Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή για το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τους πολίτες 60 ετών και άνω στη συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Υγείας
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, πρωταγωνιστής αυτής της κοινοβουλευτικής συζήτησης είναι η υγεία. Γιατί σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα AIDS, εξετάζουμε προβλέψεις οι οποίες κατοχυρώνουν δικαιώματα φορέων και ασθενών αυτής της βουβής επιδημίας, η οποία διαρκεί πια 40 χρόνια.
Ενώ ταυτόχρονα, καλούμαστε να ψηφίσουμε και μία κρίσιμη ρύθμιση στη μάχη εναντίον του κορονοϊού. Μιας επιθετικής πανδημίας που μας ταλαιπωρεί εδώ και δύο χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα: επιτρέψτε μου να αναφερθώ πολύ επιγραμματικά σε τρεις βασικές διατάξεις που εισάγει το νομοσχέδιο αυτό.
Αρχικά την επέκταση της άυλης συνταγογράφησης και στις αντιρετροϊκές θεραπείες. Θυμίζω ότι πια η πρόοδος της επιστήμης είναι τέτοια που έχει μετατρέψει το HIV AIDS από μία συμβολαιογραφική πράξη θανάτου, σε μία διαχειρίσιμη χρόνια ασθένεια. Και οι συμπολίτες μας, οι άνθρωποι οι οποίοι λαμβάνουν τις σχετικές θεραπείες, έχουν τόσα χαμηλά επίπεδα του ιού που ουσιαστικά, να μην μπορούν πια να τον μεταδίδουν.
Αυτή, λοιπόν, η επέκταση της άυλης συνταγογράφησης θα βελτιώσει ουσιαστικά την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των οροθετικών συμπολιτών μας, μειώνοντας το γραφειοκρατικό φόρτο στις ήδη επιβαρυμένες μονάδες λοιμώξεων.
Δεύτερον, η καθιέρωση δωρεάν αυτοδιαγνωστικών ελέγχων για την έγκαιρη ενημέρωση και τον περιορισμό της μετάδοσης του HIV, είναι και αυτή ιδιαίτερα σημαντική. Κάτι το οποίο αφορά πρωτίστως τις πιο ευάλωτες ομάδες. Και τέλος, μία εκκρεμότητα η οποία έρχεται από το παρελθόν και χρειάστηκε πολύ χρόνο για να έρθει σήμερα να ρυθμιστεί από μία φιλελεύθερη κεντροδεξιά κυβέρνηση. Και αναφέρομαι στην αναγνώριση της δυνατότητας τεκνοθεσίας από γονείς οροθετικούς, εφόσον αυτοί λαμβάνουν κανονικά τη θεραπεία τους.
Πρόκειται για ενέργειες που εναρμονίζουν τη χώρα μας με όσα ισχύουν στην υπόλοιπη Ευρώπη, λύνοντας προβλήματα δεκαετιών, αλλά και αίροντας απαράδεκτες διακρίσεις και ταυτόχρονα πολεμώντας ξεπερασμένες προκαταλήψεις. Και, νομίζω, ότι με αυτόν τον τρόπο τιμούμε στην πράξη και όχι στα λόγια την Παγκόσμια Ημέρα AIDS.
Έρχομαι τώρα στο κυρίαρχο θέμα της επικαιρότητας: Στην ουσία της χθεσινής μου απόφασης για τον αναγκαίο εμβολιασμό των συμπολιτών μας άνω των 60 ετών. Και επιμένω, όπως διαπιστώνετε, στο επίθετο «αναγκαίος» γιατί το θεωρώ ισχυρότερο από τον όρο «υποχρεωτικός». Όχι μόνο γιατί αφορά την προστασία των πιο ευάλωτων στην πανδημία, αλλά γιατί αποτρέπει τον κίνδυνο που μπορεί αυτοί να προκαλέσουν στους γύρω τους. Συνεπώς, αποτελεί υπόθεση ολόκληρης της κοινωνίας.
