Για τη μάχη στο Πλατύ της 20 Οκτ. 1912 Ο Σπ. Μελάς έγραψε:
«[…] Υπάρχουν μπροστά στο Πλατύ δύο γεφύρια του ποταμού Λουδία – Καρά Ασμάκ, όπως τον λέγανε οι Τούρκοι- το ένα σιδηροδρομικό, σιδερένιο μάκρος εκατόν ογδόντα μέτρα, και σε κάμποση απόσταση άλλο ξύλινο, που περνάει ο δημόσιος δρόμος. Αυτά τα γεφύρια τα είχε πιάσει ο εχθρός με δύναμη ως εφτά χιλιάδες.
Ο αγώνας άρχισε τότε δυνατός. Κάτω από τις πρώτες πετυχημένες βολές του πυρoβoλικού μας, τα δυο τάγματα και οι αντάρτες αναπτύχτηκαν και ζύγωναν τις τούρκικες θέσεις. Στη φωτιά τους, όμως, απάντησαν αμέσως τα εχθρικά πολυβόλα, και, για πολύ ώρα σχεδόν, μονομαχούσαν οι καταστρεπτικές αυτές μηχανές, ώσπου η νίκη έκλινε, τέλος, προς το μέρος των δικών μας. Οι Τούρκοι λυγίζουν, αρχίζουν να φεύγουν, το πυροβολικό τούς θερίζει.
Η σιωπή των πολυβόλων εμπνέει θάρρος στους Τούρκους, που επιχειρούν έφοδο για να ξαναπάρουν το γεφύρι και σύγχρονα το πυροβολικό τους, από τη νέα θέση που είχε αποτραβηχτεί χτυπάει µ’ εκρηκτικές οβίδες το χωριό Πλατύ, που σε λίγο αρχίζει να καίγεται.
Ο αγώνας στο γεφύρι, που στην άλλη άκρη του έχουνε φτάσει µερικοί τολµηροί νιζάµηδες, αποκορυφώνεται, το νερό βράζει, χοχλάζει από τις πυκνές βολίδες από τους οχτώ πολυβολητές µας οι τρεις σωριάζονται κάτω, κίνδυνος υπάρχει να επικρατήσει ο εχθρός. Την κρίσιµη εκείνη στιγµή, οι δυο σκοπευτές των πολυβόλων, µπρος στον κίνδυνο να χάσουν το γεφύρι, αψηφούν τις σφαίρες που πέφτουν χαλάζι, σέρνονται µε χέρια και πόδια ως το ποτάµι, παίρνουν νερό, δροσίζουν τα πολυβόλα και µε µια ταινία των διακοσίων πενήντα φυσεκιών ξυραφίζουν βολή µε βολή την αντικρυνή όχθη, ενώ τον ίδιο καιρό τα ευζωνάκια ορµούν µε αλαλαγµούς µαζί µε τα τάγµατα του Καραγιαννόπουλου.
Οι Τούρκοι αποδεκατίζονται τώρα, πετούν και αφήνουν τα πάντα. πολλοί και τα όπλα τους. Το πυροβολικό της µεραρχίας ξεπροβοδίζει πολύ άσχηµα µε βολή προοδευτική τους εχθρούς που φεύγουν, το πεζικό τους παίρνει κατά πόδι, περνώντας το γεφύρι. Το κυνηγητό δεν έπαψε παρά µονάχα σαν νύχτωσε και η µεραρχία είχε φτάσει έντεκα χιλιόµετρα µπροστά, στο χωριό Κιρτζιλάρ [Άδενδρο], µαζεύοντας στο δρόµο ντουφέκια, φυσέκια, οβίδες, σκηνές και άλλα λάφυρα […]». ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ 20/10/2019 / mosio@otenet.gr