Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος
Το πρώτο τραγούδι του Μανώλη Χιώτη στη δισκογραφία ηχογραφήθηκε λίγο πριν την ιταλική επίθεση στην Ελλάδα και τον πόλεμο. Ο Χιώτης ήταν δεν ήταν τότε 18 ετών (γεννημένος στις 21 Μαρτίου 1920). Ήταν «Το χρήμα δεν το λογαριάζω» που ερμήνευσε ο Στράτος Παγιουμτζής. Αργότερα το είπε κι ο Μπιθικώτσης κι ο Νταλάρας και πολλοί άλλοι.
Αυτό το τραγούδι τον καθιέρωσε ως συνθέτη. Μέχρι τότε, όλοι ήξεραν τον πιτσιρικά Χιώτη ως δεξιοτέχνη του μπουζουκιού. Που έμαθε μόνος του να παίζει και πήρε σπουδαία μαθήματα από τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο αλλά και από τον Μπαγιαντέρα με τον οποίο είχαν κάνει δίδυμο κι εμφανιζόντουσαν σε διάφορα μαγαζιά.
Μετά την κατοχή ο Χιώτης έγινε ο μουσικός που προχώρησε το λαϊκό τραγούδι στην εποχή της δεξιοτεχνίας. Που άνοιξε νέους ορίζοντες και το «πάντρεψε» ακόμη και με λάτιν ρυθμούς ή και την ευρωπαϊκή τζαζ της εποχής, στην οποία πρωτοστατούσαν οι κιθαριές σουίνγκ του Γάλλου (ουσιαστικά ήταν Βέλγος τσιγγάνος) Django Reinhard. Τα τραγούδια του είχαν έντονο ρυθμό αλέγκρο σουίνγκ.
Τότε, μετά τον πόλεμο, ηχογραφεί το «Βουνό με βουνό», το «Για κοίτα μια γυναίκα».
Το 1948 ηχογραφεί το «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω», με ερμηνεία δική του και του Ανδρέα Σπαγγαδόρου. Τραγούδι που δεν υπάρχει τραγουδιστής και τραγουδίστρια που δεν το έβαλαν στο ρεπερτόριό τους και έτυχε δεκάδων επανεκτελέσεων.
Ο Χιώτης κάνει κάτι πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής. Στα τραγούδια του κρατά στέρεα τη λαϊκή τους βάση μα ταυτοχρόνως μέσω αυτών διεισδύει στο αστικό περιβάλλον «συμφιλιώνοντας» τους λαϊκούς καλλιτέχνες με τους μοντέρνους. Οι ακροατές του δεν είναι μόνο οι λαϊκοί άνθρωποι των φτωχών συνοικιών που αγαπούν τα μπουζούκια, αλλά κι οι μεγαλοαστοί. Ακόμη κι οι διανοούμενοι. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι οι παλιοί ρεμπέτες και λαϊκοί δημιουργοί τον κατηγορούν ότι εκφυλίζει το λαϊκό τραγούδι, επειδή το βάζει στα σαλόνια.
Κάπου εκεί, γράφει τον «Πασατέμπο». Ένα από τα πιο κλασικά χασάπικα του ελληνικού τραγουδιού. Οι στίχοι είναι του δημοσιογράφου Γιώργου Γιαννακόπουλου κι η πρώτη ερμηνεία από τους Στελάκη Περπινιάδη και Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Τραγούδι θρύλος!
Το είπε κι ο Παγιουμτζής κι η Ρόζα Εσκενάζυ κι ο Μπιθικώτσης κι ο Βαγγέλης Περπινιάδης κι ο Απόστολος Νικολαΐδης κι η Μαίρη Λίντα κι… όλοι οι Έλληνες τραγουδιστές.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Χιώτης κάνει την μεγάλη μουσική επανάσταση με δυο κινήσεις. Από τη μια προσθέτει μια χορδή ακόμη στο μπουζούκι, για να του προσδώσει ταχύτητα στην παραγωγή των ήχων, που δεν μπορούσε να αποδώσει το κλασικό μπουζούκι.
Κι από την άλλη κάνει το μπουζούκι να παίζει με ηλεκτρικό ρεύμα!
Και γίνεται χαμός. Από αντιδράσεις μουσικών και άλλων δεξιοτεχνών αλλά και από δέκτες της επανάστασής του.