Θα προσθέσω ακόμα ότι η πρωτοβουλία αυτή της Κυβέρνησης δεν εκδηλώνεται σε κάποιον ουδέτερο χρόνο, με κάποια οριζόντια εφαρμογή, αλλά έρχεται ενόψει και της ιδιαίτερα ανησυχητικής μετάλλαξης «Όμικρον» και με επίκεντρο πάντα τη συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία. Αυτή που έρχεται πρώτη σε θύματα COVID-19, αλλά δυστυχώς τελευταία στην προθυμία να εμβολιαστεί.
Αποτελεί, δηλαδή, μία επιλογή επίκαιρη και στοχευμένη την οποία διαπερνά και η δικαιοσύνη, αλλά και η αναλογικότητα, αλλά πιστεύω και η αποφασιστικότητα ως κορύφωση μιας πολύμηνης προσπάθειας πειθούς.
Από την πρώτη στιγμή δεν έκρυψα ότι η συγκεκριμένη απόφαση με απασχόλησε πολύ. Θα έλεγα ότι με βασάνισε προσωπικά. Είμαι ένας βαθιά φιλελεύθερος πολιτικός και οποιαδήποτε έννοια υποχρεωτικότητας μού είναι επί της αρχής- ειδικά όταν πρόκειται για ζητήματα υγείας- αρκετά, θα έλεγα, δυσκολοχώνευτη.
Όμως, εξ αρχής τόνισα πως νιώθω βαρύτερη την ευθύνη για το κοινό καλό, όπως και για το καλό όσων, ακόμα, οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν.
Έτσι, αντίθετα με κάποιους που άλλοτε αναλάμβαναν το ρίσκο να διασπούν το υγειονομικό μέτωπο, προσωπικά αναλαμβάνω το δικό μου και προτιμώ να φανώ πρόσκαιρα αυστηρός, αλλά γρήγορα να αποδειχθώ υγειονομικά σωστός. Και, πιστέψτε με, ακούω τις ενστάσεις και τις εύλογες ενδεχομένως απορίες των πολιτών. Θέλω να απαντήσω σήμερα σε όλες, με πραγματικά στοιχεία αλλά και με χειροπιαστές αλήθειες.
Ερώτηση πρώτη, η οποία κατατίθεται στο δημόσιο διάλογο: γιατί υποχρεωτικό εμβόλιο στους πιο ηλικιωμένους πολίτες;
Γιατί τα δεδομένα είναι αδυσώπητα. 9 στους 10 Έλληνες που πεθαίνουν σήμερα είναι άνω των 60 ετών. 7 στους 10 διασωληνωμένους στις ΜΕΘ ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παραπάνω από 8 στους 10 δεν έχουν εμβολιαστεί.
Πρόκειται, λοιπόν, αναντίρρητα, για εκείνους οι οποίοι κινδυνεύουν περισσότερο. Αλλά και γι’ αυτούς οι οποίοι, καθώς μένουν απροστάτευτοι, πολιορκούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, στερώντας θεραπεία από χιλιάδες άλλους πολίτες με πολύ σοβαρές ασθένειες.
Ερώτηση δεύτερη: γιατί όμως τώρα; Μήπως βιαστήκατε, μήπως αργήσατε, μήπως έπρεπε να είχατε κινηθεί ακόμα πιο γρήγορα σε αυτήν την κατεύθυνση;
Απάντηση: διότι τώρα η απειλή είναι μεγαλύτερη. Δεν γνωρίζουμε ακόμα τις συνέπειες της μετάλλαξης «Όμικρον».
Γνωρίζουμε, όμως, ότι όσο πιο γρήγορα επιταχύνουμε τους εμβολιασμούς και της πρώτης, αλλά και της τρίτης δόσης τόσο καλύτερα προστατευμένοι θα είμαστε απέναντι στον απρόβλεπτο χαρακτήρα του ιού.
