Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας
Κυρίες και κύριοι,
Βρίσκομαι σήμερα εδώ με ανάμεικτα συναισθήματα. Πριν από όλα, με τη σκέψη στα θύματα της τρομοκρατίας, τιμώντας την «Ημέρα Μνήμης».
Ένα χρέος της Πολιτείας προς τους αδικοχαμένους αλλά και τις οικογένειές τους. Πολλοί από εσάς βρίσκεστε σήμερα μαζί μας, σας ευχαριστώ. Μια τέτοια οικογένεια είναι και η δική μου. Γιατί η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, πριν από 30 χρόνια, σφράγισε όλους τους ανθρώπους γύρω του. Όσο για μένα, θα έλεγα ότι σήμανε το τέλος της νεότητας μου. Το τέλος της αθωότητας μου.
Ταυτόχρονα, όμως, χαλύβδωσε και την πίστη μου στην Δημοκρατία, στα βήματα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, οποίος -με ζεστό ακόμη το αίμα του Παύλου- επέλεξε, τότε, να απευθυνθεί αμέσως στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Για ν’ απαντήσει στις σφαίρες των λίγων με την ενότητα των πολλών.
Διακατέχομαι, ωστόσο, και από πίκρα γιατί μεσολάβησαν πολλά χρόνια και πολλά θύματα μέχρι να λογοδοτήσουν οι ένοχοι. Και γιατί, ενώ σχεδόν παντού στον κόσμο -τουλάχιστον παντού στη Δυτική Ευρώπη- η εξάρθρωση αυτού του είδους της τρομοκρατίας υπήρξε κεκτημένο -ήδη από την δεκαετία του 1980, στην Ελλάδα εξακολουθεί να αφήνει τα ίχνη της ακόμα και σήμερα.
Σε άλλη κλίμακα ευτυχώς. Αλλά πάντα με το ίδιο μίσος προς την κοινωνία. Μία κοινωνία η οποία, ας το παραδεχτούμε, φάνηκε αμήχανη και συχνά διστακτική.
Κάτι που, διαχρονικά, όμως, επέτρεψε στη βία να γεννά βία και να προσθέτει νέο αίμα στο αίμα που ήδη είχε χυθεί.
Μετέχω, τέλος, στη σημερινή εκδήλωση, κύριε Υπουργέ, και με την αίσθηση καθήκοντος ως εκλεγμένος Πρωθυπουργός, που οφείλει να προστατεύει την δημοκρατική ζωή και να εγγυάται το Κράτος Δικαίου. Την ταυτόχρονη ισχύ, δηλαδή, των ατομικών ελευθεριών από τη μία και της δημόσιας ασφάλειας από την άλλη. Αυτός ο συγκερασμός, αποτυπώνει και το μεγαλείο του πολιτεύματός μας.
Αλλά και το διαρκές «στοίχημα» κάθε σύγχρονης Δημοκρατίας: Αυτή τη δύσκολη ισορροπία μεταξύ της ευαισθησίας για τον πολίτη και τα δικαιώματά του και της αποτελεσματικότητας υπέρ του κοινωνικού συνόλου.
Κυρίες και κύριοι,
Είναι καιρός, επιτέλους, η μνήμη των θυμάτων της τρομοκρατίας να αποκτήσει και στην πατρίδα μας τις διαστάσεις που της αξίζουν. Γιατί, δυστυχώς, αυτή η μνήμη ανέκαθεν υπήρξε ελλειμματική, πρόσκαιρη και συχνά ρηχή. Έτσι, η λήθη μετατρεπόταν σε έναν δεύτερο θάνατο για κάθε αθώο στόχο της βίας και τους θράσους.
Είναι καιρός, όμως, η μνήμη των αδικοχαμένων να αποκατασταθεί και με βάση τον χαρακτήρα που της αρμόζει: Ως μια τραυματική εμπειρία, η οποία μεταβολίζεται όμως σε ένα ιστορικό δίδαγμα. Μέχρι τώρα, πολιτική βούληση είτε δεν υπήρξε είτε δεν συναντήθηκε με μία παλλαϊκή αντίδραση, όπως αυτή που είδαμε, συχνά, στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Φωτεινές εξαιρέσεις, όπως η κίνηση «Ως Εδώ», είναι αλήθεια πως ευαισθητοποίησαν πολλούς. Αλλά για όλους εμάς που συμμετείχαμε ως απλοί πολίτες σε αυτές τις πρωτοβουλίες υπήρχε, νομίζω πάντα, το παράπονο: Γιατί είμαστε τόσοι λίγοι. Σε γενικές γραμμές, η κοινωνία των πολιτών μούδιαζε ύστερα από κάθε χτύπημα.
