Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, πριν από περίπου 25 μήνες η Κυβέρνηση κατέθετε σε αυτήν εδώ την αίθουσα, μόλις το 2ο νομοσχέδιο της, τις πρώτες σημαντικές ρυθμίσεις για το ζήτημα της δημόσιας παιδείας. Έκτοτε -όπως είπε και η Υπουργός- μεσολάβησαν δεκάδες παρεμβάσεις σε όλη την εκπαιδευτική κλίμακα, τέτοιας έκτασης, που πράγματι μπορούμε να πούμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του προεκλογικού μας προγράμματος, σε σχέση με την παιδεία, έχει ήδη ολοκληρωθεί σε επίπεδο νομοθετικού έργου.
Προφανώς απομένει και η εφαρμογή όσων έχουμε ψηφίσει για να αλλάξει ουσιαστικά όψη η δημόσια εκπαίδευση. Και βέβαια, μέσα στην πανδημία, η χώρα έκανε -και με επιτυχία- το μεγάλο ψηφιακό άλμα, αναγκαστικό ψηφιακό άλμα, της διδασκαλίας από απόσταση.
Θέλω με την ευκαιρία αυτή να ευχαριστήσω, και πάλι, όλους τους εκπαιδευτικούς μας οι οποίοι υποστήριξαν αυτήν την πρωτόγνωρη διαδικασία. Κράτησαν ζωντανή την εκπαίδευση στις δύσκολες εβδομάδες της πανδημίας, έτσι ώστε τα παιδιά όλων των ηλικιών να μην αποξενωθούν από το σχολείο- στο βαθμό που φυσικά αυτό ήταν εφικτό-χρησιμοποιώντας την τεχνολογία.
Πριν εισέλθω στον πυρήνα του νομοσχεδίου, φαντάζομαι ότι θέλουμε να συμφωνήσουμε όλοι σε αυτήν την αίθουσα, ότι καθώς πλησιάζει πια ο Σεπτέμβριος, το πρώτο μας μέλημα θα είναι να επιστρέψουν όλα τα παιδιά στο σχολείο, στη δια ζώσης εκπαίδευση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Έχουμε λειτουργήσει για δύο χρονιές με τους περιορισμούς της πανδημίας και όλοι γνωρίζουμε ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες Υπουργείου, εκπαιδευτικών και μαθητών η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία των μαθητών στην τάξη και τον πυρήνα της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία έχει τόσο έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά.
Κατά συνέπεια, θέλουμε να επιστρέψουν τα παιδιά στο σχολείο και να το κάνουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει όλοι σε αυτή την αίθουσα να συμφωνήσουμε ότι πρέπει, πρώτα και πάνω από όλα, να πείσουμε τους ανεμβολίαστους εκπαιδευτικούς μας να σπεύσουν να κάνουν το βήμα και να πάνε να εμβολιαστούν.
Δεν σας κρύβω ότι με απασχόλησε, μας απασχόλησε, το ενδεχόμενο του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εκπαιδευτικών. Γιατί το συζητήσαμε; Το συζητήσαμε για τον απλούστατο λόγο ότι η εκπαιδευτική διαδικασία έχει τέτοια χαρακτηριστικά που σημαίνει ότι αν ένας εκπαιδευτικός αρρωστήσει, ειδικά στο νηπιαγωγείο, η αναπλήρωσή του είναι εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία.
Αποφάσισα, όμως, ότι αυτή δεν θα ήταν, στην παρούσα συγκυρία, η ενδεδειγμένη λύση. Άνω του 70% των εκπαιδευτικών έχει ήδη εμβολιαστεί. Υπάρχει, όμως, ένας σημαντικός αριθμός ο οποίος δεν έχει ακόμα κάνει αυτή την κίνηση. Θα πρέπει πιστεύω να στείλουμε- όλα τα κόμματα- ένα σαφέστατο μήνυμα για τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί, καταρχάς για την ίδια την υγεία των εκπαιδευτικών.
Βρίσκονται σε έναν χώρο όπως το σχολείο όπου είμαστε περίπου βέβαιοι ότι ο ιός θα κυκλοφορεί ανάμεσα σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, άρα θα είναι από τη φύση τους πολύ πιο εκτεθειμένοι στην πιθανότητα να αρρωστήσουν. Και γνωρίζουμε βέβαια πια, ότι η πανδημία, το 4ο κύμα, είναι ουσιαστικά ένα κύμα το οποίο αφορά πρώτα και πάνω από όλα τους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας.
Έχουν, λοιπόν, μια ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους και απέναντι στην οικογένειά τους να εμβολιαστούν. Έχουν, όμως, και μια ευθύνη απέναντι στα παιδιά. Διότι -όπως είπα πριν- η αναπλήρωση ενός εκπαιδευτικού ο οποίος αρρωσταίνει δεν είναι μια απλή υπόθεση. Και παρά τις πρόνοιες που το Υπουργείο θα λάβει, θα καταστεί δύσκολο να μπορέσουμε να προχωράμε σε αναπληρώσεις εκπαιδευτικών εάν αρρωστήσει μαζικά ένας μεγάλος αριθμός. Κατά συνέπεια θέλω -και από αυτό εδώ το βήμα- να επαναλάβω το μήνυμά μου, την έκκλησή μου προς όλους τους εκπαιδευτικούς που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί να σπεύσουν να το κάνουν.