Γνωρίζουμε, όμως, και κάτι ακόμα: Γνωρίζουμε ότι τον τελευταίο μήνα οι ηλικιωμένοι συμπολίτες μας έδειξαν σχετικά μεγαλύτερη απροθυμία να εμβολιαστούν σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές κατηγορίες.
Τις τελευταίες τρεις εβδομάδες συνολικά κλείστηκαν σχεδόν 2.000.000 ραντεβού πρώτης, δεύτερης και τρίτης δόσης όλων των ηλικιών. Όμως από τους 580.000 ανεμβολίαστους 60 ετών και άνω μόλις 70.000 έσπευσαν να κλείσουν το ραντεβού τους για πρώτη δόση και να αποκτήσουν με αυτόν τον τρόπο ασπίδα προστασίας. Ήταν η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση σε σχέση με όλες τις άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Σε αυτούς, λοιπόν, κυρίως πρέπει να εστιαστεί η δράση μας.
Θα επιμείνω, επίσης, και στην έννοια της αρχής της αναλογικότητας η οποία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Φτάνουμε σε αυτό το βήμα πολύ απλά επειδή εξαντλήσαμε όλα τα άλλα ενδιάμεσα στάδια.
Ερώτηση τρίτη. Ναι, αλλά μήπως το οικονομικό μέτρο των 100 ευρώ είναι πολύ αυστηρό; Γιατί προβαίνετε στην επιλογή ενός διοικητικού προστίμου;
Η απάντηση, καταρχάς, επί της ουσίας, είναι απλή. Μόνο το πρόστιμο προσδίδει στη ρύθμιση το γνήσιο υποχρεωτικό της χαρακτήρα. Αλλά από την άλλη ας το δει κανείς και λίγο διαφορετικά. Δεν αποτελεί παρά ένα αντίτιμο υγείας για την ενίσχυση, τελικά, των νοσοκομείων τα οποία τόσο δοκιμάζονται. Μία τελευταία ώθηση για να λάβουν, όσοι πρέπει, τη σωστή απόφαση. Είναι πολύ εύκολο να μην καταβάλλει κανείς το πρόστιμο, αρκεί να εμβολιαστεί. Είναι τόσο απλό.
Και, ασφαλώς, το πρόστιμο το οποίο επιλέξαμε είναι πολύ μακριά από πρόστιμα της τάξεως των 7.000 ευρώ, που είδα να ισχύουν στην Αυστρία ή πρόστιμο, προσέξτε, έως 1.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας COVID-19 που ισχύει σήμερα στην Ιταλία. Αν σε συλλάβουν στα μέσα μαζικής μεταφοράς χωρίς μάσκα θα πληρώνεις πρόστιμο ως και 1.000 ευρώ στη γειτονική μας Νότια Ιταλία.
Είναι, όμως, τα 100 ευρώ ένα σημαντικό ποσό και κατά συνέπεια θεωρώ ότι είναι ένα σοβαρό αντικίνητρο για την πορεία προς την αρρώστια και τον πόνο. Ένα μέτρο το οποίο, όπως σας είπα, έρχεται ύστερα από διαρκείς και πολύμηνες ενέργειες πειθούς εκ μέρους της πολιτείας.
Ερώτηση τέταρτη. Κάνατε αρκετά προηγουμένως για να καταλήξετε τελικά εκεί;
Απαντώ και θυμίζω τις ενέργειες οι οποίες προηγήθηκαν πέρα από την έγκαιρη και δωρεάν εξασφάλιση των εμβολίων μέσα από την επιχείρηση «Ελευθερία», τον κατ’ οίκον εμβολιασμό από τα κινητά συνεργεία σε νησιά, σε χωριά, σε απομακρυσμένες περιοχές, σε ειδικές ομάδες πληθυσμού, όπως οι Ρομά. Την ελεγχόμενη πρόσβαση σε κλειστούς χώρους από τον Ιούλιο. Και την είσοδο μόνο σε εμβολιασμένους και σε νοσήσαντες από τις αρχές Νοεμβρίου.
