Η υποκλοπή τεχνολογικών και βιομηχανικών μυστικών στην αρχή αποδίδει και ωφελεί τη χώρα που έβαλε τους κατασκόπους να την κάνουν. Όμως, σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, η τεχνολογική και βιομηχανική κατασκοπεία μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να αφήσει την «πονηρή» χώρα πιο πίσω από τις εξελίξεις σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, αν η ίδια στο μεταξύ δεν φροντίσει να γίνει καινοτόμα και ανταγωνιστική με τις δικές της δυνάμεις.
Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα μιας νέας έρευνας, της πρώτης του είδους της, η οποία έθεσε επί τάπητος το ερώτημα κατά πόσο όντως αποδίδει αυτού του είδους η κατασκοπεία για τη χώρα που την κάνει. Η έρευνα έγινε στα αρχεία της διαβόητης Στάζι, του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, που μεσουράνησε την εποχή του ψυχρού πολέμου και, μεταξύ άλλων, διακρίθηκε για τη συχνή κλοπή μυστικών τεχνο-οικονομικής σημασίας από το δυτικό καπιταλιστικό κόσμο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον σουηδό Έρικ Μέγιερσον της Σχολής Οικονομικών της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Institute of Labor Economics (IZA), σύμφωνα με το «Science», κατάφεραν -μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις- να αποκτήσουν πρόσβαση και να μελετήσουν πάνω από 150.000 έως τώρα απόρρητες αναφορές πρακτόρων της Στάζι για κλεμμένα επιστημονικά και τεχνολογικά μυστικά.
Οι υποκλοπές, που είχαν γίνει από χιλιάδες πράκτορες κατά την περίοδο 1970-1988, αφορούσαν ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων, από την κατασκευή μηχανών και την παραγωγή χημικών έως τους υπολογιστές και τα ηλεκτρονικά.
Οι ερευνητές ταξινόμησαν τις υποκλοπές ανά παραγωγικό τομέα (συνολικά 16) και στη συνέχεια μελέτησαν πώς εξελίχθηκε διαχρονικά η συνολική παραγωγικότητα καθενός από αυτούς τους τομείς στην ανατολικογερμανική οικονομία. Η εξέλιξη της λεγόμενης «ολικής παραγωγικότητας» – δηλαδή πόσο αποτελεσματικά αξιοποιούνται όλοι οι συντελεστές της παραγωγής (κεφάλαιο, εργασία κ.α.)- αποτελεί βασικό δείκτη καινοτομίας σε έναν κλάδο και γενικότερα σε μια χώρα. Οι ερευνητές συνέκριναν το επίπεδο παραγωγικότητας με την ένταση της κατασκοπείας σε κανένα βιομηχανικό-τεχνολογικό τομέα ξεχωριστά.
Διαπιστώθηκε ότι αρχικά οι υποκλοπές μυστικών βοήθησαν την Ανατολική Γερμανία να κλείσει το χάσμα παραγωγικότητας από τη Δυτική Γερμανία, κατά μέσο όρο κατά 8,6% έως το 1989. Ιδίως στο πεδίο της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών η κατασκοπεία φαίνεται να απέδωσε ιδιαίτερα, βοηθώντας να μειωθεί η «ψαλίδα» παραγωγικότητας κατά σχεδόν 26%.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του φυσικού Χανς Ρέντερ, πρώην μέλους του Ναζιστικού κόμματος, που ήταν στέλεχος στη δυτικογερμανική Telefunken και ο οποίος επί 28 συναπτά έτη, από το 1957 έως το 1985, πληρωνόταν από τη Στάζι για να της παραδίδει έναν τεράστιο όγκο εγγράφων και πληροφοριών, μεταξύ των οποίων ήσαν τα ολοκληρωμένα σχέδια του τανκ «Λέοπαρντ 1». Ισχυρίσθηκε ότι το έκανε επειδή είχε μεγάλα χρέη και έπρεπε να παρέχει στην οικογένειά του τα προς το ζην.
Σαν την κοκαΐνη
Όμως, σύμφωνα με τη μελέτη, η κατασκοπεία τελικά «κανιβάλισε» τις μακροπρόσθεσμες επενδύσεις της Α. Γερμανίας για Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D). «Η κατασκοπεία αυτού του είδους μπορεί αρχικά να είναι εθιστική σαν την κοκαΐνη, αλλά δεν κάνει καλό σε βάθος χρόνου», δήλωσε ο Μέγιερσον.
Εκ πρώτης όψεως το ισοζύγιο κόστους-οφέλους φαίνεται άκρως ευνοϊκό. Εκτιμάται ότι η Α. Γερμανία είχε ετήσιες δαπάνες περίπου 6,4 εκατομμυρίων ευρώ για τη βιομηχανική-τεχνολογική κατασκοπεία της, ενώ το ετήσιο οικονομικό όφελός της έφθασε έως τα 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Κάθε μυστική υπηρεσία θα θεωρούσε ότι τα χρήματά της «πιάνουν τόπο» με το παραπάνω.
Αλλά, κατά τους ερευνητές, θα πρέπει να συνυπολογισθεί ένα τεράστιο κρυφό κόστος της κατασκοπείας: οι εγχώριες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε R&D που δεν έγιναν ποτέ, οι τεχνολογικές πατέντες που ποτέ δεν κατοχυρώθηκαν, το καινοτομικό πνεύμα που ποτέ δεν εξαπλώθηκε στη χώρα.
«Μπορεί η κατασκοπεία να είναι ένας τρόπος να προλάβεις τον άλλο. Αλλά δεν είναι η στρατηγική για να γίνεις παγκόσμιος ηγέτης», τόνισε ο Μέγιερσον.
Σε αυτό συμφωνεί και η ειδική στην ιστορία της βιομηχανικής-τεχνολογικής κατασκοπείας Κίτι Μακράκης του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Τζόρτζια (Georgia Tech) στην Ατλάντα. Σε πολλά βιβλία και μελέτες της έχει υποστηρίξει ότι τελικά το ανατολικογερμανικό πρόγραμμα τεχνολογικής κατασκοπείας ήταν μια αποτυχία. Όπως είπε, ακόμη και οι προσπάθειες της Α. Γερμανίας στους υπολογιστές αποδείχθηκαν σκέτο «φιάσκο».
Όμως, ο πειρασμός για τις κυβερνήσεις ήταν και είναι πάντα μεγάλος. Η τεχνολογική και βιομηχανική κατασκοπεία βοήθησε τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν να αποκτήσει κι εκείνη την ατομική βόμβα λίγα χρόνια μετά τις ΗΠΑ. Αλλά και οι ΗΠΑ, πολύ νωρίτερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, είχαν θέσει τα θεμέλια για να γίνουν παγκόσμια δύναμη, χάρη στη συστηματική υποκλοπή τεχνολογικών μυστικών και εξειδικευμένων επιστημόνων που έκαναν από άλλες χώρες της Ευρώπης – κάτι που πολύ βολικά προτιμούν πια να ξεχνούν….
Αλλά ας θυμηθούμε και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, η οποία τον 6ο αιώνα μ.Χ. είχε κλέψει -με τη βοήθεια μοναχών!- τα μυστικά των Κινέζων για να σπάσει το μονοπώλιό τους στην παραγωγή μεταξιού. Η ίδια ιστορία συνεχίζεται αέναα μέχρι σήμερα, με ανερχόμενες παγκόσμιες δυνάμεις όπως η Κίνα να έχουν συχνά κατηγορηθεί για κάτι ανάλογο.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
http://legacy.iza.org/en/webcontent/publications/papers/viewAbstract?dp_id=10816
Παύλος Δρακόπουλος