Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Καλοκαίρι του 1974. Η Ελλάδα «καπνίζει» από τις φωτιές της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Από τη Θράκη ως την Αθήνα, το Αιγαίο και την Κρήτη η περιπέτεια της Κύπρου γεμίζει οδύνη τις καρδιές των Ελλήνων.
Από την άλλη πλευρά, η έλευση της ελευθερίας μετά την επτάχρονη δικτατορία συνεγείρει, εκτός άλλων, τον Πολιτισμό και το τραγούδι. Οι εταιρείες δίσκων κάνουν χρυσές δουλειές εκδίδοντας δίσκους με πολιτικά τραγούδια. Ακόμη και τραγουδιστές που έσπευδαν να τραγουδούν στις φιέστες των συνταγματαρχών φορούν πια επαναστατικά αμπέχονα…
Ο Γιάννης Σπανός κι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι τότε δυο σπουδαίες και καταξιωμένες προσωπικότητες του τραγουδιού. Πλην όλων των άλλων που έχουν δημιουργήσει, έχουν συνεργαστεί ήδη δυο φορές με τους δίσκους:
- «Το Σαββατόβραδο»που κυκλοφόρησε το 1970 και είχε σπουδαία τραγούδια («Ο Τρελός» – Κόκοτας, «Μη καλέ μου μη», Κόκοτας , «Το Μαρικάκι», Μητσιάς, «Ξύπνησε η πόλη», Μοσχολιού, «Πειραιωτάκι», Μοσχολιού κλπ).
- «Μέρες αγάπης», που κυκλοφόρησε το 1973 («Ειβαλά», Γαλάνη, «Σ’ ευχαριστώ», Κόκοτας, «Βροχή και σήμερα», Γαλάνη, «Ήσουνα παιδί», Κόκοτας κλπ).
Εκεί, λοιπόν, μέσα στον ορυμαγδό του πολιτικού τραγουδιού, ο Μάτσας τους ζητά να κάνουν ένα δίσκο για τις φωνές του Καλατζή, του Πάριου και της Αλεξίου κι ίσως μιας πιτσιρίκας που λεγόταν Άννα Βίσση.
Ο Σπανός, στρώνεται στη δουλειά. Κάθεται μπροστά στο πιάνο του κι αρχίζει ως συνήθως να παίζει με τις ώρες ακαθόριστες μελωδίες. Δημιουργεί! Επάνω στο πιάνο ένα ανοικτό μαγνητοφωνάκι ηχογραφεί κάθε νότα του.
Κι αργότερα, όταν έφευγε ο οίστρος της δημιουργίας, άρχιζε το διάλεγμα των σημείων της μελωδίας που ήταν κατάλληλα για να γίνουν τραγούδια. Έτσι έγραψε σχεδόν όλα τα μεγάλα τραγούδια του ο σημαντικός αυτός συνθέτης.
Οι μελωδίες, λοιπόν, τελειοποιήθηκαν, γράφηκε κάθε μια σε μια κασέτα και έφτασαν στα χέρια του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Που έπρεπε να χωρέσει μέσα στα μουσικά μέτρα του Σπανού τις δικές του στιχουργικές εμπνεύσεις, τα δικά του λόγια.
Ο Παπαδόπουλος έγραψε μνήμες από τη παιδική του ηλικία. Τραγούδια αυτοβιογραφικά με «σκηνές» κι αναμνήσεις από την παιδική του γειτονιά, την «Οδό Αριστοτέλους». Όπως είχε κάνει και λίγα χρόνια πριν με τον «Δρόμο» σε μουσική Μίμη Πλέσσα.
Όταν ολοκληρώθηκαν στην πρωτόλεια μορφή τους τα τραγούδια κι ήρθε η ώρα της ενορχήστρωσης και ηχογράφησης, αποφασίστηκε από τον Σπανό και την εταιρεία ότι το τραγούδι που έδωσε και το τίτλο του δίσκου, «Οδός Αριστοτέλους» θα το πει ο Πάριος.