Να ζητήσω από τους εκπαιδευτικούς, που έχουν κάνει το βήμα, να πείσουν τους συναδέλφους τους ότι αυτή είναι η σωστή επιλογή, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα λογικής. Εξάλλου τα παιδιά θα πρέπει, πάνω από όλα, να μαθαίνουν στα σχολεία τον ορθό λόγο, τον οποίο οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι είναι ταγμένοι να τον διδάσκουν πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να τον υιοθετούν οι ίδιοι στη δική τους προσωπική διαδρομή. Και να πω βέβαια και κάτι ακόμα: Ότι οι εκπαιδευτικοί εκείνοι οι οποίοι θα επιλέξουν τελικά να μην εμβολιαστούν είναι βέβαιον ότι θα υποστούν μια πρόσθετη σημαντική ταλαιπωρία.
Διότι θα ζητήσουμε και θα περιμένουμε από την αρμόδια επιτροπή να κάνει πιο συγκεκριμένη την πρότασή της. Προφανώς συχνά εργαστηριακά τεστ, τονίζω, όχι self test. Εργαστηριακά τεστ προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να προσέλθουν στην τάξη.
Και κάτι τελευταίο. Όπως γνωρίζετε έχει ήδη ανοίξει η πλατφόρμα εμβολιασμού για τα παιδιά, τους έφηβους μας από 15 έως 17 ετών και από την Παρασκευή θα ανοίξει η πλατφόρμα εμβολιασμού και για τα παιδιά από 12 έως 15 ετών. Γνωρίζω πολύ καλά ότι η απόφαση να εμβολιάσει κάποιος το παιδί του, ειδικά αν μιλάμε για μικρότερα παιδιά, είναι μια προσωπική απόφαση η οποία πρέπει να συζητηθεί με τους γιατρούς.
Και η κάθε οικογένεια θα κάνει αυτό το οποίο πιστεύει τελικά ότι θα είναι σωστό για την ίδια και για το παιδί. Αυτό το οποίο εγώ μπορώ να σας πω είναι ότι αν είχα παιδί σε αυτή την ηλικία δεν θα είχα κανέναν απολύτως δισταγμό να το εμβολιάσω. Και το παιδί θα προστατευτεί, αλλά με αυτό τον τρόπο θα βοηθήσουμε να χτιστεί συνολικά το τείχος ανοσίας, στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, προκειμένου ο εφιάλτης της πανδημίας να αποτελεί οριστικά παρελθόν για την χώρα μας.
Έχουμε ήδη ενθαρρυντικές ενδείξεις από τους εμβολιασμούς στους εφήβους. Πιστεύω ότι μπορούμε να πάμε ακόμα πολύ καλύτερα. Καταλαβαίνω ότι και λόγω της καλοκαιρινής ραστώνης μπορεί αυτές οι αποφάσεις να έχουν χρονικά μετατεθεί. Πιστεύω, όμως, ακράδαντα, όπως μας υποδεικνύουν οι ειδικοί, ότι αυτή είναι η σωστή λύση και τα παιδιά από 12 και πάνω πρέπει να εμβολιαστούν. Και παροτρύνω τους γονείς, σε συνεννόηση με τους οικογενειακούς γιατρούς, τους παιδιάτρους, να πάρουν αυτή την απόφαση και να κάνουν αυτό το βήμα.
Επιστρέφω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα. Οι ρυθμίσεις για το νέο σχολείο έρχονται να συμπληρώσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η διαδρομή των συντονισμένων πρωτοβουλιών μας, οι οποίες έχουν ξεδιπλωθεί εδώ και δύο χρόνια από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, δεν σηματοδοτεί απλά τα πολλά συσσωρευμένα προβλήματα στην παιδεία τα οποία ζητούν λύση.
Ούτε μόνο -όπως είπα- την συνέπεια της Κυβέρνησης μας απέναντι σε προεκλογικές δεσμεύσεις. Δηλώνουν κυρίως την πολιτική μας επιλογή, η οποία είναι και προσωπική μου επιλογή, η δημόσια εκπαίδευση να καταστεί και πάλι εθνική προτεραιότητα. Να γίνει μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Να γίνει ευκαιρία ατομικής προκοπής για όλα ανεξαιρέτως τα Ελληνόπουλα. Αλλά και καταλύτης για τη συλλογική πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας.
Η σημασία του νομοσχεδίου που συζητούμε σήμερα, είναι ξεχωριστή, διότι θεμελιώνει ξανά τις βάσεις της παιδείας μας. Ξεκινά από τη δίχρονη προσχολική εκπαίδευση στο νηπιαγωγείο, που για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί σε ολόκληρη την επικράτεια από αυτόν τον Σεπτέμβριο. Διατρέχει το δημοτικό και το γυμνάσιο και ολοκληρώνει τον κύκλο της στο λύκειο.
Με άλλα λόγια, οργανώνει σε σύγχρονα πρότυπα, την ραχοκοκαλιά της εκπαίδευσης, προετοιμάζοντας μορφωμένους πολίτες, έτοιμους να ακολουθήσουν είτε ακαδημαϊκή, είτε μια επαγγελματική πορεία. Όλες τους και όλους όμως, εξοπλισμένους πρώτα και πάνω απ’ όλα με τις δεξιότητες που απαιτεί η εποχή και το περιβάλλον της.
