Ένας βασικός παράγοντας για τη βελτίωση του πιστωτικού προφίλ της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια είναι η πρόοδος που σημειώθηκε στις μεταρρυθμίσεις βάσει του προγράμματος προσαρμογής, οι οποίες συμφωνήθηκαν με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας, αναφέρει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s στην ανακοίνωσή του για την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου κατά δύο βαθμίδες, στο Β1 με σταθερή προοπτική, από Β3 με θετική προοπτική.
«Αν και η πρόοδος διακοπτόταν κατά καιρούς, με τους στόχους να καθυστερούν ή να μην επιτυγχάνονται, η αναπτυξιακή δυναμική φαίνεται να είναι όλο και περισσότερο εμπεδωμένη, με καλές προοπτικές περαιτέρω προόδου και χαμηλό κίνδυνο αναστροφής», σημειώνει ο οίκος. Κατά την άποψη του Moody’s, η συνεχιζόμενη μεταρρυθμιστική προσπάθεια αρχίζει να αποφέρει σταδιακά καρπούς στην οικονομία.
Η ελληνική οικονομία, αναφέρει, έχει γίνει σημαντικά πιο ανοικτή τα τελευταία χρόνια, με τις εξαγωγές να ανέρχονται τώρα στο 37% του ονομαστικού ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο του 2018 από 22% το 2010.
Η ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά, λόγω της σημαντικής μείωσης του κόστους εργασίας και οι εξαγωγές τόσο των προϊόντων όσο και των υπηρεσιών επιταχύνθηκαν γοργά το 2018.
Ο οίκος αναφέρει ακόμη ότι οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αρχίζουν να αντανακλώνται σε ισχυρή αύξηση της απασχόλησης, με ρυθμό 2% ή παραπάνω τα τελευταία τρία χρόνια.
Για τις μεταρρυθμίσεις, ο Moody’s σημειώνει ότι ενισχύονται το τελευταίο διάστημα και αποτελούν θετικό βήμα για να φέρουν ξένη τεχνογνωσία, κεφάλαια και επενδύσεις καθώς και για να βελτιώσουν τον ανταγωνισμό στις εγχώριες αγορές.
Το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν παρουσιάσει νέες προτάσεις για την επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού τομέα, οι οποίες – αν εφαρμοσθούν – θα μπορούσαν να αποτελέσουν μία σημαντική παράμετρο για την πιο επιθετική αντιμετώπιση της βασικής αδυναμίας των τραπεζών, προστίθεται.
Η θετική αξιολόγηση του Moody’s γίνεται παρά κάποιες πρόσφατες κυβερνητικές αποφάσεις που δεν ήταν πλήρως εναρμονισμένες με τις δεσμεύσεις, αναφέρει ο οίκος, προσθέτοντας: «Ιδιαίτερα, την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% που υπερβαίνει τη σύσταση της ομάδας ειδικών για αύξηση 5-10% και θα βλάψει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, εάν μεταφρασθεί πιο γενικά σε μεγάλες αυξήσεις μισθών.
Επίσης, η πρόσφατη δεύτερη έκθεση μεταμνημονιακής αξιολόγησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι παρά τη συνολικά καλή πρόοδο, η Ελλάδα έχει καθυστερήσει στην υλοποίηση ορισμένων δεσμεύσεων της, και οι συζητήσεις για τη σημαντική αναθεώρηση του πτωχευτικού νόμου για τα νοικοκυριά (του λεγόμενου νόμου Κατσέλη) συνεχίζονται.
Η συνέχιση της καθυστέρησης «θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την υπεσχημένη μεταβίβαση περίπου 1 δισεκ. ευρώ στην Ελλάδα». Παρά ταύτα, o Moody’s θεωρεί ότι είναι χαμηλός ο κίνδυνος σημαντικής αναστροφής των ήδη υλοποιημένων μεταρρυθμίσεων, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών που θα γίνουν το αργότερο τον Οκτώβριο. «Τα περισσότερα πολιτικά επώδυνα μέτρα έχουν ήδη υλοποιηθεί, με την οικονομία να δείχνει τελικά ενδείξεις ανάκαμψης, περιορίζοντας τα κίνητρα για κάθε μελλοντική κυβέρνηση να υπονομεύσει τα κέρδη που αποκτήθηκαν τόσο δύσκολα. Η συνεχιζόμενη εποπτεία από τους πιστωτές θα περιορίσει περαιτέρω τον κίνδυνο αναστροφής των μεταρρυθμίσεων», σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν, συνεχίζει ο Moody’s, έχουν επιτρέψει στην Ελλάδα να επιτύχει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή τα τελευταία λίγα χρόνια, με υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και πλεονάσματα στο σύνολο του προϋπολογισμού τα τρία τελευταία χρόνια.