Ο χαμός του Θάνου Αξαρλιάν, των εργαζομένων της Marfin, μπορεί να έφερναν δάκρυα. Αλλά όχι και τη δυναμική αντίσταση όλων των πολιτών. Κάτι που, με τον καιρό, εμπέδωνε και ένα αίσθημα ατιμωρησίας στους δολοφόνους.
Δεν είναι δουλειά μου να επιχειρήσω σήμερα μια γενεαλογία της ένοπλης τρομοκρατίας στην πατρίδα μας. Το έχουν κάνει, άλλωστε, πολλοί -είμαι σίγουρος ότι το θέμα θα το προσεγγίσουν και οι εκλεκτοί εισηγητές της ημερίδας σας- βέβαια, δεν θα αναφερθώ σε άλλες διεθνείς απειλές, όπως το φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Θα καταθέσω, όμως, στον δημόσιο προβληματισμό μας μερικές σύντομες σκέψεις. Με σκοπό, ελπίζω, να διαλύσουμε κάποιους μύθους και να δούμε την αλήθεια κατάματα, να δράσουμε ενωτικά, ώστε να κατακτήσουμε μία καθημερινότητα ασφαλή και λειτουργική για όλους μας.
Η πρώτη μου παρατήρηση αφορά τη γέννηση της μεταπολιτευτικής τρομοκρατίας. Ήταν τότε που κάποιοι αυτοπαρουσιάστηκαν ως συνεχιστές του αντιδικτατορικού αγώνα, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να σφετεριστούν την αίγλη του.
Αρχικά εμφανίστηκαν ως οι «τιμωροί» αυτού που θεωρούσαν ότι ήταν μια διαδικασία ατελούς αποχουντοποίησης. Και θέλοντας να νομιμοποιηθούν πολιτικά άντλησαν επιχειρήματα από τα δόγματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Με τα χρόνια, όμως, το προσωπείο τους έλιωσε κάτω από το φως της αλήθειας. Αποδείχθηκε ότι δεν ασκούσαν πολιτική, απλά δολοφονούσαν ανθρώπους.
Γι’ αυτό και σήμερα ακόμα, ακόμα κι όποιος πιστεύει στην Αριστερά, βρίσκεται απέναντί τους. Η Ιστορία έδειξε ότι οι αληθινοί στόχοι των τρομοκρατών ήταν η Δημοκρατία, η ενότητα της κοινωνίας και, τελικά, η πορεία της Ελλάδας προς τον εκσυγχρονισμό.
Δεύτερη παράμετρος ήταν η χρόνια αδυναμία του κράτους. Η οποία -εξ αντιδιαστολής- μεγένθυνε και την επιχειρησιακή δεινότητα των εγκληματιών, διαφημίζοντας τελικά τη δράση τους. Καθώς επί χρόνια οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας έμεναν εγκλωβισμένοι σε ιδεοληψίες σε ό,τι αφορά τις πηγές του φαινομένου, δεν εστίαζαν σωστά την προσοχή τους.
Και όσο οι τρομοκράτες δεν συλλαμβάνονταν τόσο η φήμη τους απλωνόταν. Όταν, όμως, οι διωκτικές αρχές -και πάλι υπό την ηγεσία του σημερινού Υπουργού Προστασίας του Πολίτη- άλλαξαν τρόπο σκέψης και λειτούργησαν επαγγελματικά, αυτός ο χάρτινος πύργος κατέρρευσε. Και οι δήθεν άτρωτοι εκτελεστές αποδείχθηκαν αλληλοκατηγορούμενα ανθρωπάκια.