Την καθιέρωση της 3ης δόσης ως προϋπόθεσης πλήρους εμβολιασμού και την παρότρυνσή μας -μέσω επιστολής μου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή- να ακολουθήσει και αυτή την ίδια πρακτική. Ήταν πρόταση αν δεν κάνω λάθος την οποία είχε καταθέσει στο δημόσιο διάλογο και ο κ. Φίλης, σωστή και την υιοθετήσαμε, πρώτοι θυμίζω στην Ευρώπη.
Πρώτοι στην Ευρώπη εφαρμόσαμε τη δωρεάν και καθολική διάθεση self-test από την περασμένη άνοιξη. Και αυτή η στρατηγική μας τότε λοιδορήθηκε, όμως φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματική, ειδικά για να μπορέσουμε να ανοίξουμε ξανά τα σχολεία μας.
Ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίσαμε τις χρόνιες παθογένειες του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας, εντάσσοντας ιδιώτες γιατρούς στο πρόγραμμα εμβολιασμών, στο σπίτι ή στο ιατρείο. Κάποια στιγμή όταν περάσει αυτή η περιπέτεια, κύριε Υπουργέ, θα κάνουμε την αξιολόγηση και της ανταπόκρισης του ιδιωτικού τομέα σε αυτό το πρόγραμμα, η οποία, δυστυχώς, παρά τα οικονομικά κίνητρα που δώσαμε, δεν ήταν τελικά η επιθυμητή.
Πρώτη, επίσης, η χώρα μας άνοιξε την αναμνηστική, την 3η δόση σε όλους τους ενήλικους, μπροστά από τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, πριν ακόμα αναγνωριστεί από την παγκόσμια ιατρική κοινότητα η σημασία της αναμνηστικής δόσης. Μάλιστα έχω ζητήσει και από την Επιτροπή Εμβολιασμών να εξετάσει να συντομευθεί το διάστημα μεταξύ 2ης και 3ης δόσης, καθώς δεν είμαι γιατρός, αλλά μου είναι απολύτως προφανές ότι η ανοσία φθείρει σταδιακά. Δεν τη χάνει κανείς απότομα στους 6 μήνες.
Εάν μπορούμε, λοιπόν, κύριε Υπουργέ και πιστεύω ότι έχουμε τη δυνατότητα, και μας το εγκρίνουν αυτό οι ειδικοί, να ανοίξουμε την 3η δόση ενδεχομένως και στους 4 μήνες. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι οι επιχειρησιακοί υπεύθυνοι της επιχείρησης «Ελευθερία», μπορούν να ανταποκριθούν έτσι ώστε να επιταχύνουμε και άλλο την αναμνηστική δόση ως πρόσθετη ασπίδα άμυνας απέναντι στον κορονοϊό και στις πιθανές μεταλλάξεις του.
Και, βέβαια, σε όλο αυτό το διάστημα που μας κατηγορούν κάποιοι ότι δεν έχουμε κάνει αρκετά να ενημερώσουμε, υπάρχει εκστρατεία ενημέρωσης. Εδώ κάνουν Εξεταστική Επιτροπή για την εκστρατεία ενημέρωσης. Έτσι δεν είναι;
Υπάρχει εκστρατεία ενημέρωσης. Είναι προσανατολισμένη στις μεγάλες ηλικίες και δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει σήμερα συμπολίτης μας ο οποίος να αρνείται την πραγματικότητα, ότι το μήνυμα για τα δεδομένα του εμβολιασμού πρέπει να έχει φτάσει και μέχρι τον τελευταίο συμπολίτη μας. Όχι μόνο μέσα από τα επίσημα κανάλια της πολιτείας αλλά μέσα από τους ειδικούς οι οποίοι επιστρατεύονται, μέσα από την Εκκλησία-η οποία και αυτή παρά τις κάποιες εξαιρέσεις έχει κάνει φιλότιμη προσπάθεια να πείσει για την ανάγκη εμβολιασμού- τους δημάρχους, τις πρωτοβάθμιες ομάδες και δομές υγείας. Αλλά, κυρίως, τις ιστορίες των ιδίων των παθόντων, των ανεμβολίαστων οι οποίοι βλέπουν «το χάρο κατάματα» και όταν ευτυχώς ξαναπαίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους έρχονται και λένε δημόσια «μακάρι να ήξερα. Μακάρι να ήξερα από πριν για να μην περάσω αυτή την ταλαιπωρία».
