Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια επιμένω πως δεν είναι πλέον δυνατή η επέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική. Η πεποίθησή μου αυτή εδράζεται στο γεγονός πως εκλείπουν πλέον οι προϋποθέσεις οργάνωσης στρατιωτικού πραξικοπήματος.
Σύμφωνα με την άποψη του παλιού μου καθηγητή και φίλου Edward Luttwak (Coup d’ Etat: A Practical Handbook, 1969) που μαζί με τον Morris Janowitz του Πανεπιστημίου του Σικάγο (The Professional Soldier, 1972) μας δίδασκαν Στρατιωτική Κοινωνιολογία, υπήρχαν κάποιες απαραίτητες «τεχνικές» προϋποθέσεις που μπορούσαν να επιτρέψουν την επέμβαση του στρατού στην πολιτική.
Ο Luttwak συνήθιζε να λέει πως τα πραξικοπήματα ήσαν σαν την σούπα μπουγιαμπέσα. Για να την φτιάξεις πρέπει να υπάρχουν κάποια σπέσιαλ είδη ψαριών. Χωρίς αυτά δεν κάνεις παρά ψαρόζουμο. Έτσι και με τις συνθήκες επέμβασης του στρατού στην πολιτική. Πέρα από το κοινωνικό περιβάλλον αναστάτωσης, δυσαρέσκειας και χάους, είναι και κάποιες άλλες συνθήκες που είναι δυνατόν να επιτρέψουν μια παρόμοια πολιτειακή εκτροπή. Ξέχωρα από τις καθαρά στρατιωτικές συνθήκες (μύηση συνωμοτών, στρατολόγηση διοικητών σε θέσεις-κλειδιά, συγχρονισμένη κίνηση μονάδων, κ.ά.) ήταν ανάγκη το κοινωνικό/τεχνολογικό περιβάλλον να έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Το κυριότερο είναι ο κεντρικός έλεγχος των πληροφοριών. Γι’ αυτό πρώτο μέλημα των συνωμοτών είναι η κατάληψη των κρατικών μονοπωλιακών τηλεοπτικών εγκαταστάσεων και των τηλεπικοινωνιακών κέντρων. Σε μιά πασίγνωστη παλαιότερα (1964) ταινία με πρωταγωνιστές τον Μπάρτ Λάνκαστερ, τον Χένρυ Φόντα και τον Κέρκ Ντάγκλας – «Επτά Ημέρες του Μαΐου»- στρατιωτικό πραξικόπημα στις ΗΠΑ αποτυγχάνει λόγω ακριβώς αδυναμίας κεντρικού ελέγχου της τηλεόρασης και των μέσων τηλεπικοινωνίας. Διότι στην Αμερική, από τότε, υπήρχαν δεκάδες περιφερειακοί ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί και πάμπολλα μέσα επιφανειακών τηλεφωνικών συνδέσεων που ήταν αδύνατον κεντρικά να ελεγχθούν.
Ενθυμούμαι ότι ακριβώς αυτό το επιχείρημα είχα προβάλει στον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στην προσπάθειά μου να τον πείσω να επιτρέψει την Ελεύθερη Ραδιοφωνία – κι αργότερα Τηλεόραση. «Δεν θα υπάρχει ένα μόνο κέντρο πληροφόρησης», επέμεινα. «Οι χιλιάδες πληροφορίες θα διαχέονται και θα αποτραπεί ο κίνδυνος κάποια στιγμή κεντρικού ελέγχου τους». Εκτιμώ πως το επιχείρημα έπαιξε ρόλο στην τελική έγκριση των αδειοδοτήσεων των ραδιοφωνικών σταθμών των Δήμων ( Αθήνα 9, 84, Πειραιάς Κανάλι 1 και Δημοτικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης FM 100 – παρά τις ενστάσεις του τότε αρμόδιου Υπουργού Δημήτρη Μαρούδα.
Είναι φανερό πως οι πραξικοπηματίες στην Τουρκία δεν είχαν μελετήσει το μάθημά τους. Με την κατάληψη του κρατικού ραδιο-τηλεοπτικού σταθμού δεν έκαναν παρά μια τρύπα στο νερό. Με δεκάδες ιδιωτικούς σταθμούς στον αέρα τα δημοκρατικά μηνύματα αντίστασης έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους. Εξ ίσου και η κατάληψη του Τουρκικού ΟΤΕ δεν εμπόδισε τις επικοινωνίες. Τα κινητά τηλέφωνα βομβάρδιζαν με μηνύματα τους πολίτες ενώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχασαν ούτε λεπτό την λαλιά τους. Ο ίδιος ο Ερντογάν μέσω i-phone και ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού ξεσήκωσε τους Τούρκους κατά των πραξικοπηματιών.
Η κοινωνία της πληροφορίας έχει απόλυτα εκμηδενίσει τον στρατό σαν πολιτική απειλή. Λογικά η δημοκρατία δεν κινδυνεύει πλέον από ένστολους «σωτήρες».