Η τρίτη μου σκέψη, τέλος, αφορά συνολικά τις ευθύνες της πολιτικής τάξης και της στρεβλής κατεύθυνσης της δημόσιας συζήτησης γύρω από την τρομοκρατία. Διότι τα κόμματα -αλλά συχνά και διανοούμενοι της χώρας- αντιμετώπισαν συχνά τη συζήτηση αυτή υπό το πρίσμα είτε της σκοπιμότητας είτε της ιδεολογίας τους. Έτσι, όμως, άθελα τους πολλοί προσχώρησαν τελικά στην ατζέντα των φονιάδων.
Γιατί αυτοί ήθελαν να τυλίγουν τάχα με αγνά κίνητρα τα εγκλήματά τους και να σημαδεύουν αυθαίρετα ως πολιτικούς στόχους τα αθώα θύματά τους. Αποτέλεσμα; Σταδιακά, η βία να παγιώνεται στη θέση του διαλόγου. Και αντί για το μελάνι της γνώμης, να χύνεται ολοένα και πιο πολύ το αίμα του τρόμου.
Κυρίες και κύριοι,
Οι τρεις αυτές παραδοχές για την εγχώρια τρομοκρατία στα χρόνια της μεταπολίτευσης μας οδηγούν στο σήμερα. Σε συνθήκες πολύ διαφορετικές αλλά με υπόστρωμα τη δεδομένη εμπειρία, τα βιώματα, μιας κοινωνίας που πέρασε μέσα από μια βαθιά δεκαετή κρίση. Και, κυρίως, σε ένα κοινωνικό περιβάλλον το οποίο αν και έχει βγάλει συμπεράσματα από το παρελθόν, έχει ταυτόχρονα δηλητηριαστεί και από τον λαϊκισμό που μεσολάβησε.
Με άλλα λόγια, μπορεί αυτό το οποίο αποκαλούμε ένοπλη βία να χρεωκόπησε ιδεολογικά και οργανωτικά, πρόλαβε όμως να φθείρει θεσμούς στη συνείδηση μιας μερίδας του λαού μας. Ο πόνος που σκορπά δεν εγείρει την ίδια αγανάκτηση σε όλους. Κι ακόμα υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι υπαρκτές αδυναμίες του πολιτικού συστήματος θα λυθούν, τελικά, έξω από το πλαίσιο λειτουργίας του.
Σε όλα αυτά η Δημοκρατία καλείται να δώσει απαντήσεις. Και, μάλιστα, σε ένα πεδίο πολύ πιο σύνθετο απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η πολύχρονη παρουσία της βίας στη δημόσια ζωή, της επέτρεψε να κλιμακωθεί ποσοτικά αλλά και να μεταλλαχθεί ποιοτικά: Η γροθιά έγινε ρόπαλο, το ρόπαλο μολότοφ και η μολότοφ καλάσνικοφ.
Η παράνομη διαμαρτυρία σε μία σχολή μετατράπηκε εύκολα σε μία κατάληψη ενός ξένου κτιρίου. Και ύστερα -πολύ εύκολα- σε γιάφκα παρανομίας, συχνά σε συνεργασία με το κοινό ποινικό έγκλημα.
Ενώ η χρόνια αδράνεια της Πολιτείας επέτρεψε στην κουλτούρα της βίας να διαχυθεί στην κοινωνία. Να απλωθεί σε πολλές πόλεις. Και, σε ορισμένες γειτονιές, να αποκτήσει χαρακτηριστικά καθεστώτος.
Τα συνθήματα των παλιών τρομοκρατών έχουν καταρρεύσει. Η δράση τους πνίγηκε στο αίμα ανθρώπων κάθε ηλικίας, τάξης και επαγγέλματος.
Οι νεότεροι, λοιπόν, δεν έχουν τι να προτείνουν. Αυτό, όμως, δεν τους καθιστά λιγότερο επικίνδυνους: Είναι το ίδιο αδίστακτοι εχθροί της δημοκρατικής νομιμότητος. Με τυφλό μίσος, εξακολουθούν να απειλούν ζωές, να πυρπολούν περιουσίες, να βεβηλώνουν μνημεία σε έναν ρόλο πολιτικής μαφίας της καθημερινότητας.
