Το τοπίο πλέον ξεκαθαρίζει μετά όσα συνέβησαν κι ακούστηκαν στη ΔΕΘ.
Ο μεν πρωθυπουργός συνοδεία χιλιάδων αστυνομικών και βροχή χημικών, έδειξε ότι νοιάζεται μόνο για την εικόνα της επόμενης ημέρας. Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αφού πρώτα περπάτησε χωρίς συνοδεία σε όλη την πόλη, ξεδίπλωσε ένα σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος.
Ο μεν Αλέξης Τσίπρας απευθύνθηκε σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο που επιχείρησε να περιχαρακώσει, ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλη την ελληνική κοινωνία.
Ας μη γελιόμαστε.
Ο Αλέξης Τσίπρας ούτε είχε ποτέ ούτε έχει και τώρα ένα συγκεκριμένο και συγκροτημένο σχέδιο για την Ελλάδα. Κι είναι ολοφάνερο ότι το μόνο στο οποίο στοχεύει είναι να μην έχει αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία, με ταυτόχρονη εξασφάλιση δικών του ποσοστών που θα τον καταστήσουν ενεργό παίκτη της μετεκλογικής περιόδου και ρυθμιστή της προεδρικής εκλογής του 2020.
Από την πλευρά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι είναι ένας σύγχρονος –πατριώτης πολιτικός που συγκεντρώνει πολλά πλεονεκτήματα συγκριτικά με τον πρωθυπουργό. Τόσο σε επίπεδο μόρφωσης, κατανόησης των πραγματικών προβλημάτων στην Οικονομία όσο και σε επίπεδο πολιτικής φιλοσοφίας που δεν είναι βασισμένο στην απλή διαχείριση, στους φόρους και στα χαράτσια αλλά σε ένα μείγμα καθαρά αναπτυξιακό σε πλαίσια σοβαρού ανταγωνισμού.
Η μεγάλη τους διαφορά αποτυπώνεται εύγλωττα με το απόφθεγμα του Κουάνγκ Τσέου: Αν προσφέρεις ένα ψάρι σ’ έναν άνθρωπο θα φάει μια φορά. Αν του δώσεις και δεύτερη θα φάει και δεύτερη. Αν όμως τον μάθεις να ψαρεύει θα τρώει σε όλη του τη ζωή!
Μια άλλη μεγάλη διαφορά τους είναι οι αναφορές τους. Ο μεν Αλέξης Τσίπρας διχάζει και συνεχώς παρελθοντολογεί επειδή η πόλωση και η σφοδρές αντιπαραθέσεις θεωρεί ότι τον ευνοούν ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά με επιχειρήματα αναπτύσσοντας μοντέλα ανάπτυξης, σοβαρών μεταρρυθμίσεων και καινοτόμων λύσεων που θα ευνοήσουν το σύνολο.
Παρ’ όλα αυτά ο δρόμος προς τις εκλογές δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Όχι μόνο επειδή έχει ως αντίπαλο έναν πολιτικό που είναι θρασύτατος και δεν διστάζει να κάνει το άσπρο –μαύρο, όχι μόνο επειδή δεν είναι σίγουρο ότι θα απαλλαγεί από βαρίδια του κόμματός του μέσω της λαϊκής ψήφου. Αλλά κι επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ παρά την παταγώδη αποτυχία του εξακολουθεί και διατηρεί εκλογικό ποσοστό που κυμαίνεται (με τις αναγωγές των δημοσκοπήσεων) κοντά στο 25%. Από αυτό το ποσοστό, το μεγαλύτερο τμήμα εξαρτάται από τις κρατικές δαπάνες. Κι αυτοί δεν έχουν ή δεν θέλουν να πειστούν ότι το εισόδημά τους εξαρτάται ευθέως από την ικανότητα ή όχι του ιδιωτικού τομέα να το παράγει. Χώρια όλους εκείνους που συνειδητά απέχουν από τις πολιτικές εξελίξεις και την ψήφο.
Άρα, όσες διαφορές κι αν καταγράφονται, όση υπεροχή κι αν διαθέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πολλά θα κριθούν ακόμη κι από αστάθμητους παράγοντες. Ακόμη και από πόσα κόμματα θα εισέλθουν στη νέα Βουλή.