Για να λέμε τα πράγματα ως έχουν, οφείλουμε να πούμε ότι το μπουζούκι με τέσσερις χορδές παιζόταν πειραματικά και παλαιότερα. Τόσο από τον δάσκαλο του Χιώτη, τον Στεφανάκη Σπιτάμπελο, όσο και από τον περίφημο Γιοβάν Τσαούς. Ο Χιώτης, όμως, ήταν αυτός που το εξέλιξε, το τελειοποίησε και το καθιέρωσε. Πήρε, μάλιστα και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Το ηλεκτρικό μπουζούκι άρχισε να το δοκιμάζει όταν εμφανιζόταν στο αριστοκρατικό κέντρο της εποχής, το Πιγκάλ. Δηλαδή, την περίοδο που έβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια.
Κι όταν πια το καθιέρωσε, άκουσε τις πιο βαριές κατάρες από παλιούς ρεμπέτες και λαϊκούς μουσικούς. Για χρόνια –ακόμη κι ως σήμερα- η «ιδεολογική» διαμάχη για το μπουζούκι και τον ήχο του δεν έχει τελειωμό.
Ο Χιώτης όμως, με την επανάστασή του βάζει όλο και περισσότερο το μπουζούκι στα αστικά σπίτια. Πολύ περισσότερο αφού επιλέγει ως βασική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του τη Μαίρη Λίντα. Κι ακόμη περισσότερο αφού μαζί της εμφανίζεται συστηματικά σε ταινίες του κινηματογράφου και μέσω αυτών κατακτά τις καρδιές όλης της Ελλάδας.
Καθιερώνει και κάτι ακόμη. Το ομοιόμορφο ντύσιμο των μουσικών στις ορχήστρες του.
Τις οποίες ενδυναμώνει ΚΑΙ με την προσθήκη πιανίστα, σαξοφωνίστα και βιολονίστα!
Ενώ ο ίδιος έπαιζε πάντα όρθιος!
Έκτοτε, όλη του η ζωή κινείται ανάμεσα στην Ελλάδα και σε μεγάλες περιοδείες σε Ευρώπη και Αμερική. Στη δε Αμερική έμεινε πολλά χρόνια. Εκεί γνώρισε και τον Τζίμη Χέντριξ.
Είναι γνωστή η εκτίμηση που είχε ο Τζίμη Χέντριξ στον Μανόλη Χιώτη, τον οποίο θεωρούσε ως τον κορυφαίο σολίστα του πλανήτη.
Ο Χιώτης έπαιζε μπουζούκι (1965, Σικάγο) σε γειτονικό κέντρο στο οποίο εμφανιζόταν ο σπουδαίος Αμερικανός κιθαρίστας . Εκεί γνωρίστηκαν, εκεί πήγαινε συχνά ο Χέντριξ και άκουγε τους «παπάδες» που έκανε ο Χιώτης με το μπουζούκι του.
Όταν, πολλά χρόνια μετά βγήκε σε δημοπρασία το μουσικό αρχείο του Τζίμη Χέντριξ, βρέθηκε σ’ αυτό ένα μη αγγλόφωνο τραγούδι. Ήταν ηχογραφημένο από μια ζωντανή εμφάνιση του Χιώτη στο Σικάγο.
Το τραγούδι είχε τίτλο «Την έδιωξα κι όμως την αγαπώ», σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική του Χιώτη, που τραγούδησε ο Καζαντζίδης και στο οποίο ο συνθέτης έκανε ένα υπέροχο μουσικό σόλο.
Για την ιστορία: Ο Τζίμη Χέντριξ ηχογραφούσε ότι άκουγε και του άρεσε, σ’ ένα μικρό μαγνητόφωνο με πομπίνα, που είχε σχεδόν πάντα μαζί του όταν πήγαινε σε μικρά κλαμπ ή και συναυλίες. Κι ύστερα τα μελετούσε με προσοχή.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Θεοδωράκης ζητά επιτακτικά από την δισκογραφική εταιρεία Columbia να παίξει μπουζούκι ο Χιώτης στα έργα του. Θέλει να ηχογραφήσει τον «Επιτάφιο», τους «Λιποτάκτες», το «Αρχιπέλαγος» και την «Πολιτεία». Ειδικά στη τελευταία θα συνυπήρχαν στον δίσκο οι Καζαντζίδης και Μπιθικώτσης. Μα ο Χιώτης αρχικά αρνείται!
