημιώνοντας την ίδια ώρα όχι μόνο τους Ελληνοκύπριους αλλά και τους Τουρκοκύπριους που επικαλούνται ότι έρχονται για να προασπίσουν. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι υπάρχει μια σύγκλιση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων όσον αφορά τη διαχείριση του φυσικού πλούτου. Τόσο (ως προς το) ότι η Κύπρος είναι και θα παραμείνει μέλος της Συνθήκης του Δικαίου της Θαλάσσης του 1982 όσο και ως προς τον επιμερισμό των τυχόν εσόδων. Υπάρχει μια αντίφαση από πλευράς Τουρκίας και μια παντελώς αδικαιολόγητη επεκτατική πολιτική […] Υπάρχει η εμπλοκή και συμφερόντων από πλευράς των μεγάλων χωρών αλλά και το Διεθνές Δίκαιο που δεν δίδει το δικαίωμα νομιμοποίησης στην Τουρκία έτσι ώστε να μπορεί να επιβάλλει με τη βία αυτά τα οποία επιδιώκει.
Ερ.: Είπατε ότι είστε κατά της στρατιωτικοποίησης της διένεξης. Στο νομικό πεδίο, ωστόσο, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τροχοδρομήσει νομικές ενέργειες. Ως προς ποια κατεύθυνση και έως πού θα φτάσουν;
Απ.: Μιλούμε για τα στοχευμένα μέτρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πρώτη φορά λαμβάνονται, παρά τις δυσκολίες που είχαμε στην υιοθέτηση λόγω των απειλών από πλευράς Τουρκίας με τις προσφυγικές ροές. Πιστεύω ότι είναι ένα μέτρο που παρεμποδίζει την ουσιαστική υλοποίηση των προθέσεων της Τουρκίας. Η παρουσία (σ.σ.τουρκικών σκαφών στην ΑΟΖ), βεβαίως, είναι κάτι που θέλει να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις γεωτρήσεις. Τα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον εταιρειών που συνεργάζονται -μέχρι στιγμής η τεχνογνωσία δεν υπάρχει, δεν σημαίνει όμως ότι δεν θα αποκτηθεί στο μέλλον- στρέφονται εναντίον προσώπων που μπορεί να βοηθούν τα τουρκικά σκάφη να διεκπεραιώσουν κάποιες εργασίες. Συνεπώς, αυτές οι δυσκολίες επιτρέπουν την άνεση χρόνου ή την παράταση μιας περιόδου κατά την οποία ελπίζουμε να υπάρξει καλή θέληση και πραγματική βούληση για λύση του κυπριακού προβλήματος· διότι με τη λύση του κυπριακού προβλήματος θα πρέπει να λυθεί και το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της νέας κατάστασης πραγμάτων, εάν κι εφόσον επιτύχουμε -κάτι το οποίο εμείς επιδιώκουμε- λύση του κυπριακού προβλήματος.
Ερ.: Στην Αθήνα συναντηθήκατε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Πώς είναι η συνεργασία σας με την ελληνική κυβέρνηση;
Απ.: Είναι το ίδιο άριστη, όπως και με την προηγούμενη κυβέρνηση. Θέλω να τονίσω ότι μετά το πραξικόπημα, η συνεργασία κυπριακής και ελληνικής κυβερνήσεως -της εκάστοτε ελληνικής κυβερνήσεως- υπήρξε πάντοτε άψογη. Υπάρχει πάντοτε συνεννόηση- προσυνεννόηση, κοινός σχεδιασμός, κοινές δράσεις- και θέλω να εκφράσω την απόλυτη ικανοποίησή μου από τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, τον φίλο Κυριάκο Μητσοτάκη, γιατί φαίνεται ότι προχωρούμε με τους ίδιους ακριβώς σχεδιασμούς και αντιλήψεις, με την ίδια στρατηγική στόχευση και με την απεριόριστη αλληλεγγύη της ελληνικής κυβέρνησης στις προσπάθειες που καταβάλλουμε.
Ερ.: Κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο σημεία της ομιλίας σας στην τελετή αναγόρευσής σας σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ. Είπατε πως “ηγέτης που θέτει υπεράνω του εθνικού καλού το πολιτικό κόστος του ιδίου είναι ανάξιος να κυβερνά” και πως “οι πολιτικές ηγεσίες θα πρέπει να ηγούνται και όχι να άγονται από τυχόν συναισθηματικές εξάρσεις του λαού”. Υπήρξαν στο παρελθόν περιπτώσεις που ο συναισθηματισμός αυτός του λαού υπερνίκησε τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού;
Απ.: Υπήρξαν περιπτώσεις αλλά εν πάση περιπτώσει δεν θέλω να σχολιάσω· ενδεχόμενα εύλογη και η φόρτιση που επηρεάστηκε και από στοιχεία λαϊκισμού. Θα πρέπει όσοι αγαπούμε την πατρίδα μας να μην αρεσκόμαστε μόνο σε συνθηματολογία. Χρειάζεται συγκροτημένη στρατηγική και αντιμετώπιση αναλόγου μεγέθους προβλημάτων που αντιμετωπίζει μια χώρα με τον κίνδυνο της οριστικής διχοτόμησης και τους άλλους σοβαρούς κινδύνους που αντιμετωπίζουμε. Γι αυτό και πολλές φορές έχω πει πως δεν θα πρέπει ο ηγέτης να καθοδηγείται από τον λαό, αλλά να καθοδηγεί τον λαό. Γι αυτό και χρειάζεται αποφασιστικότητα και τόλμη, όταν οι συνθήκες υπαγορεύουν και επιβάλλουν να πάρεις αποφάσεις που μπορεί να μην είναι αρεστές αλλά να είναι ωφέλιμες.
ΑΠΕ-ΜΠΕ