Υπάρχουν και τόσοι άλλοι ακόμα που δεν θα μας πουν ποτέ την ιστορία τους. Όμως, και την ιστορία τους μας τη λένε οι συγγενείς τους. Και είναι οι ανεμβολίαστοι οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους, δεν κέρδισαν αυτή τη δύσκολη μάχη παρά τη μεγάλη προσπάθεια την οποία έκαναν οι ίδιοι και οι γιατροί που τους φρόντιζαν.
Άρα, μπορούμε σήμερα πραγματικά να συζητάμε σε αυτή τη χώρα ότι δεν έχει γίνει η σωστή ενημέρωση, ότι δεν έχουμε κάνει ό,τι περνάει από το χέρι μας για να ενημερώσουμε τον κάθε Έλληνα πολίτη για το τί πραγματικά συμβαίνει με τον κορονοϊό; Και, εν πάση περιπτώσει, τι άλλο θα είχατε να προτείνετε επιτέλους για να μπορέσουμε να κάνουμε ακόμα πιο αποτελεσματική αυτή την εκστρατεία πειθούς; Και, ναι, αυτή η εκστρατεία, αυτή η εκστρατεία μας οδήγησε στα ποσοστά εμβολιασμού που είμαστε σήμερα. 83% των συμπολιτών μας άνω των 60 έχουν εμβολιαστεί. Πείστηκαν με κάποιο τρόπο. Αλλά μιλάμε για το 17% το οποίο δεν έχει εμβολιαστεί ακόμα και το οποίο είναι πολύ μεγάλο ποσοστό για να το αγνοήσει κανείς.
Και ας έρθει κάποιος να μου πει ότι για 500.000 συμπολίτες μας σήμερα οι οποίοι για κάποιους λόγους ακόμα αρνούνται να κάνουν το εμβόλιο, ότι δεν πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, για να τους εμβολιάσουμε. Για να εμβολιαστούν μάλλον- δεν θα τους εμβολιάσουμε εμείς εδώ πέρα- για να εμβολιαστούν και να προστατευτούν με αυτόν τον τρόπο.
Ερώτημα πέμπτο. Άκουσα και κάποιους συναδέλφους από την Αξιωματική Αντιπολίτευση να το εγείρουν. Είναι συνταγματικό το μέτρο;
Φαντάζομαι, εξ όσων γνωρίζω δεν εγείρει η Αξιωματική Αντιπολίτευση ζήτημα αντισυνταγματικότητας, άρα θα συμφωνείτε μαζί μου ότι το άρθρο 5 παράγραφος 5 αναφέρει ρητά ότι «το κράτος μεριμνά για τη δημόσια υγεία». Το άρθρο 21 παράγραφος 3 έχει συγκεκριμένη αναφορά στην ανάγκη προστασίας των μεγαλύτερων ηλικιών.
