Η πρόσφατη δυσμενής εξέλιξη με την υπογραφή του μνημονίου κατανόησης μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, που ουσιαστικά οριοθετεί την ΑΟΖ ανάμεσα στις δύο χώρες, ήταν μια πράξη παράλογη, αλλά αναμενόμενη.
Το μνημόνιο αυτό δημιουργεί νέα δεδομένα στην περιοχή μας, που θα τα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον. Μπορεί να αντίκειται της λογικής, της γεωγραφίας και του Διεθνούς Δικαίου, αλλά δεν παύει να είναι ένα επίσημο διακρατικό έγγραφο, το οποίο η Άγκυρα έχει τη θέληση και τη δύναμη να εφαρμόσει, εν αντιθέσει με την χώρα μας που επιδεικνύει παντελή αδυναμία σε όλα τα σοβαρά εσωτερικά και εξωτερικά θέματα.
Η χαοτική κατάσταση στη Λιβύη, που επικρατεί μετά την πτώση του Συνταγματάρχη Καντάφι, ήταν και είναι γνωστή. Το γνώριζε ή έστω όφειλε να το γνωρίζει η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, καθόσον για την προηγούμενη τι να εικάσουμε όταν ο πρώην πρωθυπουργός κ. Τσίπρας δεν γνώριζε εάν υπάρχουν ή όχι θαλάσσια σύνορα. Δυστυχώς το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών αιφνιδιάστηκε, παρά την ύπαρξη επιβεβαιωμένων πληροφοριών περί του αντιθέτου. Τώρα προσπαθεί να αντιδράσει σε διάφορα επίπεδα στον πολιτικοδιπλωματικό τομέα. Παρά όμως την όποια επιτυχία ή όχι των ενεργειών μας, η ζημιά σε γεωστρατηγικό επίπεδο έχει ήδη γίνει και θα την βρούμε μπροστά μας, όταν θα αναγκαστούμε να συρθούμε σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Για να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα συναισθανόμενη πλέον το μέγιστο κίνδυνο που διατρέχει όχι μόνο να απολέσει το δικαίωμα της ΑΟΖ στο σύμπλεγμα του Καστελορίζου, αλλά και στην Κρήτη έχει προβεί σε μια σειρά ενεργειών. Και εδώ όμως η χώρα μας δεν στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, αλλά στην παρέμβαση φίλων και συμμάχων χωρών. Περιμένουμε από την Γαλλία, την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ, την ΕΕ, ακόμα και από την Σαουδική Αραβία να μας λύσει το πρόβλημα. Δυστυχώς δεν μπορούμε να σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας. Διακατεχόμεθα από φοβικό σύνδρομο και ατολμία, απόρροια της παντελής πολιτικής και στρατιωτικής μας αδυναμίας.
Η επιλογή των ελληνικών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την τουρκική επεκτατικότητα με ένα συνεχή και ανεδαφικό κατευνασμό είχε και έχει τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Οι περίφημες ελληνικές ελίτ δεν αντέταξαν στην Άγκυρα τη στρατηγική της ανάσχεσης και αποφασιστικότητας, αλλά αντίθετα προτίμησαν τη συνεχή υποχωρητικότητα. Περίμεναν να «ηρεμήσει το θηρίο», είτε με την ευρωπαϊκή προοπτική του, είτε με τη συνέτισή του από τις μεγάλες δυνάμεις. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη, γιατί το «θηρίο» συνετίζεται μόνο από την δύναμη και την πυγμή. Αυτό αποδείχθηκε ποικιλοτρόπως από την ιστορία, από το 1290 μ.χ. που πρωτοεμφανίστηκαν οι Οθωμανοί στην Μικρά Ασία.
Αυτή τη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση ελπίζει στην κατάργηση της συμφωνίας, μέσω της ανατροπής της νομίμου κυβέρνησης της Λιβύης από την αντίπαλη παράταξη. Στη χώρα υφίστανται κατά κύριο λόγο δύο ισχυρές παρατάξεις, από την μια, η Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας ή Συμφιλίωσης, με επικεφαλής τον Φαγέζ Αλ Σαρράζ, με έδρα την Τρίπολη της Λιβύης, η οποία έχει αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και τις ΗΠΑ και έχει σχέσεις με την «Μουσουλμανική Αδελφότητα» και από την άλλη, τον Λιβυκό Εθνικό Στρατό του Στρατηγού Χαλίφα Χαφτάρ, που μαζί με τη Βουλή των Αντιπροσώπων έχουν έδρα το Τομπρούκ. Τον πρώτο τον υποστηρίζει η Τουρκία, το Κατάρ και το Σουδάν, τον δεύτερο, η Γαλλία, η Αίγυπτος, τα Εμιράτα και η Ρωσία. Οι ΗΠΑ φανερά δεν υποστηρίζουν κανένα.
Μέχρι τώρα η χώρα μας παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα στη Λιβύη, ως απλός θεατής. Η ενεργή ανάμειξη της Άγκυρας στην λιβυκή κρίση, η οποία εκδηλωνόταν με ποικίλους τρόπους, άφηνε αδιάφορη την κυβέρνηση των Αθηνών. Την ίδια στιγμή που η Τουρκία ενίσχυε πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά την Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας του Φαγέζ Αλ Σαρράζ, σκάβοντας «το λάκκο της Ελλάδος», στην Αθήνα οι κυβερνώντες βρισκόντουσαν στο δικό τους ευτυχισμένο κόσμο, περιμένοντας «τον από μηχανής θεό» να τους λύσει το πρόβλημα.
Οι Έλληνες πολιτικοί και διπλωμάτες αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων. Ακόμα και αυτή την ώρα αδυνατούν να κατανοήσουν ότι μόνο μια ισχυρή Ελλάδα θα μπορέσει να αντιμετωπίσει την τουρκική λαίλαπα που έρχεται, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και διπλωματικά. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΔ) δεν τις χρειαζόμαστε μόνο για να αντιμετωπίσουμε ένα εξωτερικό κίνδυνο, αλλά κυρίως για να διασφαλίσουμε την ειρήνη και την ευημερία ενός λαού. Στην εύθραυστη περιοχή μας, όπου μια ισχυρή αναθεωρητική δύναμη αμφισβητεί και τα πλέον αυτονόητα κυριαρχικά μας δικαιώματα η ύπαρξη σύγχρονων ΕΔ είναι κάτι περισσότερο από μια αναγκαιότητα. Οι διπλωμάτες και οι πολιτικοί μας οφείλουν να γνωρίζουν ότι το ισχυρότερο διπλωματικό όπλο σε κρίσιμες και όχι μόνο περιόδους είναι οι ΕΔ. Διαφορετικά αλλοίμονο μας.