Η μάχη, λοιπόν, για την ασφάλεια είναι προτεραιότητα, για μένα προσωπικά αλλά και για την κυβέρνησή μου. Μαζί με την οικονομία, άλλωστε, συγκροτεί το δίπολο της εσωτερικής πολιτικής για το οποίο ψηφίστηκε η κυβέρνησή μας. Στην εγκληματολογία η «θεωρία του σπασμένου παραθύρου» είναι σαφής: Αν σε ένα κτήριο που βανδαλίστηκε ένα μείνει κατεστραμμένο και παραβιασμένο, τότε πολύ εύκολα ακολουθούν και άλλα.
Η βία, λοιπόν, είναι μια ρωγμή στο οικοδόμημα της Δημοκρατίας -και θα κλείσει!
Δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω ότι η ασφάλεια αποτελεί το βασικό αναφαίρετο δικαίωμα του πολίτη χωρίς το οποίο τελικά δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε κοινωνική πρόοδος. Ότι αφορά όλους τους πολίτες, αλλά πρωτίστως τους πιο αδύναμους. Και ότι εγγυητής του είναι μόνο το Κράτος Δικαίου, η οργανωμένη πολιτεία, η οποία οφείλει να επιβάλλει τον νόμο, φροντίζοντας ακόμα και για όσους τον αμφισβητούν.
Γιατί αυτή η οργανωμένη πολιτεία είναι ο αποκλειστικός, ο μόνος, φορέας της νόμιμης βίας. Με σκοπό, όχι να εκδικείται -όπως σωστά είπατε στην εισαγωγή, μια Δημοκρατία ποτέ δεν εκδικείται- με σκοπό όμως να μας προστατεύει, αλλά και να αυτοπροστατεύεται από τυχόν αυθαιρεσίες.
Με την ίδια έμφαση, ωστόσο, θα επιμένω να τονίζω πως η βία δεν έχει χρώμα και η καταδίκη της δεν μπορεί πια να γίνεται επιλεκτικά με αστερίσκους και διευκρινιστικές υποσημειώσεις. Για να το πω διαφορετικά, ύστερα από τόσες οδυνηρές εμπειρίες, στη σημερινή Ελλάδα δεν επιτρέπεται να έχουμε πολιτικούς που δεν συμπαρίστανται σε θύματα βομβιστικών επιθέσεων.
Δεν γίνεται να ονομάζονται «ακτιβισμός» οι καταστροφές. Και, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να μένει σιωπηλός μπροστά σε φονικά χτυπήματα εναντίον αστυνομικών σε ώρα καθήκοντος.
Με την ίδια ένταση, όμως, η πολιτεία οφείλει να είναι αμείλικτη και απέναντι στην νέα βία η οποία πηγάζει από την ακροδεξιά. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ακόμα μια ανοιχτή πληγή στην κοινωνία μας.
Το ίδιο και οι ρατσιστικές επιθέσεις. Όπως και τα χτυπήματα εναντίον της ενημέρωσης με τελευταίο κρούσμα τον ξυλοδαρμό Γερμανού δημοσιογράφου, χθες, στο Σύνταγμα. Όλα αυτά δεν έχουν καμία θέση στον τόπο μας.
Τρομοκρατία και Δημοκρατία είναι δύο έννοιες ασύμβατες. Γιατί το «κράτος τρόμου» των λίγων θα είναι πάντοτε εχθρός του «κράτους δήμου» των πολλών. Και γιατί η Δημοκρατία βλέπει ισότιμα όλους τους ανθρώπους. Ενώ η τρομοκρατία, εξ ορισμού, τους χωρίζει, καθορίζοντας με το «έτσι θέλω» ακόμη και την ίδια τους την ύπαρξη.
«Δεν βλέπαμε πως οι ζωές των θυμάτων ήταν ίδιες με τις ζωές εκείνων στο όνομα των οποίων χτυπούσαμε». Είναι η παραδοχή του πρώην εκτελεστή της βασκικής ΕΤΑ, Χοσέ Σιστιάγκα. Νομίζω με τα λόγια του τα λέει όλα. Γι’ αυτό κι απέναντι στη βία δεν επιτρέπεται καμία υποχώρηση και κανένας συμψηφισμός.