Ναι, η πρόβλεψη είναι απολύτως συνταγματική, δεν το λέμε μόνο εμείς, το λένε έγκριτοι συνταγματολόγοι πολλοί εκ των οποίων δεν πρόσκεινται και στο δικό μας πολιτικό χώρο. Αναφέρω ενδεικτικά τον καθηγητή τον κ. Μανιτάκη ο οποίος σε αρθρογραφία του -την οποία διάβασα- υπερασπίστηκε τη συνταγματικότητα της σχετικής ρύθμισης. Έχει εξάλλου ήδη τη σφραγίδα, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολλών εθνικών και διεθνών δικαστηρίων αλλά και του ιδίου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Επομένως δεν εγείρεται ουσιαστικά κανένα νομικό, συνταγματικό ζήτημα.
Ερώτημα έκτο. Αν είναι έτσι γιατί δεν επεκτείνετε την υποχρεωτικότητα παντού;
Απαντώ: Γιατί οι δράσεις μας πρέπει πάντα να είναι αναλογικές. Η επιλογή μας είναι να λειτουργεί η οικονομία και η κοινωνία, να μην ξαναγίνει ποτέ lockdown ενώ θα πρέπει προστατεύεται και η δημόσια υγεία. Για αυτό και οι παρεμβάσεις μας πρέπει να είναι στοχευμένες. Δεν γεμίζουν σήμερα οι ΜΕΘ από στρατιωτικούς και αστυνομικούς. Από ηλικιωμένους γεμίζουν. Εκεί στρέφουμε, λοιπόν, το ενδιαφέρον μας.
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θέλησα με λίγα λόγια να εξηγήσω στην Εθνική Αντιπροσωπεία, αλλά και στον ελληνικό λαό, γιατί κατέληξα στην απόφαση να προτρέψουμε πιο δυναμικά τους μεγαλύτερους να εμβολιαστούν, ώστε να τους αποτρέψουμε από το να απειληθούν. Είναι κάτι το οποίο να είστε σίγουρες και σίγουροι σχεδιάζουν ήδη και πολλές άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Κυρίως, όμως, και αυτό νομίζω ότι είναι το πιο ουσιαστικό, είναι ένα μέτρο στο οποίο φαίνεται να ανταποκρίνονται οι ίδιοι οι συμπολίτες μας.
Προσέξτε, πριν ανακοινώσουμε το μέτρο ο ημερήσιος ρυθμός των νέων ραντεβού για τις ηλικίες άνω των 60 ήταν περίπου 2.000 ραντεβού την ημέρα. Από τότε που ανακοινώσαμε το μέτρο, από χθές το μεσημέρι, έχουν κλειστεί σχεδόν 20.000 ραντεβού. 20.000 ραντεβού, σχεδόν 10 φορές περισσότερα. Ευχαριστώ όλους τους συμπολίτες μας έστω και αν μπορεί να αισθάνονται κάποια δυσθυμία μέσα τους για αυτή μας την επιλογή, κάνουν το σωστό. Κι αν συνεχίσουμε με αυτό το ρυθμό, τότε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το μέτρο δεν θα είναι απλά αναλογικό, δίκαιο, νόμιμο, αλλά πρωτίστως αποτελεσματικό. Και είναι μία κίνηση που έρχεται να πλαισιώσει μία πολιτική με συνέχεια και αποτέλεσμα.
Θέλω να ξαναπώ ότι έχουμε φτάσει ήδη στο 83% των συμπολιτών μας άνω των 60 που έχουν εμβολιαστεί και πάνω από 7 εκατομμύρια Έλληνες- 3 στους 4 συμπολίτες μας άνω των 18- έχουν κάνει αυτή την επιλογή. Πάμε καλύτερα, λοιπόν, αλλά δεν πάμε όσο καλά θα θέλαμε. Δεν πάμε όσο καλά χρειάζεται για να μπορέσουμε, επιτέλους, να σφυρίξουμε, να βάλουμε τους τίτλους τέλους σε αυτή την πανδημία- διότι δυστυχώς, αγαπητή μου αναπληρώτρια Υπουργέ, κυρία Γκάγκα, έπεσαν έξω οι προβλέψεις, οι αρχικές προβλέψεις των λοιμωξιολόγων οι οποίες έλεγαν ότι με ένα 70% περίπου θα είχαμε χτίσει το τείχος ανοσίας- είναι σαφές ότι χρειάζεται να πάμε σε πολύ υψηλότερα ποσοστά.
