Κορονοϊός: Η Ασία ανεβάζει ταχύτητα στις προσπάθειες εμβολιασμού ύστερα από τη διστακτική έναρξη της εκστρατείας ανοσοποίησης

Αρκετές ασιατικές χώρες ανεβάζουν ταχύτητα στις εμβολιαστικές τους εκστρατείες ύστερα από μια αργή έναρξη των προγραμμάτων ανοσοποίησης απέναντι στην COVID-19, καθώς καταφθάνουν προμήθειες και οι πολίτες ξεπερνούν τη διστακτικότητά τους με την ελπίδα ότι θα χαλαρώσουν οι περιορισμοί και θα απελευθερωθούν τα ταξίδια.

Η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα ξεπέρασαν τις ΗΠΑ στον αριθμό των ατόμων που έχουν λάβει τουλάχιστον μία δόση και καλύπτουν με ταχείς ρυθμούς τη διαφορά σχετικά με τον αριθμό των πλήρως εμβολιασθέντων.

Και η Αυστραλία, που στοχεύει σε υψηλά ποσοστά εμβολιασμού στην προσπάθειά της να γλιτώσει από lockdowns και να ξανανοίξει τα σύνορα, έχει χορηγήσει στο 56% των πολιτών της τουλάχιστον μία δόση καθώς οι μολύνσεις αυξάνονται.

Αν και η στρατηγική εμβολιασμού που ακολουθεί κάθε χώρα είναι διαφορετική, η δυναμική της Ασίας αντανακλά τη συσσωρευμένη ζήτηση για εμβόλια ως μέσο για να χαλαρώσουν τα lockdowns, δήλωσε ο Πολ Γκρίφιν, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ στη βορειοανατολική Αυστραλία.

Η Αυστραλία δίνει κατά προτεραιότητα προμήθειες στις μεγαλύτερές της πόλεις, που βρίσκονται σε lockdown για να ανακοπεί ένα τρίτο κύμα μολύνσεων που τροφοδότησε το παραλλαγμένο στέλεχος Δέλτα. Αναμένει να έχει αρκετές δόσεις για να ολοκληρώσει τον εμβολιασμό των πολιτών άνω των 12 ετών έως τα μέσα Οκτωβρίου.

Η Ιαπωνία ξεπέρασε τις αρχικές δυσκολίες στο θέμα της επιμελητείας, χορηγώντας περίπου ένα εκατομμύριο εμβόλια την ημέρα από τα μέσα Ιουνίου, αφού έγινε επιτακτικότερη η ανάγκη για ανοσοποίηση καθώς το στέλεχος Δέλτα οδήγησε σε άνευ προηγουμένου κύμα μολύνσεων και σοβαρών περιστατικών τον Αύγουστο.

«Αυτό προφανώς έδωσε μεγαλύτερο κίνητρο για εμβολιασμό, ιδιαίτερα σε ομάδες νέων και μέσης ηλικίας», δήλωσε ο Τακαχίρο Κινοσίτα, γιατρός και στέλεχος της οργάνωσης ενημέρωσης για τα εμβόλια Cov-Navi.

Το ποσοστό εμβολιασμού στην Ιαπωνία αντανακλά μια προσπάθεια για «επιστροφή σε έναν κανονικό τρόπο ζωής», δήλωσε σήμερα ο πρωθυπουργός Γιοσιχίντε Σούγκα.
Ωστόσο, οι ειδικοί συμφωνούν ότι σε όλο τον κόσμο θα υπάρξει επιπέδωση των εμβολιασμών.

Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ και η Βρετανία, που προηγούνταν στη διαδικασία για τον εμβολιασμό εκατομμυρίων ανθρώπων πριν από δύο περίπου μήνες, καταγράφουν τώρα στασιμότητα στα ποσοστά εμβολιασμού καθώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους απορρίπτουν τα εμβόλια.

«Νομίζω ότι δεν έχουν το ίδιο κίνητρο όπως ίσως εμείς (στην Αυστραλία) όπου βασιστήκαμε σε πολύ αυστηρούς περιορισμούς για να κρατήσουμε ασφαλή τον κόσμο…και μας λένε ότι το μόνο εισιτήριό μας για την ελευθερία είναι να έχουμε υψηλά επίπεδα εμβολιασμού», δήλωσε ο Γκρίφιν.

Η Κίνα, όπου πάνω από το 70% του πληθυσμού έχει λάβει και τις δύο δόσεις, είπε αυτό τον μήνα ότι είναι δύσκολο να επεκταθεί η εμβολιαστική εκστρατεία αλλά δεν είπε πού εντοπίζονται τα προβλήματα.

Η Σιγκαπούρη, το πλέον ανοσοποιημένο κράτος στην Ασία με πάνω από το 80% του πληθυσμού να είναι πλήρως εμβολιασμένο, στρέφει την προσοχή της σε ενισχυτικές δόσεις καθώς αυξάνονται τα κρούσματα.

Ενώ υπάρχουν κάποιες αντιδράσεις, κυρίως μεταξύ ηλικιωμένων και όσων ανησυχούν για τις παρενέργειες των νέων εμβολίων mRNA, οι πολίτες εμπιστεύονται σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση, το οποίο βοηθά στη συμμόρφωση.

«Εάν το καρότο είναι ότι θα χαλαρώσουμε τους περιορισμούς εάν το ποσοστό εμβολιασμού είναι αρκετά υψηλό, τότε αυτό θα πείσει κάποιους ανθρώπους, δεν θα επηρεάσει αυτούς που είναι εντελώς μη συνεργάσιμοι», δήλωσε ο επιδημιολόγος Ντέιλ Φίσερ από το Εθνικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της πόλης-κράτους.

Η Σιγκαπούρη έχει συνδέσει το εκ νέου της άνοιγμα με ορόσημα στα ποσοστά εμβολιασμού και έχει θέσει όρια στον αριθμό των μη εμβολιασμένων που μπορούν να δειπνούν σε εστιατόρια.

Η Νότια Κορέα, που δυσκολεύθηκε αρχικά να εξασφαλίσει προμήθειες εμβολίων, έχει ανεβάσει ταχύτητα στην εκστρατεία της, χάρη στις αυξημένες αποστολές σκευασμάτων.

Η Ινδία, με τον δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως αριθμό κρουσμάτων, έχει χορηγήσει τουλάχιστον μία δόση στο 42% του σχεδόν 1,4 δισεκ. κατοίκων, ύστερα από μήνες ελλείψεων στην παραγωγή και υψηλής ζήτησης.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΡωσία: Η Μόσχα αρχίζει τη διάθεση του νέου αμυντικού πυραυλικού συστήματος S-500
Επόμενο άρθροΠεριβάλλον: Η «μπλε επανάσταση» στη διατροφή: Η παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα από υδάτινα οικοσυστήματα θα διπλασιαστεί έως το 2050