Όλα μπερδεύονται γλυκά στο μπουλούκι.
Ο θίασος επί σκηνής. Αυτοσχεδιασμοί, κορώνες, χαριεντισμοί κι ατάκες εκτός κειμένου.
Ότι θέλει ο καθείς, στις ρούγες της καθ’ ημάς Ανατολής.
Κι ο σκηνοθέτης ου μην ηγέτης αλλά ούτε ταξιθέτης!
Η περιδίνηση του θεάτρου συνεχίζεται κι ο θίασος ακίζεται. Ο σκηνοθέτης αδύναμος, εγκλωβισμένος στη δική του ανεπάρκεια, όμηρος της δίψας του για εξουσία επί σκηνής.
Της δικής του δίψας μα και του βοηθού του.
Το κοινό περιμένει με αγωνία τι θα πει κάποιος Παπαχρισταδόπουλος, κάποιος Αρνάκης κι ενίοτε κάποια Παπακωστάκη ή ένας Καραμανλαντώναρος ή και Σκαρπέτης…
Όλοι μαζί στη σκηνή. Μπουλούκι κανονικό.
Με φορεσιές σοβαροφάνειας, πασπαλισμένες με χρυσόσκονη από τα μικροπολιτικά υπόγεια που καλλιεργείται η φαιδρά πορτοκαλέα.
Το σενάριο είναι συγκεκριμένο.
Ο ηθοποιός που ο σκηνοθέτης αποκαλεί Μπούλη, αλλάζει συνεχώς φορεσιές.
Πότε βατραχάνθρωπος, πότε λοκατζής, πότε μακεδονομάχος…
Και βγάζει λόγους ως στρατηλάτης!
Το κοινό παραληρεί! Κι οι συνάδελφοί του στον θίασο καμαρώνουν που ο Μπούλης τους φέρνει λεφτά.
Μα υπάρχει κι ένα πρόβλημα. Ο Μπούλης θέλει ν’ ανακατεύεται παντού. Να κάνει αυτός κουμάντο. Να πουλάει μούρη παντού και πάντα. Να τους κάνει άνω κάτω.
Κάποια στιγμή που νιώθει ότι τον στενεύει η στολή του μακεδονομάχου, θυμώνει.
Απειλεί ότι θα φύγει από τον θίασο. Μα κανένας δεν τον πιστεύει.
Ώσπου, όλοι μαθαίνουν ότι πήγε σ’ ένα άλλο θίασο, όξω από δω. Στον οποίο σκηνοθέτης είναι ένας ψηλός, άχαρος, ξανθομάλλης φωνακλάς. Έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Είναι κι οι δυο πολυπράγμονες κι όπου ανακατεύονται τα κάνουν αιδοίο – καπέλο.
Αρχίζει, λοιπόν, να του αραδιάζει τις εμπνευσμένες ιδέες του για ένα διαφορετικό έργο που έχει στο μυαλό του. Και να του λέει ότι θα του χαρίσει λαγούς με πετραχήλια και θα φέρει μαζί του όποιους ηθοποιούς απαιτούνται. Υποκαθιστώντας τον σκηνοθέτη και τους άλλους ηθοποιούς του θιάσου.
Τα νέα φτάνουν στις καθ’ ημάς ρούγες της βαθιάς Ανατολής που ο θίασος δίνει παραστάσεις.
«Το και το, έκανε ο Μπούλης, μας έγραψε στα χοντρά του ούμπαλα»!!!
Οι ηθοποιοί δείχνουν να τα παίρνουν στο κρανίο. Αρχίζουν και τα χώνουν στον συνάδελφό τους. Δημοσίως, μπροστά στο κοινό που παρακολουθεί έκθαμβο.
Παγωμάρα! Αμηχανία!
Κάποιοι φωνάζουν «πίσα και πούπουλα στον Μπούλη».
Κάποιοι άλλοι λένε «τα λεφτά μας πίσω ρε νούμερα»!
Μερικοί φωνάζουν ότι πρέπει να πετάξουν έξω από το τρένο τον Μπούλη αφού εκείνοι έχουν λιώσει σόλες σε πορείες φωνάζοντας «έξω οι θίασοι του θανάτου» και δεν μπορεί εκείνος να τους κάνει νούμερα… Υπάρχουν κι εκείνοι που αναρωτιούνται ότι αν πετάξουν τον Μπούλη από το τρένο θα σταματήσουν τα λεφτά.
Κάποιοι τρίτοι προτείνουν… «να το συζητήσουμε, ρε παιδιά»…
Κι εκεί αρχίζουν οι ερωτήσεις του κοινού προς τους ηθοποιούς που παίζουν το έργο.
- Ποιος εξουσιοδότησε τον Μπούλη να πηγαίνει σε άλλα θέατρα και να χαρίζει τα δικά μας;
- Ποιος έδωσε το δικαίωμα στον ηθοποιό Μπούλη να υπερβαίνει τις όποιες αρμοδιότητές του και να κάνει ότι γουστάρει στον θίασο;
- Τα γνώριζε αυτά ο σκηνοθέτης;
- Τα γνώριζαν οι άλλοι ηθοποιοί του έργου;
- Αν τα γνώριζαν, συμφωνούν με τα λόγια εκτός σεναρίου;
Όχι, όχι, όχι! Δεν τα ξέραμε, απαντούν μ’ ένα στόμα… Στην πυρά ο Μπούλης! Μα το κοινό συνεχίζει να ρωτά τους ηθοποιούς επί σκηνής:
- Ο σκηνοθέτης ; Πού είναι ο σκηνοθέτης ν’ απαντήσει; Γιατί κατάπιε τη γλώσσα του;
- Μέχρι πότε ο σκηνοθέτης θα σχολιάζει μέσω κύκλων ενέργειες του ηθοποιού του Μπούλη;
- Σε ποιον σοβαρό θίασο δεν θα είχε πάει αμέσως σπίτι του ο ηθοποιός Μπούλης που μιλάει συνεχώς εκτός κειμένου κι αυτοσκηνοθετείται μη τυχόν βρει δουλίτσα κι αύριο;
Κάπου εκεί, μπήκε στην αίθουσα ο Ζουράρις.Κι είπε με στόμφο και κοροϊδευτικά ότι στη Θεσσαλονίκη θα κατέβει για δήμαρχος ο Ψωμιάδης!
- Σιγά τα ωά, του είπε ένας. Στη Γλυφάδα θα κατέβει η Βάνα Μπάρμπα!
Κι ύστερα έστρεψαν όλοι την προσοχή τους στη τηλεόραση.
– Σκάστε ρε! Μιλάει η Αυλωνίτου στον Αυτιά…