Κι έχει πει σε συνέντευξή του, τότε, στο περιοδικό «Πρώτο»: «Ήρθε και με βρήκε ο Θεοδωράκης μαζί με εκπροσώπους της Columbia και μου ζήτησε να παίξω στον Επιτάφιο του. Στην αρχή αρνήθηκα, όμως, όταν άκουσα τη μουσική του, όχι μόνο δέχτηκα αλλά και μετάνιωσα γιατί αρνήθηκα. Ο Θεοδωράκης είναι μεγαλοφυΐα. Συνειδητοποίησε στην πιο κατάλληλη στιγμή, την έκφραση του λαϊκού μας τραγουδιού και την απέδωσε».
Κι ο Θεοδωράκης, όμως, είπε για ποιον λόγο επέμενε να παίξει ο Χιώτης στα τραγούδια του. Στο ντοκιμαντέρ του Αντώνη Κατσίτα για τη ζωή και το έργο του Μανώλη Χιώτη:
«Ήτανε για μένα ένα όνειρο να μπορέσω να συνεργαστώ μαζί του. Γνωριστήκαμε με το Χιώτη στο μικρό στούντιο που είχε στην οδό Λυκούργου η εταιρεία του Λαμπρόπουλου. Φυσικά σιγά-σιγά ο Χιώτης επειδή ήτανε πολύ, πάρα πολύ μουσική φύση, ιδιοφυία θα λέγαμε, ήταν μέγας δεξιοτέχνης, μου ‘κανε εντύπωση πως αλλάζαμε τους τόνους, από μι ματζόρε, αμέσως, ρε ματζόρε, αμέσως ή τα ακόρντα και είχε μια τεράστια ευχέρεια στους αυτοσχεδιασμούς, αλλά όταν έμπαινε στο στούντιο μέσα ήταν ακριβής σαν ένας μετρονόμος. Ακριβής. Είχε, βέβαια και το… ο πρώτος που είχε το ηλεκτρικό μπουζούκι και νομίζω ότι κι αν λέμε, ακούγοντας τώρα τους παλιούς δίσκους, βλέπει κανείς ότι έχει μια καθαρότητα του ήχου. Ότι έκαναν τώρα οι καινούριοι μ’ όλα τα μηχανήματα δεν έφτασαν στο ύψος εκείνων των ηχογραφήσεων, που οφείλονται, εν πολλοίς και εις τον Χιώτη. Και εκεί ακριβώς φάνηκε η άλλη πλευρά του Χιώτη.
Ένας Χιώτης ο οποίος μπορούσε να κάνει οτιδήποτε στη μουσική».
Ο Χιώτης είναι ο αριστοκράτης – επαναστάτης του λαϊκού τραγουδιού.
Τεράστιος μύθος του!
«Έφυγε», σε ηλικία μόλις 50 ετών, ανήμερα των γενεθλίων του. Κι έχω τη βεβαιότητα ότι θα μνημονεύεται στον αιώνα τον άπαντα…
Ως επίλογο καταγράφω δέκα σπουδαία τραγούδια του που θεωρώ ότι κι ο ίδιος θα επέλεγε να καταγράψει μεταξύ των κορυφαίων που έγραψε: Εγώ το πλουσιόπαιδο (1952), Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης, ερμηνεία Λουκάς Νταράλας, Απόψε φίλα με (1955), Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης, ερμηνεία Στέλιος Καζαντζίδης, Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα (1956), Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης, ερμηνεία Στέλιος Καζαντζίδης, Πολλές φορές (1956) Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης, ερμηνεία Μαίρη Λίντα, Ηλιοβασιλέματα (1958) Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ερμηνεία Στέλιος Καζαντζίδης – Μαρινέλλα, Αφού το θες (1958), Στίχοι: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία Μαίρη Λίντα, Περασμένες μου αγάπες (1959) Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ερμηνεία Μαίρη Λίντα, Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω (1946), Στίχοι: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία Ανδρέας Σπαγγαδόρος. Δεν θέλω πια να ξαναρθείς (1961). Στίχοι: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία Μαίρη Λίντα, Μοιάζεις κι εσύ σαν θάλασσα (1961) Στίχοι: Μανώλης Χιώτης, ερμηνεία Μαίρη Λίντα,