Πόσο μάλλον για να προστατευτούμε έναντι των μεταλλάξεων οι οποίες, ήδη, μας απειλούν. Και να μειώσουμε αυτό το 17% στους ηλικιωμένους οι οποίοι δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί. Ναι, αυτό είναι εθνικός στόχος, είναι η γραμμή που επιβάλλει η πολιτική ευθύνη στην οποία ακολουθώ, μία πολιτική, θα το ξαναπώ που, σώζει ζωές, σώζει ζωές, σώζει ζωές. Και αυτή είναι η πρώτη μου ευθύνη ανεξαρτήτως του οποιουδήποτε πολιτικού κόστους μπορεί αυτή η επιλογή να συνεπάγεται.
Είμαι έτοιμος, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να ακούσω κάθε ρεαλιστική πρόταση ή και αντιπρόταση που ενδεχομένως να έφερνε κάποιο καλύτερο αποτέλεσμα και θα βοηθούσε να απαλλαγούμε νωρίτερα από αυτό τον υγειονομικό εφιάλτη. Όχι, όμως, με ληγμένες φωτοβολίδες σαν την διαβόητη «προαιρετική υποχρεωτικότητα». Γιατί μόνο απεγνωσμένη αντιπολιτευτικότητα φανερώνει αυτή η διγλωσσία και το φλερτ με τους αντιεμβολιαστές.
Άκουγα -δεν θα έκανα αυτή την αναφορά, αλλά στο βήμα πριν από 15 λεπτά ήταν ο κύριος Πολάκης, δεν ήσασταν στην αίθουσα, κ. Τσίπρα- τον άκουγα από το γραφείο μου. Πάλι τα ίδια, πάλι επίκληση του αριθμού των εμβολιασμένων συμπολιτών μας οι οποίοι έχουν χάσει τη ζωή τους. Πάλι η ίδια επιχειρηματολογία η οποία κλείνει το μάτι στους αντιεμβολιαστές ακολουθώντας την πιο πεπατημένη, τετριμμένη και επιστημονικά εσφαλμένη λογική, ότι αρρωσταίνουν και οι εμβολιασμένοι και πεθαίνουν βεβαίως και εμβολιασμένοι. Αρα τι σημαίνει άραγε αυτό; Ότι πρέπει να σταματήσουμε να επιμένουμε στους εμβολιασμούς;
Πατάτε σε δύο βάρκες. Εξακολουθείτε να πατάτε σε δύο βάρκες, αλλά είναι καιρός για καθαρές κουβέντες και για συγκεκριμένες λύσεις. Πριν από 5 μήνες ο κ. Τσίπρας χαρακτήριζε εξευτελιστική, εξευτελιστική τη σύνδεση του εμβολίου μιλώντας για χαρτζιλίκι 150 ευρώ προς τους νέους. Έτσι δεν λέγατε κ. Τσίπρα; Τότε η συμμετοχή στον εμβολιασμό των νέων ήταν μόλις 15%. Έχει ανέβει σχεδόν στο 70%. Χρειαζόμασταν ένα μέτρο παρότρυνσης για να ξεκινήσουμε τη διαδικασία του εμβολιασμού.
Εσείς ο ίδιος, όχι μόνο εσείς, και στελέχη σας, ο κ. Φίλης, χθες μας είπατε τα αντίθετα από αυτά τα οποία λοιδορούσατε πριν από 5 μήνες. Τώρα ζητήσατε οικονομικά κίνητρα για να εμβολιαστούν οι μεγαλύτεροι. Έτσι δεν είναι; 100 ευρώ ως χαρτζιλίκι. Αυτό δεν μας είπατε κ. Φίλη; Για να αλλάξουν γνώμη.
