Έχουν πλάκα οι ιστορίες στην Αριστερά και στην Κεντροαριστερά.
Ο Τσίπρας κι οι δικοί του προώθησαν τον Κασσελάκη για να κάνει την βρόμικη δουλειά και να διώξει εκείνους που νόμιζε (αν) ότι τον υπονόμευσαν κι έχασε. Ο Κασσελάκης πράγματι έκανε τη δουλειά. Μα δεν έμεινε εκεί. Τρύπωσε κι είπε να συνεχίσει, με αποτέλεσμα να αντιδρούν πια εκείνοι που τον στήριξαν και παίρνουν σειρά για στεγνό καθάρισμα. Εξ ου κι οι αντιδράσεις κι η κινητοποίηση της ομάδας Τσίπρα δια στόματος Γεροβασίλη.
Ταυτοχρόνως, όλοι αυτοί, με γραβάτες ή μη, βγαίνουν σε πάνελ, σε πολιτικές συζητήσεις ή σε αντιπαραθέσεις και ουσιαστικά δεν λένε τίποτα. Παρακολουθούσα χθες το πρωί στην ΕΤ1, έναν καθηγητή Φαραντούρη να μιλάει ατέρμονα και να μη λέει … τίποτα! Μιλάμε απόλυτο κενό. Μπλα μπλα μπλα….
Την ίδια ώρα, κάποιοι άλλοι στον ίδιο πολιτικό χώρο, αναζητούν τον άνθρωπο που θα νικήσει τον Μητσοτάκη. Κι εκεί τα ίδια. Λόγια, λόγια, λόγια και ουτοπίες! Χωρίς ίχνος αυτοκριτικής και χωρίς κανέναν προβληματισμό αναφορικά για ποιον λόγο οι απόψεις τους δεν ενδιαφέρουν πια τα μεγάλα πλειοψηφικά κοινωνικά ρεύματα. Ουδείς σκέφτηκε να θέσει το ερώτημα γιατί δεν αρέσουν; Ουδείς σκέφτηκε να βάλει στο τραπέζι ότι δεν είναι θέμα ΜΟΝΟ προσώπου. Άλλωστε τέτοιο χαρισματικά επικοινωνιακό πρόσωπο είχαν, τον Τσίπρα, μα αυτά που έκανε και έλεγε τον κατέστησαν ανέκδοτο.
Αλήθεια, αν αφαιρέσεις από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά τον καταγγελτικό τους λόγο, τι μένει; Πολύ περισσότερο που αυτός ο λόγος είναι σχεδόν ίδιος εδώ και 50 χρόνια; Τι προτείνει σήμερα η Αριστερά; Πορείες, φασαρία, αερολογίες και από …τηγανίτα τίποτα.
Την ίδια στιγμή, ο Μητσοτάκης καθημερινά δρα και παράγει. Δεν μένει αδρανής. Είναι δίπλα σε αγρότες όπως μπορεί. Δίπλα σε ευπαθή νοικοκυριά και συνταξιούχους, όπως μπορεί. Παρεμβαίνει θεσμικά αδιαφορώντας πολλές φορές για το πολιτικό κόστος και κυρίως διευκολύνει με την ψηφιακή μετάβαση τους πολίτες στην καθημερινότητά τους. Ακόμη και σε τομείς που έχει μέτριες επιδόσεις, (ασφάλεια, Υγεία) η κυβέρνηση Μητσοτάκη νιώθεις ότι έχει κάτι να πει που αφορά την πραγματικότητα και όχι ουτοπία ή παλαιολιθικά συνθήματα τύπου… νόμος είναι το δίκιο του εργάτη και άλλα γραφικά.
Να πούμε και το πιο χαρακτηριστικό; Ο Μητσοτάκης αλλάζει κι αναδιανέμει την ανάπτυξη από τη βάση προς τα επάνω –και πολύ καλά πράττει- κι η Αριστερά δεν μπορεί να ακολουθήσει, πνιγμένη στα θολά νερά των ιδεοληψιών της. Ο Μητσοτάκης στέλνει ότι περισσεύει από τα δημοσιονομικά στην κοινωνία (αυξήσεις μισθών, συντάξεων, φορολογικές ελαφρύνσεις, στήριξη νοικοκυριών έναντι της ακρίβειας) κι η Αριστερά ψάχνει… μέτωπα πλέριας δημοκρατίας κι εκείνον που θα τον νικήσει. Αντιπαραθέτει ουτοπία, μιζέρια, ανερμάτιστες κι ανέξοδες υποσχέσεις, στηρίζει τη γελοιότητα του συνδικαλισμού και γενικά εκείνους που αποτελούν φορείς της ακινησίας. Στην μάχη, ανάμεσα στην κοινωνία που θέλει να συναντήσει το μέλλον κι ανάμεσα στην οπισθοδρομική Αριστερά, νικά η κοινωνία. Ακόμη κι αν κάποιοι σταλινοφασίστες κατεβάζουν τους διακόπτες για να μη σπουδάζουν τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων, που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών.
Ναι είναι κατανοητό, ότι όντως είναι βαρύ να μη μπορούν η Αριστερά κι Κεντροαριστερά να ταυτιστούν και συμπορευθούν με την εποχή, ειδικά αφού μια ζωή συνθηματολογούν ουτοπικά. Όμως, ακόμη κι αν βρουν εκείνον που θα νικήσει τον Μητσοτάκη, θα χρειάζεται πρωτίστως ν’ αλλάξουν την προβιά της ουτοπικής μιζέριας τους.