Ακούστε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία που φανερώνουν πολλά για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, δυο ακριβώς χρόνια από τις εκλογές του 2019 που έφεραν τη Νέα Δημοκρατία στην αρχή του τόπου:
Η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, δυο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, είχε αποδοχή 18% και αρνητικές γνώμες 81,1%.
Η κυβέρνηση Σαμαρά, δυο χρόνια μετά τις εκλογές από τις οποίες ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, είχε 36% θετικές γνώμες και 63,2% αρνητικές.
Η κυβέρνηση Τσίπρα, δυο χρόνια μετά την παραλαβή του τιμονιού της χώρας, είχε 13% θετικές γνώμες και 86,4 αρνητικές!
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στο ίδιο διάστημα έχει 54% θετικές γνώμες και 46% αρνητικές!
Αυτό το πολιτικό δεδομένο είναι πρωτόγνωρο, τουλάχιστον για τα τελευταία 20 χρόνια. Κι οφείλεται σε δυο σημαντικούς παράγοντες:
Α. Στην πολιτική παντοδυναμία του Μητσοτάκη και το έργο της κυβέρνησής του σε ότι αντιμετώπισε, που δεν ήταν λίγα. Σε συνδυασμό με τις επιχειρούμενες βαθιές τομές –μεταρρυθμίσεις στις οποίες συναινεί η πλειοψηφία της κοινωνίας.
Β. Στο ότι οι Έλληνες έπαθαν και προφανώς –κατά τα φαινόμενα- έμαθαν.
Αν επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε κι αναλύσουμε την περίπτωση Μητσοτάκη και το πώς κατέστη κορυφαίος κι αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, δεν θα πρέπει να ξεκινήσουμε ούτε το 2016 που εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, ούτε στο 2019 που έγινε πρωθυπουργός. Θα πρέπει να πάμε πίσω, στα 2015, στην εποχή της συγκυριακής νίκης της λαϊκίστικης Αριστεράς με την συνδρομή και συμμετοχή των τυχοδιωκτικών τάσεων της Δεξιάς. Τότε, αρχικά, έγινε πίστη στην κοινωνία ότι χρειάζεται κάτι διαφορετικό, με γνώση, μέτρο και προοπτική. Τότε κι ολόκληρη την εν συνεχεία περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με την Δεξιά συνιστώσα του, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να κυριαρχήσει ο Μητσοτάκης, τόσο στο κουρασμένο κόμμα του, όσο κι εν συνεχεία στην πολιτική σκηνή.
Ας μη ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η Δεξιά συνιστώσα του κι ο Τσίπρας είχαν αλλά και προέβαλλαν τελείως διαφορετική εικόνα από τον Μητσοτάκη. Ο λαϊκισμός και τυχοδιωκτισμός βρήκαν απέναντί τους τη μεθοδολογία και την πολιτική λογική. Οι κραυγές και τα συνθήματα βρήκαν επιχειρηματολογία. Ο αντιευρωπαϊσμός βρήκε τον πιο συνεπή και συνετό αντίπαλό του. Το αλλοπρόσαλλο εξοστρακίστηκε από το βάσιμο, η ουτοπία από τον ρεαλισμό, ο πολιτικός κουτσαβακισμός που ουσιαστικά προσέβαλλε την κοινωνία κι απέναντί του ορθώθηκε η πολιτική ευπρέπεια κι η αγωγή.
Κι αν αυτά ουσιαστικά εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν από το 2016 κι ύστερα, πρέπει να τονίσουμε ότι η μαγιά του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν η νοήμων κοινωνία κι η μεγάλη πλειοψηφία του κινήματος «Μένουμε Ευρώπη». Συντάχθηκε μαζί του απέναντι στην πολιτική παθολογία που επιχειρούσε να επιβάλλει ο συνεχώς εκτός πραγματικότητας ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνία που σηκώθηκε από τον καναπέ επέβαλλε τον Μητσοτάκη απέναντι στα στεγανά της κομματικής μετριότητας. Είναι νωπές οι μνήμες από τη σκληρή μάχη που έδωσαν μεγάλα τμήματα των γαλάζιων κομματικών μηχανισμών που στάθηκαν και στήθηκαν απέναντί του. Ευτυχώς η εκτός κομματικών μηχανισμών κοινωνία οσμίστηκε τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν εξελέγετο πρόεδρος της ΝΔ ο Μητσοτάκης κι αντέδρασε.