Και σε αυτή την επιχείρηση αναβάθμισης του δημόσιου σχολείου, αξιοποιούνται ήδη από τον Σεπτέμβριο όλες οι δυνάμεις. Περισσότεροι εκπαιδευτικοί, αφού για πρώτη φορά ύστερα από 12 χρόνια γίνονται 11.700 μόνιμοι διορισμοί. Σε συνέχεια των 4.500 προσλήψεων που έγιναν στην ειδική αγωγή.
Ταυτόχρονα, τα σχολεία θα ανοίξουν ενσωματώνοντας δεκάδες καινοτομίες: Καθιέρωση ξένης γλώσσας από το νηπιαγωγείο, 123 νέα προγράμματα σπουδών σε όλες τις βαθμίδες, εργαστήρια, νέος ψηφιακός εξοπλισμός, και μαθήματα δεξιοτήτων παντού. Επιμόρφωση των διδασκόντων και διπλάσια πρότυπα σχολεία και επαγγελματικά λύκεια.
Επιτρέψτε μου μία στάση εδώ, για να επικαλεστώ τους αριθμούς που και σε αυτήν την περίπτωση λένε την αλήθεια. Μόνο φέτος για 4.039 θέσεις στα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, κατατέθηκαν παραπάνω από 13.000 μοναδικές αιτήσεις. Ενώ στα 6 πρότυπα επαγγελματικά λύκεια που δημιουργήσαμε από την πρώτη φάση, ήδη έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των ενδιαφερομένων που είχε σημειωθεί ολόκληρη τη χρονιά πέρυσι και απομένουν ακόμα δύο φάσεις, δύο κύκλοι εκδήλωσης ενδιαφέροντος τον Σεπτέμβριο. Κάτι που σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι απλά πιο ώριμη από ποτέ για αυτές τις αλλαγές. Τις επιζητά. Τις επιζητά με ένταση.
Όλα αυτά, όμως, δεν αποτελούν μόνο μεμονωμένα μέτρα τα οποία απλά βελτιώνουν την υφιστάμενη κατάσταση. Αντίθετα, αποτελούν πυλώνες- πλευρές ενός συνολικού σχεδίου με τρεις στοχεύσεις. Και θα ήθελα πραγματικά -όπως είπε και η κ. Υπουργός- να δούμε αν μπορούμε σε αυτή την αίθουσα τουλάχιστον να συμφωνήσουμε επί της αρχής στους βασικούς πυλώνες που δρομολογεί αυτό το νομοσχέδιο:
Πρώτον, στην καλύτερη μόρφωση των μαθητών μέσω της απελευθέρωσης των εκπαιδευτικών και της αυτονομίας των σχολικών μονάδων από τον έλεγχο του Υπουργείου. Περισσότερη ελευθερία στα σχολεία, στους δασκάλους και στους καθηγητές μας.
Δεύτερον, την ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση των διδασκόντων, το έργο των οποίων όμως θα πρέπει να αξιολογείται, ώστε να μπορεί να ενδυναμώνεται.
Και τρίτον, την ενίσχυση των εκπαιδευτικών δομών στον τομέα της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Αυτά επιχειρεί να κάνει το νομοσχέδιο το οποίο θα γίνει νόμος του κράτους αύριο. Και να το πω διαφορετικά: Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση η οποία προσφέρει ανοιχτή γνώση στα παιδιά, ταυτόχρονα όμως επιδεικνύει μεγάλη εμπιστοσύνη στους δασκάλους και στους καθηγητές μας. Είναι μια μεταρρύθμιση η οποία προσφέρει ανεξαρτησία στη δράση κάθε σχολείου, αλλά και βοήθεια με λογοδοσία σε όλους τους συντελεστές του.
Και ενώ τα μαθήματα του νέου σχολείου πρέπει να έρχονται από το μέλλον, η σχέση μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων καλείται να αναβιώσει μια πολύτιμη εμπειρία, που πιστεύω ότι όλοι μας κρατάμε από το παρελθόν. Τη θετική επιρροή που άσκησε σε όλους μας κάποια στιγμή μια αλησμόνητη δασκάλα ή ένας οραματικός καθηγητής.
Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης συνδέεται απόλυτα με την αυτονομία των σχολικών μονάδων. Και δυστυχώς -όπως παρουσίασε αναλυτικά και η Υπουργός αλλά και ο εισηγητής μας- εδώ η σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα είναι απογοητευτική. Η Ελλάδα είναι στον τομέα αυτό, δυστυχώς, σήμερα ουραγός στις χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς άνω του 80% των αποφάσεων που έχουν να κάνουν με την λειτουργία του σχολείου λαμβάνονται τελικά από το Υπουργείο Παιδείας και όχι από τους διδάσκοντες ή τον διευθυντή τους.
Με άλλα λόγια, για όσα συμβαίνουν τελικά στις τάξεις, δεν έχουν λόγο όσοι μοχθούν σε αυτές, αλλά κάποιοι που κάθονται σε κάποια γραφεία, πολύ μακριά από αυτές. Και το αποτέλεσμα στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι δυστυχώς ορατό. Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα μόνο εμείς και η Κύπρος, σε όλη την Ευρώπη, διατηρούμε το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο. Αυτό, όμως, τώρα αλλάζει. Και στο εξής στην θέση του αποκλειστικού βιβλίου, θα υπάρχουν περισσότερες πηγές που το σχολείο θα επιλέγει από ένα νέο μητρώο διδακτικών βιβλίων και από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του.