Λίγη σοβαρότητα κυρίες και κύριοι της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης δεν θα έβλαπτε. Πέρασε η εποχή που κάποιοι αντί να βάζουν πλάτη, έβαζαν τρικλοποδιές. Τώρα δεν υπάρχουν lockdown για να οργανώσετε εκδηλώσεις αντίστασης, δεν υπάρχουν κλειστά σχολεία για να ζητάτε να ανοίξουν και να ξανακλείσουν μετά. Αντίθετα τώρα υπάρχουν τα εμβόλια. Αυτά τα εμβόλια που στην αρχή λέγατε, ότι τάχα δεν ανακαλύφθηκαν, ενώ αυτά μοιράζονταν δωρεάν, όχι για να ξεστοκάρουμε, αλλά για να σώσουμε ζωές.
Λοιπόν, όλα αυτά τα ψέματα ακούστηκαν. Έβλαψαν και έσβησαν μέσα στην αλήθεια. Ας βάλουμε τίτλους τέλους, επιτέλους σε αυτήν την πρακτική, να αντιπολιτεύεστε την Κυβέρνηση μέσα από μία παγκόσμια υγειονομική κρίση. Αν έχετε συγκεκριμένες προτάσεις εδώ, να τις καταθέσετε, να τις εξετάσουμε να τις συζητήσουμε. Σήμερα η Ελλάδα έχει περισσότερο παρά ποτέ ανάγκη από υπεύθυνο λόγο και η Βουλή έχει χρέος να εισηγηθεί και τελικά να ψηφίσει.
Θέλουμε μία κοινωνία που θα προχωρά, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και τα πιο διστακτικά της τμήματα. Ναι, ή όχι λοιπόν στην προτροπή των μεγαλύτερων ώστε να πάρουν και αυτοί τη θέση τους στο τείχος ανοσίας κατά της πανδημίας; Και τελικά μπορούμε; Μπορούμε μετά από σχεδόν δύο χρόνια επιτέλους να χτίσουμε ένα εθνικό υγειονομικό μέτωπο ή θα το γκρεμίζουμε σε κάθε ευκαιρία χάριν του μικροκομματικού συμφέροντος;
Κυρίες και κύριοι, συνάδελφοι, εγώ αισθάνομαι ότι πράττω το καθήκον μου και έχω απόλυτα ήσυχη τη συνείδησή μου προτείνοντας σήμερα έναν καθαρό δρόμο, πιο γρήγορης και πιο ασφαλούς εξόδου από την περιπέτεια. Με αίσθημα ευθύνης και ναι, με τολμηρές και δύσκολες, πολιτικά δύσκολες αποφάσεις. Σάς ζητώ όλοι να κάνετε το ίδιο. Αναμένω και με ενδιαφέρον την τελική τοποθέτηση του Κινήματος Αλλαγής. Ας έχουμε στο μυαλό μας την κοινωνία και την πατρίδα. Και περιμένω να ακούσω τη δική σας πρόταση ώστε να μπορούμε όλοι να κρίνουμε και τη δική σας συμπεριφορά.
Ζυγίστε, λοιπόν, την κατάσταση, ύστερα μιλήστε και ύστερα ψηφίστε. Θα ήταν πραγματικά ευχής έργον αν μπορούσαμε σήμερα- έστω και πέρα και μακριά από τις επιμέρους διαφωνίες- να στείλουμε ένα μήνυμα ότι αυτό το οποίο εισηγούμαστε μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό μέτρο προτροπής για τους επιφυλακτικούς συμπολίτες μας να πάνε να εμβολιαστούν. Και μακάρι να μην χρειαστεί να επιβληθεί ούτε ένα πρόστιμο των 100 ευρώ. Τότε θα έχουμε πετύχει πραγματικά το στόχο μας.