«Υπήρχε υπέρβαση και με μεγάλο περιθώριο των στόχων που είχαν συμφωνηθεί με τους πιστωτές της Ελλάδας στην Ευρωζώνη από το 2015. Ένα σημαντικό μέρος της δημοσιονομικής βελτίωσης οφείλεται σε διαρθρωτικά μέτρα που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια του τρίτου προγράμματος προσαρμογής που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018, περιλαμβανομένων σημαντικών μεταρρυθμίσεων στις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη καθώς και προσπάθειες να συγκρατηθούν οι μισθολογικές δαπάνες και η απασχόληση του δημοσίου». Ο Moody’s θεωρεί επίσης θετική τη δημιουργία της ΑΑΔΕ(Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων) στις αρχές του 2017, η οποία έχει επιτύχει ήδη σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Μία σημαντική συμβολή στη συνολική δημοσιονομική επίδοση προήλθε από τις δαπάνες για τόκους, οι οποίες μειώθηκαν πάνω από 16% μετά το 2015, χάρη στα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πρόσφερε η Ευρωζώνη. «Ακόμη και αν υποθέσουμε κάποια χρηματοδότηση από την αγορά με υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον, οι δαπάνες για τόκους θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές σταθερές τα επόμενα χρόνια, περίπου στο 3% του ΑΕΠ. Όλα αυτά τα μέτρα δίνουν εμπιστοσύνη ότι μπορούν να διατηρηθούν τα επόμενα χρόνια οι πρόσφατες ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας».
Η πρόσφατη δημοσιονομική σταθεροποίηση, σημειώνει ο οίκος, υποστηρίζεται από το πακέτο ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκε με τους πιστωτές της Ελλάδας στην Ευρωζώνη τον περασμένο Ιούνιο, το οποίο περιορίζει σημαντικά τις αποπληρωμές του ελληνικού χρέους για την επόμενη δεκαετία και παραπέρα. Το πακέτο αυτό, σε συνδυασμό με τη συνέχιση ισχυρών δημοσιονομικών επιδόσεων, θα διασφαλίσει ότι οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες της Ελλάδας θα είναι χαμηλές τα επόμενα χρόνια, περίπου στο 10% του ΑΕΠ έως το 2032. Επιπλέον, οι πιστωτές της Ευρωζώνης δεσμεύθηκαν να επανεξετάσουν το προφίλ χρέους της Ελλάδας ξανά το 2032 και να παράσχουν περαιτέρω ελάφρυνση, αν χρειάζεται. «Καμία άλλη χώρα δεν επωφελείται από αντίστοιχο επίπεδο στήριξης».
Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε με επιτυχία στις διεθνείς αγορές ομολόγων, σημειώνει ο Moody’s. «Τα έσοδα από την έκδοση αυτή, μαζί με ένα ταμειακό απόθεμα 26,8 δισ. ευρώ που αντιστοιχούσε στο 14,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2018, προσφέρουν ένα σημαντικό μαξιλάρι για τα χρεολύσια μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, συνολικού ύψους 22 δις. ευρώ, τα επόμενα τρία χρόνια. Η βιωσιμότητα του χρέους είναι σημαντικά ενισχυμένη μεσοπρόθεσμα, με το ποσοστό του δημόσιου χρέους να μειώνεται ακόμη και με τις τυπικές υποθέσεις πίεσης του Moody’s. Στο βασικό σενάριο του οίκου, το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα είναι κάτω από το 167% το 2020 έναντι 181% πέρυσι. Ο Moody’s προβλέπει μία περαιτέρω μείωση του στο 154% το 2022, με την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα».
Η «σταθερή» προοπτική εξισορροπεί τον σχετικά χαμηλό κίνδυνο δημοσιονομικής αναστροφής ή αναστροφής της πολιτικής σε σχέση με την περιορισμένη ανοδική τάση του πιστωτικού προφίλ της Ελλάδας. «Παρά τις σημαντικές βελτιώσεις έως τώρα, οι πιστωτικοί δείκτες της Ελλάδας είναι πιθανό να συνεχίσουν να αντιστοιχούν σε μία αξιολόγηση στην κατηγορία Β τα επόμενα χρόνια, αν δεν υπάρξουν σημαντικές, απροσδόκητες, περαιτέρω βελτιώσεις στη θεσμική ισχύ της χώρας και στην οικονομική της επίδοση. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης θα παραμείνουν χαμηλές, αν δεν επιταχυνθούν σημαντικά οι επενδύσεις», αναφέρεται.
Ο Moody’s σημειώνει ότι το αξιόχρεο θα μπορούσε να αναβαθμισθεί, αν προκύψει μία μεταρρυθμιστική κυβέρνηση από τις επικείμενες εκλογές και εφαρμόσει μία ξεκάθαρη και αξιόπιστη ατζέντα για περαιτέρω φιλικές στην ανάπτυξη οικονομικές πολιτικές. Μία θετική αξιολόγηση θα απαιτούσε, επίσης, ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ και σημαντική βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα.
Αντίθετα, το αξιόχρεο θα μπορούσε να υποβαθμισθεί, αν γινόταν σαφές ότι έχει εξατμισθεί η μεταρρυθμιστική δυναμική, με την αναστροφή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ή με τη λήψη άλλων μέτρων πολιτικής που οδηγούν σε σημαντικά πιο αδύναμα δημοσιονομικά αποτελέσματα ή θέτουν σε κίνδυνο τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που αποκτήθηκαν δύσκολα και τις θεσμικές βελτιώσεις. «Ο Moody’s θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην πολιτική της επόμενης κυβέρνησης για την απασχόληση στο δημόσιο, δεδομένης της σημασίας για τη δημιουργία μίας λιγότερο πολιτικοποιημένης δημόσιας διοίκησης», σημειώνεται.
ΑΠΕ-ΜΠΕ