Μα εκεί άστραψε και βρόντηξε ο Παπαδόπουλος. Μιλάμε για τεράστιο καυγά! Επέμενε με το γνωστό ύφος που δεν επιδέχεται αντίρρηση να το πει η Χαρούλα Αλεξίου, ισχυριζόμενος ότι της ταιριάζει περισσότερο.
Ο Πάριος, νέος ακόμη, χωρίς δύναμη στα «θέλω» και στον λόγο του, δεν αντέδρασε. Έτσι, είπε η Χαρούλα το τραγούδι. Έχω τη βεβαιότητα ότι ήταν το τραγούδι που την καθιέρωσε –πέραν της καλής τραγουδίστριας- κι ως σημαντική ερμηνεύτρια.
Υπήρξε κι άλλο ζήτημα, τότε. Θεωρήθηκε ότι η παιδούλα Άννα Βίσση δεν μπορούσε να υποστηρίξει τα τραγούδια του δίσκου που προορίζονταν για εκείνη. Έτσι αποκλείστηκε από τον δίσκο. Κι η Χαρούλα Αλεξίου, από εκεί που θα έλεγε μόνο ένα τραγούδι (το ομότιτλο) βρέθηκε να ερμηνεύει τέσσερα. Το ένα καλύτερο από το άλλο, που έγιναν αιώνια προίκα της.
Η Βίσση έβαλε τα κλάματα. Ποτάμι τα δάκρυά της. Ο Γιάννης Σπανός με τη μειλιχιότητά του προσπάθησε να την ηρεμήσει. Της υποσχέθηκε ότι θα της γράψει άλλα τραγούδια και θα της τα δώσει. Τήρησε την υπόσχεσή του (πάντα τηρούσε τις υποσχέσεις του ο Γιάννης Σπανός), τρία χρόνια μετά. Όταν της έδωσε δύο τραγούδια για τον πρώτο προσωπικό της δίσκο (σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου) «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή», το 1977.
Στην «Οδό Αριστοτέλους», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1974, υπήρξαν τραγούδια αριστουργήματα. Είπα να φύγω, Πάριος. Και, Αλεξίου Αμανάμ, Καλατζής. Σαν την πικροδάφνη, Πάριος Μπουζουκομπαγλαμάδες, Καλατζής Γύριζαν τα τρένα, Αλεξίου. Κι ακαρτέρει, Καλατζής. Ήταν μια φορά, Πάριος. Το μεθυσμενάκι, Αλεξίου. Του γιαλού τα κύματα, Καλατζής, Μη με κοιτάς, Πάριος. Οδός Αριστοτέλους, Αλεξίου.
@ Οι στίχοι της Οδού Αριστοτέλους
Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου `ριχνα στα μάτια να πονάς
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ
Βγάζανε τα δίκοχα οι παλιοί φαντάροι
γέμιζ’ η πλατεία από παιδιά
κι ήταν ένα πράσινο, πράσινο φεγγάρι
να σου μαχαιρώνει την καρδιά
Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ
Η Αργυρώ που αναφέρεται στους στίχους, ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του ««Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους», αναφέρει: «Το ‘γραψα για τη γειτονιά μου. Στην οδό Αριστοτέλους ήταν το σχολείο μου, το «γήπεδο» της παρέας, η «λεωφόρος» για το τρεχαλητό και τα παιδικά παιχνίδια. Η Αργυρώ υπαρκτό πρόσωπο. Ένα αγοροκόριτσο, μαυριδερό και άσχημο, που έκανε χειρότερες ζαβολιές από τ’ αγόρια, ήταν πάντα ξυπόλητη κι έβριζε σαν χαμάλης»…
Κάτι τελευταίο: Κάθε φορά που ακούω την «Οδό Αριστοτέλους» συγκινούμαι από την τρυφερότητα και τη νοσταλγία των στίχων και της μελωδίας. Σφίγγεται η καρδιά και πάντα αναρωτιέμαι ένα και μόνο: Γιατί διάολε δεν γράφονται σήμερα τέτοια σπουδαία τραγούδια;