Να πούμε κι αυτό: Την περίοδο που ο Μητσοτάκης ήταν υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ξεκίνησε η βαθιά μεταρρύθμιση του Κράτους που σήμερα υλοποιείται εξαιρετικά από τον Πιερρακάκη. Τότε επίσης – η κοινωνία άρχισε να κλονίζεται απέναντι στον κρατισμό, στις εφιαλτικές συντεχνίες και στην στασιμότητα και να ωριμάζει απέναντι στην ιδιωτική πρωτοβουλία, τις επενδύσεις, την αριστεία, την προσωπική ανέλκυση, που δεν είναι μεμπτό. Τουτέστιν βλέποντας τι σημαίνει Αριστερά και λαϊκίστικη Δεξιά, πλησίασε χωρίς συμπλέγματα τις φιλελεύθερες λογικές κι απόψεις. Το Κέντρο, έκανε τον Μητσοτάκη κυρίαρχο.
Αυτά τα δυο χρόνια λοιπόν ο Μητσοτάκης κυβέρνησε εν μέσω απίστευτων εμποδίων και τα πήγε καλά. Σε σημείο που οι περισσότεροι Έλληνες να ομολογούν ότι «ένας Θεός τους φύλαξε σε επίπεδο, εθνικών θεμάτων, οικονομίας και πανδημίας, που δεν κυβερνούσαν οι Αριστεροδέξιοι»!
Αυτά τα δυο χρόνια υπήρξε πρωτοφανής κυβερνητική σοβαρότητα. Η χώρα διοικήθηκε από κανονικούς ανθρώπους. Η χώρα διοικήθηκε σε πιο ψηλό επίπεδο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κι η κοινωνία γνωρίζει ότι η καταστροφολογία του ΣΥΡΙΖΑ κι η εμμονή της Αριστεράς στο παρελθόν και σε τελματωμένες πολιτικές (σε παιδεία, εργασιακό, ασφαλιστικό κλπ) δεν οδηγούν πουθενά.
Δυο χρόνια μετά τις εκλογές ο Μητσοτάκης κι η κυβέρνησή του απολαμβάνουν πρωτοφανούς εμπιστοσύνης. Οι δε προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί είναι υψηλότατες. Το γεγονός ότι επί Μητσοτάκη η Ελλάδα έφτασε στο σημείο να μπορεί να δανείζεται με σχεδόν αρνητικά επιτόκια, ότι το χρηματιστήριο κάνει άλματα, ότι προσελκύονται και ξεκινούν επενδύσεις, ενώ καταφτάνουν οι πόροι του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, δηλώνουν υψηλά ποσοστά ανάπτυξης στο εγγύς κι απώτερο μέλλον. Αρκεί το παιγνίδι να είναι ανοικτό και να διαχυθεί σε όλα τα σημεία της κοινωνικής πυραμίδας και να μη δημιουργηθεί το φαινόμενο/μοντέλο του ανεπαρκούς κι αντικοινωνικού «ολιγαρχικού» καπιταλισμού! Κάτι που δεν διαφαίνεται!
Κάτι τελευταίο: η έννοια της μεταρρύθμισης έχει ωριμάσει πια στην κοινωνία. Κάπου χρειάζονται βήματα σημειωτόν, κάπου αλλού υψηλή ταχύτητα κι ενίοτε και άλματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο κεφάλαιο μεταρρυθμίσεις απέτυχαν σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες πρωθυπουργοί. Ακόμη κι ο θεωρητικός του εκσυγχρονισμού Κώστας Σημίτης. Το βαθύ κράτος στη συνέχεια κατάπιε τόσο τον Κώστα Καραμανλή, όσο και τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο Μητσοτάκης λοιπόν δεν μπορεί ν’ αποτύχει. Αν δεν επιτύχει αυτός, τότε δυστυχώς ουδείς. Κι η Δικαιοσύνη, η Παιδεία, η Υγεία, η Οικονομία απαιτούν πια παρεμβάσεις/μεταρρυθμίσεις. Αλλιώς κλάφτα Χαράλαμπε! Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους, που ξεκίνησε ο Μητσοτάκης και συνεχίζει ο Πιερρακάκης, δείχνει τον δρόμο…