Η προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή μας έδιξε για μια ακόμη φορά τον τρόπο που πορευόμαστε προς τις εκλογές. Κι η εικόνα του πρωθυπουργού ήταν εικόνα ενός μαγκάκου που όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει. Κάποια εξ αυτών που σφάζει και μαχαιρώνει ήταν φτηνά κτυπήματα κάτω από τη ζώνη ό για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον οικογενειακό του χώρο. Κάποια άλλα ήταν κουτσομπολιό και εμπάθεια για υποψηφίους που θα κατέβουν με άλλα κόμματα, όπως έγινε με τον Τατσόπουλο.
Είπε στη Βουλή, σχολιάζοντας τη συμμετοχή του Πέτρου Τατσόπουλου στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας: «Εσείς μπορείτε να βολευτείτε με διάφορα απολειφάδια της πολιτικής ζωής που πέρασαν από τα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ και επειδή είχαν περίεργη σχέση με τη μισή Αθήνα, έφυγαν από τα έδρανα του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα τους παίρνετε εσείς να τους εντάξετε στα δικά σας μπας και πάνε και με την άλλη μισή Αθήνα». Είναι κουβέντες που δεν λέγονται από Πρωθυπουργό στο κοινοβουλευτικό βήμα. Ούτε μπορεί να παίζει με το κομπολόι του στο πρωθυπουργικό έδρανο (φωτό). Όχι μόνο για λόγους κοινής αισθητικής. Αλλά και επειδή δίνουν τον τόνο και το μέτρο του πολιτικού διαλόγου. Όταν ο Πρωθυπουργός της χώρας υιοθετεί λεξιλόγιο και ύφος Πολάκη, τότε ο πολίτης γιατί μέμφεται όταν φωνάζει για «Βουλή μπορντέλο»;
Κι όπως γράφει ο Κώστας Γιαννακίδης: «Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας άνθρωπος με κοινωνική και επαγγελματική συγκρότηση που δεν αντιστοιχούν στο ύψος του αξιώματός του. Είναι ο πολιτικός που μπήκε στο Μαξίμου έχοντας τα λιγότερα ακαδημαϊκά προσόντα σε σχέση με τους προκατόχους του, χωρίς καμία επαγγελματική εμπειρία και προσωπικό στίγμα που εκπορεύεται από τα χρόνια της ΚΝΕ και του μαθητικού συνδικαλισμού. Το πολιτικό του ύφος και ο δημόσιος λόγος του, προσαρμόστηκαν σε αυτά τα μέτρα, υποτάχθηκαν στο πρωταρχικό κύτταρο. Υπάρχουν, λοιπόν, στιγμές που είτε ακούς τον Πρωθυπουργό, είτε τον πρόεδρο του Δεκαπενταμελούς που στοιχειώνει το μυαλό του, είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ο λόγος εκφέρεται χρωματισμένος από κουτσαβάκικο ύφος, ένας τόνος μαγκιάς υποδηλώνει διάθεση επιβολής, ενώ συχνά τα επιχειρήματα εξαντλούνται σε εξυπνάδες ή σε ακροβατισμούς ανάμεσα στο ψεύδος και στον παραλογισμό. Από κάτω, φυσικά, αποθεώνεται. Τα τρολ τον δοξάζουν. Η αποτίμηση της κοινοβουλευτικής παρουσίας γίνεται με αισθητική αμφιθεάτρου. Ο Αλέξης Τσίπρας μπορεί να ενθουσιάζει τους φίλους του. Όμως για τους πολλούς αρχίζει και γίνεται αποκρουστικός. Ένας νέος άνθρωπος, πάνω στον οποίο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας επένδυσε ελπίδες και προσδοκίες, δείχνει πλέον σαν το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι. Γερασμένος πριν την ώρα του, παρακμασμένος πριν την εποχή του».
Ο Αλέξης Τσίπρας είπε κι άλλα με το γνωστό του ύφος. Είπε, ότι δεν ασκεί παροχολογία και δεν κάνει ρουσφέτια. Όταν ακόμη κι η μη περικοπή των συντάξεων, αποδείχτηκε ότι είναι ένα τεράστιο προεκλογικό ρουσφέτι. Κι είναι ρουσφέτι επειδή δεν γίνεται σε μόνιμη βάση αλλά άπαξ.
Αρνήθηκε ο πρωθυπουργός ότι επιδίδεται σε παροχολογία –ρουσφετολογία κι είπε ότι αποκαθιστά αδικίες. Δεν είπε όμως ότι ο ίδιος είναι ο μακρογενέστερος πρωθυπουργός της εποχής των μνημονίων κι ότι ο ίδιος διέλυσε τη Μεσαία τάξη και έπληξε πιο πολύ τους αδύνατους που υποτίθεται προστατεύει.
Δεν είπε ότι την ώρα που μιλά για Αριστερό ηθικό πλεονέκτημα επιδίδεται σε ρουσφετολογία του αισχίστου είδους; Ποιος διέγραψε τα χρέη των καναλαρχών; Ποιος διέγραψε τα χρέη των πανεπιστημιακών; Ποιος νομιμοποιεί τα αυθαίρετα για 40 τουλάχιστον χρόνια, ενώ τρεις μήνες πριν με φόντο τη θρηνωδία στο ολοκαύτωμα του Ματιού, δήλωνε ότι θα τα γκρεμίσει όλα; Ποιος επιδεικνύει πρωτοφανή αδράνεια στους ελέγχους των καυσίμων και ποιους εξυπηρετεί αυτή η αδράνεια;
Όμως, είπαμε: Κουτσβακισμός και μαγκιά… Από τον πρωθυπουργό με την λιγότερη πνευματική, κοινωνική κι επαγγελματική συγκρότηση από κάθε άλλον πρωθυπουργό που κυβέρνησε τον τόπο.
«Τσογλάν –μπόι», όπως έχει πει η Λιάνα Κανέλλη.