Σκοπός μας είναι η αποστήθιση σταδιακά να αντικαθίσταται από την κριτική και την δημιουργική σκέψη. Όπως και οι επιδόσεις των παιδιών να μπορούν να κρίνονται με πολύ μεγαλύτερη ευελιξία. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει το Υπουργείο να καθορίζει σε εξονυχιστική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται οι μαθητές στην τάξη. Τώρα δίνουμε παραπάνω ευελιξία.
Τα παραδοσιακά διαγωνίσματα τα οποία θα εξακολουθούν, προφανώς, να παίζουν τον ρόλο τους, να μπορούν να μετατρέπονται σε ατομικές ή σε ομαδικές εργασίες των μαθητών. Να δώσουμε στον δάσκαλο, στον καθηγητή, τη δυνατότητα να κάνει αυτές τις παρεμβάσεις. Αυτός ή αυτή ξέρουν τελικά καλύτερα τι συμβαίνει μέσα στην τάξη και ποιος είναι ο σωστός τρόπος, μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο, να μπορούν να αξιολογούν την πρόοδο των μαθητών τους.
Την ίδια ώρα η διδακτέα ύλη εκσυγχρονίζεται. Όμως, πλαισιώνεται και από μαθήματα δεξιοτήτων ή μορφών κοινωνικοποίησης, ανάλογα με την κάθε φάση της εκπαίδευσης. Η τεχνολογία πια πρέπει και θα διατρέχει οριζόντια όλες τις τάξεις. Αλλά, διαφορετικές ηλικίες θα εξοικειώνονται και με διαφορετικά αντικείμενα, όπως τη σεξουαλική αγωγή, τα ατομικά δικαιώματα, την οδική ασφάλεια, την επιχειρηματικότητα, την προστασία του περιβάλλοντος, για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο κάποια. Γιατί -όπως είπα- η σχολική διαδρομή πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, η γόνιμη διαδρομή του παιδιού και του εφήβου πρώτος σταθμός του ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη.
Σε έναν κόσμο ο οποίος διαρκώς αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η γνώση τού σήμερα δεν ξέρουμε αν θα ανταποκρίνεται στα επαγγέλματα του αύριο. Δεν αρκεί σήμερα, την εποχή του διαδικτύου, όπου με μία απλή αναζήτηση μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία, ο μαθητής απλά να γνωρίζει πληροφορίες. Είναι και αυτό ένα χρήσιμο και απαραίτητο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όμως δεν αρκεί.
Ο μαθητής πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει πως να μαθαίνει διαρκώς, πως να συνεργάζεται, πως να προσαρμόζεται σε μία ομάδα με διαφορετικές αφετηρίες, αλλά με τον ίδιο στόχο. Και εκεί ακριβώς έγκειται η δύναμη των λεγόμενων ήπιων δεξιοτήτων -soft skills στα αγγλικά- που θα μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά μας ακριβώς αυτά τα ζητούμενα. Τα παιδιά μας δηλαδή να μπορούν να διδάσκονται ρομποτική, αλλά να μην αντιδρούν σαν ρομπότ.
Τα σχολεία θα έχουν, επίσης, την ελευθερία να συγκροτούν τα δικά τους ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Να δημιουργούν, με την πρωτοβουλία των διδασκόντων, ομίλους. Να συνεργάζονται με άλλους φορείς σε κοινές δράσεις. Ενώ ο Διευθυντής αναλαμβάνει, επιτέλους, το ρόλο που δηλώνει ο τίτλος του.
Διευθύνει δηλαδή. Συνεργάζεται και αξιολογεί τους υφισταμένους του. Οργανώνει την ενδοσχολική επιμόρφωση. Και ο επικεφαλής ενός επιτελείου μεριμνά και για την πολιτιστική ζωή στο σχολείο, αλλά -γιατί όχι;- και για την πρόσθετη οικονομική του ευρωστία, διεκδικώντας και χορηγίες και δωρεές από την τοπική κοινότητα.
Το κέντρο βάρους, λοιπόν, της εκπαιδευτικής διαδικασίας μεταφέρεται, με τόλμη και με εμπιστοσύνη, από το Υπουργείο στο αυτόνομο σχολείο. Και αυτό συνιστά τη μεγάλη τομή αυτού του νομοσχεδίου. Και θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω τις απόψεις των πολιτικών αρχηγών επί όλων αυτών των συγκεκριμένων προτάσεων, που σύντομα θα γίνουν πολιτικές του κράτους. Προσωπικά, όλες μου φαίνονται αυτονόητες.
Θα ήταν ευχής έργον αν μπορούσαμε, σε κάποιες από αυτές τουλάχιστον, να συμφωνήσουμε, ώστε να δώσουμε και ένα στίγμα ότι σε κάποιες αυτονόητες αλλαγές, που αφορούν την ίδια τη λειτουργία του σχολείου η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να εξασφαλίσει διακομματική συναίνεση. Που να κάνει όλους να αισθάνονται ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να έχουν πραγματικό βάθος και να ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία.
