Σήμερα Μεγάλη Παρασκευή θα ψαλούν σε όλους τους Ορθόδοξους ναούς τα Εγκώμια της Θεοτόκου ή Επιτάφιος Θρήνος ή μεγαλυνάρια του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου.
Τα Εγκώμια είναι άκρως συγκινητικά μουσικά μέλη, που αναφέρονται στην Βυζαντινή υμνολογία ως τροπάρια ψαλλόμενα από ιεροψάλτες και λαό, αρχικά εντός των ναών και έπειτα έξω κατά την περιφορά του Επιταφίου.
Τα Εγκώμια αποτελούνται από 185 σύντομα τροπάρια τα οποία παρεμβάλλονται μετά τον 118ο ψαλμό του (ψαλμό του Αμώμου) διαχωριζόμενα σε τρεις στάσεις.
Ὁ Λαυριώτης Σωφρόνιος Ευστρατιάδης (1872-1947), ο οποίος διακρίθηκε ιδιαιτέρως για τη σπουδαία προσφορά του στην αγιολογία και την Βυζαντινή υμνολογία, αναφέρει σε γραπτά του, ότι τα εγκώμια απευθύνονται στους ανθρώπους και όχι στο Θεό, στον οποίο τείνουν οι ύμνοι.
Τα Εγκώμια με πλήρη κατάνυξη περιγράφουν το Θείο Δράμα το οποίο αναπαρίσταται στους Ορθόδοξους Ναούς , ενώ οι πιστοί δακρυσμένοι το τιμούν και το βιώνουν. Ότι αφορά την ονομασία αυτού του ύμνου είναι ένα θέμα που απασχολεί ακόμα και σήμερα τους μελετητές της βυζαντινής υμνογραφίας. Στο έντυπο Τριώδιο αναφέρονται ως «εγκώμια», στο χειρόγραφο Τυπικό του κώδικα 92 της βιβλιοθήκης της Μεγίστης Λαύρας του 15ου αιώνα αναφέρονται ως «επιτάφιος», ενώ στα περισσότερα χειρόγραφα αναφέρονται ως «μεγαλυνάρια».
Οι τρεις στάσεις των εγκώμιων
Η πρώτη στάση ψάλλεται σε ήχο πλάγιο α΄ και αρχίζει με το εγκώμιο «Η ζωή εν τάφω, κατετέθης, Χριστέ…».
Η δεύτερη στάση ψάλλεται σε ήχο πλάγιο α΄ και αρχίζει με το εγκώμιο «Άξιον εστί μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην…» και
Η τρίτη στάση ψάλλεται σε ήχο γ΄ και αρχίζει με το εγκώμιο «Αι γενεαί πάσαι ύμνον τη ταφή Σου προσφέρουσι Χριστέ μου».
Και οι τρεις στάσεις αρχίζουν και τελειώνουν με το ίδιο εγκώμιο – τροπάριο.
Αποσπάσματα του ύμνου
ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ – Ἦχος πλ. α’.
Ἡ ζωή ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καί Ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν.
Ἡ ζωή πῶς θνήσκεις; Πῶς καί τάφῳ οἰκεῖς; Τοῦ θανάτου τό βασίλειον λύεις δέ, καί τοῦ ᾍδου τούς νεκρούς ἐξανιστᾷς.
Μεγαλύνομέν σε, Ἰησοῦ Βασιλεῦ, καί τιμῶμεν τήν ταφήν καί τά πάθη σου, δι’ ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.
ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ – Ἦχος πλ. α’.
Ἅξιον ἐστι, μεγαλύνειν σε τόν ζωοδότην, τόν ἐν τῷ σταυρῷ τάς χεῖρας ἐκτείναντα, καί συντρίψαντα τό κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Ἄξιον ἐστι, μεγαλύνειν σε τόν πάντων κτίστην· τοῖς σοῖς γάρ παθήμασιν ἔχομεν, τήν ἀπάθειαν ρυσθέντες τῆς φθορᾶς.
Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τήν πλευράν σου Λόγε, σούς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικούς αὐτοῖς κρουνούς.
ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ – Ἦχος γ’.
Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν τάφῳ σε κηδεύει.
Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τό κάλλος;