Η νέα χρονιά θα δοκιμάσει ξανά τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και τις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί σε προβλήματα που γίνονται όλο και πιο επιτακτικά. Το μίγμα κρίσεων μεγαλώνει αντί να μειώνεται, διαβρώνοντας τους θεσμούς και τις διευθετήσεις με τους οποίους λειτουργεί σήμερα η κοινωνική και οικονομική ζωή, μειώνοντας τις θετικές προσδοκίες και στρώνοντας το έδαφος για μια νέα υφεσιακή πραγματικότητα.
Μόνιμη επωδός της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας εδώ και δύο περίπου χρόνια είναι ότι όλες οι κρίσεις είναι εισαγόμενες και ότι οι ευθύνες της είναι περιορισμένες. Πράγματι, θα ήταν παράλογο να αποδώσει κανείς πλήρεις ευθύνες σε οποιαδήποτε κυβέρνηση για προβλήματα με διεθνή αίτια, όπως η επέλαση της μετάλλαξης Όμικρον, οι ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, η αύξηση κόστους των πρώτων υλών και η ενεργειακή κρίση.
Από την άλλη όμως, οι παλινωδίες, οι καθυστερήσεις, τα αποσπασματικά μέτρα, η επιφανειακή αντιμετώπιση του ΕΣΥ, η αργή πρόοδος του εμβολιαστικού προγράμματος έχουν σαφή υπαίτιο. Όπως και η επιμονή σε υψηλούς έμμεσους φόρους, η προνομιακή στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων από τα προγράμματα κρατικών εγγυήσεων εις βάρος των μικρομεσαίων, η οριακή “απουσία” των ελληνικών τραπεζών από τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, η αποτυχία των προγραμμάτων επιδοτούμενης εργασίας, η ελαστικοποίηση και η επισφάλεια στην απασχόληση, η αδυναμία ρυθμιστικών και ανεξάρτητων αρχών να ελέγξουν τον ανταγωνισμό και να προστατέψουν τον καταναλωτή. Παράδειγμα των τελευταίων δεν είναι μόνο οι θλιβερές πρωτιές στην Ευρώπη σε κόστος ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεπικοινωνίες, αλλά και τα κερδοσκοπικά φαινόμενα σε προστατευτικά είδη, όπως τα τεστ και οι μάσκες.
Οι πόροι που δόθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, περίπου 25% του ΑΕΠ αναπληρώθηκαν μόνο κατά 11,7%, επίδοση από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Επιπλέον, η Κυβέρνηση ψήφισε έναν προϋπολογισμό “covid-free”, αγνοώντας τις επιπτώσεις από ένα νέο κύμα πανδημίας και με αρκετές δόσεις αισιοδοξίας απέναντι στον πληθωρισμό. Προεξοφλεί ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα παρατείνει την παροχή ρευστότητας και ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα μεταρρυθμιστεί ως προς το ευνοϊκότερο για τις υπερχρεωμένες χώρες. Τέλος, το μεταρρυθμιστικό της “μητρώο”, παραμένει ιδιαίτερα θολό έως μεροληπτικό, αν κρίνει κανείς τις παρεμβάσεις της στην αγορά εργασίας, την εκπαίδευση, το περιβάλλον.
Μέσα σε αυτό το ρευστό κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, χρειάζεται ένας ισχυρός, αλλά τεκμηριωμένος προοδευτικός αντίλογος. Η αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ στην εσωκομματική κάλπη του Δεκέμβρη με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία, προοιωνίζει ότι υπάρχουν οι κοινωνικές δυνάμεις, ενεργές αλλά και σε αναμονή, που μπορούν να υποστηρίξουν νέους πολιτικούς συσχετισμούς, χωρίς ακρότητες, όξυνση και διχασμό. Η Ελλάδα έχει τις δυνατότητες και τα αναπτυξιακά εργαλεία, ώστε ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες να εξασφαλίσει ότι οι πολλοί δεν θα πληρώσουν ξανά το μάρμαρο μιας μακράς ύφεσης και ότι οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής θα καταθέσει τη δική του αντιπρόταση για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να ενισχυθεί βιώσιμα – και όχι συγκυριακά το ΕΣΥ – για να ανταποκριθεί στη βασική του αποστολή, τον ανθεκτικό, καθολικό και δημόσιο χαρακτήρα του, σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, με έμφαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη και τις πολιτικές πρόληψης. Να οδηγηθούμε στην πλήρη απο-ανθρακοποίηση της οικονομίας, όχι μέσω της απότομης μετάβασης στις ΑΠΕ που προωθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά μέσα και από το χαμηλότερο κόστος που μπορεί να εξασφαλίσει ένα σύγχρονο δίκτυο με ενεργειακές κοινότητες προς όφελος πολιτών, παραγωγών, επιχειρήσεων και τελικά, του δημόσιου χώρου.
Να αντιπροτείνουμε ένα πλήρες σχέδιο δημογραφικής ανάκαμψης, βασισμένο στη διαγενεακή δικαιοσύνη, στη συγκράτηση του κόστους ζωής, στην αναβάθμιση της προσχολικής εκπαίδευσης και των δομών στήριξης νέων ζευγαριών, με νέα φορολογικά και εργασιακά κίνητρα, αύξηση των κατώτατων αμοιβών, μείωση του κόστους στέγασης, εμβάθυνση και επέκταση της ψηφιοποίησης για επαγγελματική και επιχειρηματική ανέλιξη, αλλά και αξιοποίηση της μακροβιότητας με κατάρτιση, εκπαίδευση, ενεργοποίηση για όσους το επιθυμούν.
Αυτά είναι τρία παραδείγματα αξιοποίησης πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που ήδη δρομολογούνται από προοδευτικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σε Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Πορτογαλία, που θέτουν τις δικές τους προτεραιότητες για να προετοιμαστούν καλύτερα – και πιο δίκαια – για το αβέβαιο μέλλον. Είναι ώρα και για την ελληνική κοινωνία να “ξεβολευτεί” από τον παρασιτισμό και τις εύκολες λύσεις που ευνοούν την εγχώρια ελίτ και να ανοίξει το δρόμο της πραγματικής και δίκαιης Αλλαγής, που δικαιούται μετά από χρόνια κρίσεων και υστέρησης.