Ο προϊστάμενος κάθε μονάδας πια, επειδή αναβαθμίζεται, αποκτά και καινούργιους συνεργάτες. Θα συνδράμουν, λοιπόν, τον διευθυντή οι υποδιευθυντές, τους οποίους θα μπορεί να εισηγείται ο ίδιος, αλλά και άλλοι υποστηρικτικοί θεσμοί όπως οι ενδοσχολικοί συντονιστές και οι υπεύθυνοι διασύνδεσης στα επαγγελματικά λύκεια. Ταυτόχρονα η θητεία του διευθυντή αυξάνεται από τα 3 χρόνια στα 4, ώστε να μπορεί να έχει έναν πιο διευρυμένο χρονικό ορίζοντα να υλοποιήσει τις δράσεις του.
Η άλλη όψη, ωστόσο, της αυτονομίας είναι η αξιολόγηση. Ένα απαραίτητο αντίβαρο το οποίο πρέπει να υπάρχει καθώς, κάθε φορά που ένας οργανισμός απελευθερώνεται από τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο, πρέπει να υπάρχει και ένα πλαίσιο ελέγχου ώστε να αποφεύγονται πιθανές εκτροπές.
Είναι, επίσης, η αξιολόγηση μια απαραίτητη δικλείδα ασφαλείας για την αποφυγή προνομιακών σχέσεων μεταξύ συναδέλφων, αλλά και κατάχρησης μιας ηγετικής θέσης. Είναι όμως ταυτόχρονα και η αξιολόγηση ένα εργαλείο διαρκούς βελτίωσης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Εφαρμόζεται παντού στον αναπτυγμένο κόσμο. Και η χρησιμότητά της πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή να αναγνωριστεί καθολικά και στη χώρα μας.
Η αξιολόγηση, την οποία εισηγείται το Υπουργείο, αφορά δύο επίπεδα. Την σχολική μονάδα, αλλά και τους λειτουργούς της. Δασκάλους, καθηγητές. Κάθε σχολείο θα έχει τη δική του ιστοσελίδα με τις δράσεις του, ανοιχτές σε οποιονδήποτε. Και βέβαια η πρόοδος των προγραμμάτων θα αποτυπώνεται σε ανώνυμα τεστ αξιολόγησης των γνώσεων των μαθητών στο τελευταίο έτος του Δημοτικού και του Γυμνασίου.
Μια πολύ σημαντική πληροφορία την οποία πρέπει να διαθέτει το Υπουργείο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε εκείνες τις παρεμβάσεις για να βελτιώσουμε και τα αποτελέσματα της χώρας στους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης εκπαιδευτικών δυνατοτήτων, όπως η Πίζα, όπου δυστυχώς δεν διακρινόμαστε όλα τα τελευταία χρόνια. Ενώ πια, ανά τετραετία ή ανά διετία οι εκπαιδευτικοί θα αξιολογούνται για το έργο τους, αλλά και για την υπηρεσιακή τους συνέπεια, από τον Διευθυντή, από τον Σύμβουλο Επιστημονικής Ειδικότητας και τον Σύμβουλο Παιδαγωγικής Ευθύνης.
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα οδηγούν είτε με μεγαλύτερη ευκολία στην ανάθεση θέσεων ευθύνης, είτε σε περίπτωση που κριθεί ότι ο αξιολογούμενος έχει περιθώρια βελτίωσης, σε επιμόρφωση.
Όμως και οι αξιολογητές θα αξιολογούνται. Ο Διευθυντής του σχολείου, για παράδειγμα, θα υπόκειται στην κρίση του Διευθυντή Εκπαίδευσης και του Συμβούλου Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης, με βάση την αποδοτικότητα που θα έχει και η σχολική μονάδα. Τις απόψεις τους γι’ αυτόν θα μπορούν να καταθέτουν και ανώνυμα κάθε χρόνο και οι ίδιοι οι υφιστάμενοί τους. Η ανατροφοδότηση, λοιπόν, και η αυτοβελτίωση γίνεται κανόνας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, ύστερα από μια τόσο μεγάλη συζήτηση εντός και εκτός Βουλής είναι, νομίζω, περιττό να απαντήσω στην κριτική που ασκείται από μερικούς στην αξιολόγηση. Όχι μόνο γιατί εδράζεται σε μύθους, τους οποίους απορρίπτουν πλέον πρώτα από όλα οι ίδιοι οι γονείς και οι μαθητές. Αλλά γιατί επίσης η αξιολόγηση αποτελεί πια ώριμο αίτημα της κοινωνίας.
Θυμίζω ότι σε μια πρόσφατη έρευνα 7 στους 10 πολίτες κρίνουν απαραίτητη την αξιολόγηση στα σχολεία. 9 στους 10 πολίτες συμφωνούν με τις νέες θεματικές ενότητες που εισηγείται το Υπουργείο. Προφανώς ανάμεσα τους είναι και πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου -όπως είπα- το ζήτημα αυτό έχει λυθεί από καιρό στο εξωτερικό. Παντού στην Ευρώπη η αξιολόγηση είναι κανόνας, δεν αμφισβητείται η ανάγκη της. Μπορεί να υπάρχει μία γόνιμη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα διεξάγεται, όμως αποτελεί απαραίτητο συστατικό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να σας διαβάσω ένα μικρό κείμενο, το οποίο έχει ηλικία περίπου 10 ετών και είναι μία μαρτυρία που περιγράφει την κατάσταση που ίσχυε τότε. Σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα και θέτει δύο ερωτήματα, δίνοντας ταυτόχρονα και τις απαντήσεις τους.
