Έγραφα προχθές ότι ο Σαμαράς πυροβολεί και πάλι τα πόδια της ΝΔ, αυτή τη φορά ως εσωκομματική αντιπολίτευση και δη για ζήτημα που δεν άπτεται κάποιου μεγάλου εθνικού ζητήματος, όπου είναι αποδεκτό να παρεμβαίνουν οι πρώην πρωθυπουργοί, ασχέτως αν εισακούονται από τα κόμματά τους και την κοινή γνώμη.
Η ουσία είναι ότι στη μεταπολιτευτική ιστορία όλοι σχεδόν οι πρόεδροι κομμάτων και πρωθυπουργοί, είχαν ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση. Μόνο δυο δεν είχαν.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ευτυχείς κι οι δυο.
Κι αν για τον ιδρυτή της ΝΔ ήταν κάτι απολύτως φυσιολογικό, για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν κι είναι ευτυχής συγκυρία. Σε συνδυασμό και πρωτίστως με το έργο του, την αποδοχή του και την μεγάλη διεύρυνση που έχει επιτύχει για το κόμμα του. Ουδείς άλλος μπορούσε ή μπορεί να την επιτύχει.
Ο Μητσοτάκης είχε αρχικά απέναντί του διακριτικά ως εσωτερική αντιπολίτευση, την «καραμανλική συνιστώσα». Μα αδύναμη. Από τη μια με τις ευθύνες στη χρεοκοπία της χώρας από τη διακυβέρνηση 2004-2990 και από την άλλη με τη στήριξη Τσίπρα από ικανό αριθμητικά μέρος της. Ο Μητσοτάκης είχε και την τάση Σαμαρά. Από το 2016 που εξελέγη πρόεδρος της ΝΔ, δεν του δημιούργησε προβλήματα, αφού οι όποιες παρεμβάσεις του στο Μακεδονικό επ’ ουδενί μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπολιτευτικές ή υπονομευτικές.
Εσχάτως όμως, ο Σαμαράς λειτουργεί ως αντιπολίτευση. Μια δεν του αρέσει η ημερομηνία έλευσης στην Ελλάδα του Ερντογάν. Μια δεν του αρέσει ο νόμος με τη νομιμοποίηση μεταναστών προκειμένου να υπάρχουν εργατικά «χέρια» που έχει ανάγκη η χώρα κι εσχάτως η παρέμβαση του στο νομοσχέδιο με τα ομόφυλα ζευγάρια. Λειτουργεί δηλαδή ως κομματάρχης κι αντιπολίτευση. Η δε ειρωνεία στο πρόσωπό του από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, σε συνδυασμό με την απάντηση κύκλων του Μεσσήνιου πολιτικού, καταδεικνύουν ότι κάτι δεν πάει καλά.
Τι θέλει άραγε ο Σαμαράς; Να είναι περιστασιακός τουρκοφάγος και να μη μιλάμε με τους Τούρκους; Να είναι κομματάρχης της Πελοποννήσου; Να είναι καθημερινά στο στόμα βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που τον επικαλούνται για να μπορούν να ισχυρίζονται ότι η ΝΔ… διαλύεται κι ότι ο Μητσοτάκης δεν ελέγχει τίποτα; Τι θέλει;
Η ουσία όμως, όπως διατυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις, είναι ότι ο Σαμαράς δεν μπορεί να αποτελεί εσωκομματικό πόλο αντιπολίτευσης του Μητσοτάκη. Όχι μόνο επειδή βρίσκεται σε αποδρομή της πολιτικής του διαδρομής, όχι μόνο επειδή δεν μπορεί σοβαρά να απειλήσει πάλι τη ΝΔ, αλλά κι επειδή άλλαξαν οι καιροί…
Μοιραία όμως, προκύπτουν ερωτήματα: Μπορεί ο Σαμαράς να αποτελεί ουσιαστική και απειλητική εσωκομματική αντιπολίτευση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Μπορεί κάποια στιγμή, με τον κόμπο στο χτένι να προχωρήσει στη διαγραφή του;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ξεκάθαρα αρνητική. Αφενός επειδή ο Σαμαράς βρίσκεται πλέον σε προχωρημένη ηλικία κι αφετέρου επειδή επ’ ουδενί –θεωρητικά- θα μπορούσε ξανά να προκαλέσει τριγμούς και περιπέτειες στη ΝΔ.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα και αν –θεωρητικά πάντα- θα μπορούσε ο Μητσοτάκης να διαγράψει τον Σαμαρά, όπως αποτυπώνει το ρεύμα των social media, η απάντηση μάλλον είναι αυτονόητη και αρνητική. Αφενός επειδή ο Μητσοτάκης δεν έχει λόγο να καταστήσει κεντρικό πρόσωπο τον απόμαχο πρώην πρωθυπουργό –έστω κι αν είναι βουλευτής χωρίς σταυρό, καταλαμβάνοντας τη θέση κάποιοι νέου- κι αφετέρου επειδή ο Σαμαράς δεν μπορεί να θεωρείται αντίπαλο δέος.
Η αλήθεια είναι ότι στη μεταπολιτευτική ιστορία, υπήρξαν ουκ ολίγες διαγραφές κορυφαίων στελεχών από προέδρους κομμάτων. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, διέγραψε τον Σημίτη και τον Αρσένη. Ο Γιώργος Παπανδρέου διέγραψε, πάλι, τον Σημίτη. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε διαγράψει τον Γεώργιο Ράλλη. Ο Κώστας Καραμανλής είχε διαγράψει τους Σουφλιά και Μάνο και ουσιαστικά είχε αφοπλίσει πολιτικά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς να τον διαγράψει. Ειδικά με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη είχε ακολουθηθεί ο δρόμος ότι είναι… υπεράνω κόμματος, άρα μπορεί να λέει ότι θέλει.
Κάτι τέτοιο λοιπόν, φαίνεται ότι εφαρμόζεται και σήμερα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τον Σαμαρά.