Κυρίες και κύριοι,
Γνωρίζω ότι τόσα χρόνια ολιγωρίας και πολλά βήματα τα οποία έγιναν προς τα πίσω έχουν υψώσει τον πήχη των προσδοκιών. Όμως, το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και ας μην κοροϊδευόμαστε, έχει ήδη κακοφορμίσει. Η θεραπεία του, συνεπώς, θα χρειαστεί και χρόνο και μεθοδικότητα και επαγγελματισμό. Δεν θα λείψουν λάθη και αστοχίες. Είναι, ωστόσο, σημαντικό ότι ο αγώνας ξεκίνησε και θα ολοκληρωθεί.
Ήδη η αντεγκληματική μας πολιτική ξεδιπλώνεται σε πολλά μέτωπα: Αίρουμε τα γκέτο σε πανεπιστήμια και σε γειτονιές. Πυκνώνουμε το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΛ.ΑΣ. ανανεώνουμε τον εξοπλισμό και τα μέσα της -ήδη 1.500 νέοι αστυνομικοί βρίσκονται στον δρόμο, μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο το αίσθημα της ασφάλειας σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας.
Τα καθημερινά μέτρα πλαισιώνονται, όμως, και από μια σειρά από ευρύτερες πρωτοβουλίες.
-Σε τρεις μήνες από τώρα -είναι η δέσμευσή του Υπουργού- η χώρα θα αποκτήσει Εθνική Στρατηγική για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας και του Βίαιου Εξτρεμισμού. Ένα θεσμικό και στρατηγικό κείμενο για να καλυφθεί ένα κενό πολιτικής που επί χρόνια σκίαζε την εικόνα της Ελλάδας στην αξιολόγησή της από διεθνείς οργανισμούς.
-Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ιδρύεται, επίσης, Διεύθυνση Πρόληψης της Βίας. Ένα ειδικό επιτελείο με αιχμή του ενδιαφέροντός του τη ριζοσπαστικοποίηση που τροφοδοτεί την τρομοκρατία. Και με πεδίο δράσης που θα απλώνονται παντού, από τα σωφρονιστικά καταστήματα μέχρι τις οργανώσεις φιλάθλων.
-Δρομολογείται, τέλος, μια εκστρατεία αποδόμησης αυτού που θα αποκαλούσαμε το «οπλοστάσιο ιδεών» του αίματος. Μία καμπάνια ευαισθητοποίησης, από κοινού με τους Δήμους, με τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Γιατί, στους ταραγμένους καιρούς μας, η γόνιμη νεανική αμφισβήτηση εύκολα γίνεται τάση ή μόδα της βίας.
Κυρίες και κύριοι,
Κλείνω με τη βεβαιότητα ότι η σημερινή ημερίδα θα αποτελέσει μια πολύτιμη συμβολή στον προβληματισμό μας. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, προφανώς, και περνά μέσα από την καταστολή. Κυρίως, όμως, περνά μέσα από την απαξίωσή της. Περνά μέσα από την απονομιμοποίηση της. Από την εμπέδωση μιας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε αυτό το ζητούμενο, κρίσιμο ρόλο αναλαμβάνει η Πολιτική με όπλα το διάλογο, τη συνεννόηση και την καταλλαγή.
Ωστόσο -και θα κλείσω με αυτό- τίποτα θετικό, τελικά, δεν θα επιτευχθεί χωρίς την ενεργοποίηση των απλών πολιτών. Είναι αυτοί που πρώτοι καλούνται να διαφυλάξουν τη συλλογική μνήμη, ορθώνοντας -με τη στάση τους- το δικό τους ανάστημα απέναντι στη βία.
Κι αυτό θα συμβεί όταν κάθε νέος μας θα μεταφράσει σε δημιουργική προσπάθεια την αντισυμβατική απειθαρχία της ηλικίας του. Θα συμβεί όταν κάθε περαστικός αντιμετωπίσει το δημόσιο χώρο ως κομμάτι της προσωπικής του περιουσίας, γιατί αυτό είναι. Θα συμβεί όταν ο κάθε πολίτης αντιληφθεί ότι, απέναντι στη βία, η δική του φωνή είναι ακόμα ισχυρότερη και από την αστυνομική ασπίδα.
Σας ευχαριστώ πολύ.