Το λέω διότι είναι πάρα πολύ εύκολο -άκουγα μονίμως αυτήν την κριτική όταν ήμουν και Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης- να λέμε “ναι επί της αρχής”, “θέλουμε την αξιολόγηση”, αλλά κάθε φορά που μπαίνουμε στη λεπτομέρεια τού πως θα την κάνουμε, να εγείρουμε προσκόμματα, ερωτήματα, έτσι ώστε τελικά η αξιολόγηση να καθίσταται ανέφικτη. Αν συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση είναι απαραίτητη, ας βρούμε λοιπόν έναν κοινό τόπο για το ποιο είναι το καλύτερο πλαίσιο για να μπορούμε να τη διεξάγουμε.
Διαβάζω λοιπόν μία ψύχραιμη κατάθεση η οποία έγινε σε ουδέτερο χρόνο από μία γραφίδα που δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι υπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες. Τη μεταφέρω: «Η αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού συνίσταται στην εκτίμηση της επιστημονικής και διδακτικής του επάρκειας, της παιδαγωγικής ικανότητας και της υπηρεσιακής του συνέπειας».
Ποιος μπορεί να τα αξιολογεί αυτά; Δύο άνθρωποι σε συνεργασία. Ο Διευθυντής του σχολείου και ο Σχολικός Σύμβουλος. Γιατί ποιος άλλος γνωρίζει καλύτερα από το Διευθυντή την καθημερινή υπευθυνότητα του δασκάλου; Και για την επιστημονική του επάρκεια τον πρώτο λόγο έχει ο Σύμβουλος. Και εννοείται πως κάθε εκπαιδευτικός λαμβάνει γνώση της αξιολογικής έκθεσης, με δικαίωμα ένστασης.
Ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση που χάραζε ήδη από το 2012 ο διανοητής και πολύπειρος εκπαιδευτικός Σταύρος Ζουμπουλάκης, κινείται το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ενισχύοντας μάλιστα τις υφιστάμενες παιδαγωγικές δομές, αλλά ιδρύοντας και νέες. Έτσι οι σύμβουλοι εκπαίδευσης αυξάνονται σε 800 και προσλαμβάνονται ακόμα 1.100 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί για τη συνολική υποστήριξη των παιδιών και την αντιμετώπιση εξαιρετικά ανησυχητικών φαινομένων, όπως αυτό του bullying. Ενώ ανά ομάδα σχολείων θα λειτουργούν και γραφεία συμβουλευτικής, αλλά και γραφεία επαγγελματικού προσανατολισμού.
Στόχος μου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα δεν είναι να παρουσιάσω αναλυτικά όλα τα επιμέρους μέτρα που περιλαμβάνει η μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Σκοπός μου είναι πρώτα και πάνω από όλα να αναδείξω το κοινωνικό περιεχόμενο αυτής της μεταρρύθμισης.
Ακόμα τον εκσυγχρονιστικό της χαρακτήρα, αλλά και το αναπτυξιακό της πρόσημο. Γιατί -θα το ξαναπώ- αν υπάρχει ένας δρόμος για την προσωπική ανέλιξη κάθε παιδιού στην Ελλάδα, ο δυναμικός βατήρας του για να τρέξει σε αυτόν πρέπει να είναι η δημόσια παιδεία. Και αν υπάρχει μια δύναμη που τελικά κινεί την εθνική οικονομία είναι πάλι η δημόσια παιδεία.
Ανοίγω μια παρένθεση: Ένας από τους λόγους που τόσες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις τεχνολογίας ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην πατρίδα μας δεν είναι μόνο το ωραίο μας κλίμα ή τα όποια φορολογικά κίνητρα μπορεί να έχουμε θεσπίσει για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Είναι πρώτα και πάνω από όλα το μορφωτικό επίπεδο, οι γνώσεις, αλλά και η εργατικότητα των νέων πτυχιούχων των Πανεπιστημίων και των Πολυτεχνείων μας. Για το ανθρώπινο δυναμικό, πέρα και πάνω από όλα, έρχονται ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Και αυτό το ανθρώπινο δυναμικό είναι αυτό το οποίο θα πρέπει, σε συνεννόηση και σε διάλογο με την αγορά εργασίας, να οδηγήσει στις απαραίτητες προσαρμογές το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες μιας αγοράς εργασίας σε μια οικονομία που αναπτύσσεται από καταρτισμένους αποφοίτους, αλλά και από κατόχους τεχνικής εκπαίδευσης, που τόσο πολύ τους χρειάζεται η χώρα μας.
Μιλάμε, λοιπόν, σήμερα εδώ για το δημόσιο σχολείο της επόμενης δεκαετίας που θα διακινεί ανοιχτή γνώση σε χαρούμενους μαθητές με απελευθερωμένους και δημιουργικούς τους δασκάλους και τους καθηγητές μας. Με τάξεις για όλες τις τάξεις, όπου θα προσφέρονται όχι μόνο ίσες ευκαιρίες, αλλά και ίσα δικαιώματα στην ευκαιρία σε κάθε παιδί. Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να είναι απαιτητικό τόσο προς τους λειτουργούς του όσο και προς τους μαθητές του.
Διότι ένα σχολείο πολύ εύκολο δεν υπηρετεί τελικά την άμβλυνση των ανισοτήτων, αλλά δίνει απλά πρόσθετο πλεονέκτημα σε αυτούς που μπορεί να είναι ήδη ισχυροί ή τυχεροί στην αφετηρία της διαδρομής της ζωής τους. Η απελευθέρωση, λοιπόν, του δημόσιου σχολείου αποβαίνει, τελικά, σε όφελος των πιο αδύναμων. Και η αποσάθρωση του δημόσιου σχολείου αποβαίνει τελικά σε βάρος των πιο αδύναμων.
Γιατί, ξέρετε, αυτή η ισοπέδωση προς τα κάτω, που σας αρέσει να αποκαλείτε εκδημοκρατισμό, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να στερεί από αυτά τα παιδιά το βασικό όπλο για την πρόοδο τους. Τα εθίζει τελικά στην ήσσονα προσπάθεια, αποτρέποντας τα από το ατομικό στοίχημα, αλλά και από την ομαδική δράση που οδηγούν είτε σε επιστημονική είτε σε ακαδημαϊκή επαγγελματική σταδιοδρομία.
Οικοδομείται έτσι μέσα από αυτές τις πολιτικές παθητικούς πολίτες που τελικά αναζητούν κάποιον “πατερούλη” να τους προστατεύσει. Δηλαδή, χειραγωγημένους πολίτες. Ακριβώς γι’ αυτό ζητώ και σε αυτή την αίθουσα να πάψουν να ακούγονται εύηχα ψέματα που κολακεύουν τα αυτιά, αλλά καίνε τα μυαλά.
Πού ακούστηκε ότι δεν χρειάζεται, τάχα, να ενισχυθεί η κατάρτιση σε μια χώρα η οποία ενώ παράγει σωρηδόν άνεργους πτυχιούχους έχει, σήμερα που μιλάμε -με ανεργία 15%- έλλειψη από εξειδικευμένους και καλοπληρωμένους επαγγελματίες. Ποιος είναι άραγε, σας ζητώ να αναλογιστείτε, ο ελιτιστής; Αυτός που θεωρεί εξίσου υπερήφανο και αξιοπρεπή τον φοιτητή και τον σπουδαστή, τον επιστήμονα και τον καταρτισμένο τεχνίτη ή μήπως εκείνος που ψαρεύει στα θολά νερά ενός πανεπιστημίου, δήθεν για όλους, αλλά τελικά με μέλλον για κανέναν;
Σύμφωνα με τη Eurostat από τους 100 νέους που εισάγονται στα πανεπιστήμια μας ούτε καν 60, το 59 για την ακρίβεια, αποφοιτεί. Είναι η χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη. Και αντί να δούμε τι φταίει, κάποιοι συνεχίζουν να μοιράζουν ψεύτικες υποσχέσεις.
Οι νέοι μας, όμως, σήμερα δεν ζητούν ελπίδες που σύντομα σβήνουν, αλλά προοπτικές που ανάβουν το μέλλον τους. Δηλαδή από καλές σπουδές που θα βγάζουν επιστήμονες που θα προωθούν την ανάπτυξη, αλλά και από άρτια τεχνική εκπαίδευση που θα βγάζει καλούς επαγγελματίες που θα την οικοδομούν καθημερινά μαζί με τη δική τους προσωπική επιτυχία.
Είναι καιρός, λοιπόν κύριε Τσίπρα, να σοβαρευτείτε και να σταματήσετε να δηλητηριάζετε όσους ακόμα αντέχουν να σας ακούνε. Δεν γίνεται να μην υπάρχει μία στοιχειώδης βάση εισαγωγής για τα Πανεπιστήμια. Όπως δεν γίνεται να μην έχουν λόγο τα ιδρύματα για τον αριθμό των φοιτητών που θα υποδέχονται. Γιατί όσοι εισάγονται χωρίς να αξίζουν τελικά αυτήν την εισαγωγή τους -το ξέρουμε πολύ καλά- στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν αποφοιτούν.
Και τέλος ξανασκεφτείτε αυτή την τόσο άτοπη υπόσχεση που εύκολα εκτοξεύσατε, ότι δήθεν θα κρατούν οι υποψήφιοι τους βαθμούς τους -στην αρχή είπατε για πάντα, τώρα το είπατε για ένα χρόνο- μέχρι να εισαχθούν. Δεν είναι μόνο κάτι που αντίκειται στην ύλη, στις συνθήκες, στην ίδια την ακεραιότητα των πανελλαδικών εξετάσεων. Όλα αυτά αλλάζουν κάθε χρόνο. Είναι μία κατάφωρη αδικία για την επόμενη γενιά των μαθητών του επόμενου χρόνου που θα θέλει να διεκδικήσει την είσοδό της στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Και να εξηγούμαστε: Αν θέλετε πραγματικά να είστε συνεπής με ό,τι εννοείτε τότε τολμήστε το. Προτείνετε όχι την κατάργηση, αλλά τη διατήρηση της ελάχιστης βάσης, αλλά να μπαίνουν μόνο όσοι δεν την πιάνουν διότι αυτό ακριβώς έρχεστε και λέτε σήμερα στα νέα παιδιά υποσχόμενοί τους τι; Ότι θα έρθετε αναδρομικά να τους βάλετε στο Πανεπιστήμιο από την πίσω πόρτα, σε ένα Πανεπιστήμιο από το οποίο έχουν μεγάλες πιθανότητες να μην αποφοιτήσουν.
Να τους κλείσετε το μάτι δηλαδή σε μία διαδρομή όταν γνωρίζετε πάρα πολύ καλά τα πραγματικά στοιχεία σήμερα, από τα ποσοστά αποφοίτησης, ειδικά από μία σειρά από τμήματα τα οποία έχουν εξαιρετικά χαμηλή βάση εισαγωγής στα οποία καταλήγουν φοιτητές οι οποίοι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να σπουδάσουν αυτό το αντικείμενο και προσποιούμαστε, όλοι προσποιούμαστε, το παιδί μπήκε στο Πανεπιστήμιο και φοιτά σε ένα τμήμα με βάση εισαγωγής 4 από το οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποφοιτήσει. Για να φτάσει 25 χρόνων για να λέμε “μπράβο στο παιδί που μπήκε στο δημόσιο πανεπιστήμιο”.
Και πιστεύετε ότι αυτό είναι για το καλό του παιδιού. Αν το πιστεύετε πραγματικά να έρθετε να μας εξηγήσετε το γιατί, την ίδια στιγμή που η χώρα έχει τεράστιες ανάγκες στην τεχνική εκπαίδευση και για πρώτη φορά μέσα από το μηχανογραφικό δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να κατευθυνθούν προς τα δημόσια ΙΕΚ στα οποία θυμίζω ότι επιλέγουν να φοιτήσουν ουκ ολίγοι απόφοιτοι Πανεπιστημίου.
Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο να πηγαίνει κάποιος στο Πανεπιστήμιο να παίρνει πτυχίο και να καταλήγει να επιστρέφει στο δημόσιο ΙΕΚ διότι πολύ απλά αντιλαμβάνεται ότι εκεί θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκατασταθεί επαγγελματικά.
Ας μιλήσουμε επιτέλους σε αυτά τα νέα παιδιά τη γλώσσα της αλήθειας αντί να τους κλείνετε για ακόμα μια φορά με απύθμενο λαϊκισμό το μάτι με μια ψηφοθηρική λογική η οποία δεν ανήκει απλά σε άλλες δεκαετίες, αλλά σε άλλον αιώνα.
Κλείνω, κ. Πρόεδρε, με την εξής παρατήρηση: Πρόκειται αναμφίβολα για μια τολμηρή μεταρρύθμιση αυτή που εισηγείται σήμερα το Υπουργείο η οποία έρχεται να αναβαθμίσει το περιεχόμενο της γνώσης από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο.
Σκοπός μας είναι να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη των μαθητών. Να ενσωματώσουμε στο σχολείο νέες μεθόδους διδασκαλίας και κυρίως να εξοικειώσουμε τους μαθητές μας με τις νέες εκείνες δεξιότητες που απαιτούν οι καιροί μας.
Κυρίως όμως ερχόμαστε να εμπιστευτούμε και πάλι την εκπαίδευση των παιδιών μας στους δασκάλους και στους καθηγητές τους.
Η πολιτεία κάνει σήμερα ένα καθοριστικό αποφασιστικό βήμα αναθέτοντας τις πρωτοβουλίες της μάθησης στους αληθινούς πρωταγωνιστές της: Στο κάθε σχολείο, στην κάθε τάξη, σε κάθε γωνιά της Ελλάδος.
Εξοπλίζει τη δημόσια Παιδεία με διαδικασίες, με μέσα και φυσικά με έμψυχο υλικό και την πλαισιώνει με πίστη στις μεγάλες δυνατότητες των λειτουργών της.
Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για το νέο σχολείο του 21ου αιώνα που ξεκινάει την πορεία του από τον Σεπτέμβριο που μας έρχεται. Και για να γίνει πραγματικότητα ζητώ την υποστήριξη όλων.
Το λέμε αλλά ας δούμε αν μπορούμε πραγματικά να το κάνουμε πράξη. Η δημόσια Παιδεία είναι υπόθεση εθνική. Και γι’ αυτό παρά τις αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν θα ζητήσω να χαμηλώσουμε τους τόνους. Να ξαναδιαβάσετε με νηφαλιότητα το νομοσχέδιο το οποίο φέρνουμε σήμερα προς ψήφιση. Και κάθε ψύχραιμος παρατηρητής νομίζω ότι θα μπορεί να διακρίνει εκεί το πραγματικά προοδευτικό πνεύμα που το διαπνέει.
Γι’ αυτό, κυρίες και κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, πριν αποφασίσετε τι θα ψηφίσετε ίσως θα πρέπει να ακούσετε μια συμβουλή που διατυπώθηκε πριν από πολλά χρόνια αλλά πιστεύω ότι ισχύει απόλυτα στη συγκυρία και στην περίπτωσή σας.
Ο εμβληματικός ηγέτης της ιταλικής αριστεράς, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, έλεγε, ακούστε το: «Σύντροφοι, είναι ώρα να αναπτύξουμε μια ιδιότητα που μας λείπει. Να ψάχνουμε την αλήθεια που κρύβεται στα λόγια του αντιπάλου μας».
Σήμερα, λοιπόν, εγώ σάς ζητώ κάτι ανάλογο αλλά πολύ πιο εύκολο. Να ξεφύγετε από την απόλυτη άρνηση χωρίς να βλέπετε πρώτα τι είναι αυτό το οποίο αρνείστε. Να πάψετε δηλαδή ενστικτωδώς να λέτε “καληνύχτα” όταν όλοι οι άλλοι σας λένε “καλημέρα”. Γιατί στο μεταξύ στον αληθινό κόσμο μπορεί πράγματι να έχει ξημερώσει μια νέα φωτεινή μέρα.