Ομιλία του Ειδικού Αγορητή του Κινήματος Αλλαγής, Κώστα Σκανδαλίδη, στην συζήτηση επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εξωτερικών για την κύρωση της Συμφωνίας με τη Γαλλία.
H κύρωση της συγκεκριμένης Συμφωνίας, κατά τη δική μας άποψη, είναι μια χρυσή ευκαιρία για μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από τα θέματα της εθνικής στρατηγικής, όχι προφανώς για να την αλλάξουμε –γιατί δεν έχουμε τέτοιο δικαίωμα-, θα μπορούσαμε όμως να ανιχνεύσουμε το πεδίο μιας εθνικής συνεννόησης και γιατί όχι συναίνεσης, όπου είναι δυνατόν, για τη συνολική πορεία της χώρας, τους νέους εθνικούς στόχους και την αναγκαία στρατηγική, που είναι επιβεβλημένη στις σημερινές συνθήκες και συγκυρίες.
Είναι φανερό ότι εμείς δεν βλέπουμε αυτή τη συζήτηση ως αντιπαράθεση πατριωτισμών και ότι δεν προσφέρεται για επικοινωνιακές καντρίλιες, άγονες αντιπαραθέσεις και ανέξοδες ρητορείες.
Και τοποθετούμαι επί της αρχής. Είναι στη συνολική στρατηγική η σημερινή Συμφωνία ένα βήμα ή όχι; Είναι μια ιστορική Συμφωνία όπου όλοι οι Έλληνες οφείλουν να την αποθεώσουν ή μήπως να την καταδικάσουν; Ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Την θεωρούμε ένα θετικό βήμα, με ισχυρά πλεονεκτήματα, αλλά και με κάποια σημαντικά μειονεκτήματα, τα οποία θα πρέπει στην πορεία να αναθεωρηθούν ή να βελτιωθούν. Γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να κάνω μια αναφορά καταρχήν στη μεγάλη εικόνα των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή μας.
Είναι φανερό ότι η Συμφωνία του Ειρηνικού προκατέλαβε και αιφνιδίασε την Ευρωπαϊκή Ένωση και πλήγωσε καίρια τη Γαλλία όχι μόνο οικονομικά, αλλά και γεωπολιτικά. Προφανώς, δεν είναι τυχαίο ότι έσπευσε να εμφανίσει τη σημερινή Συμφωνία, που εδώ και αρκετό καιρό φαινόταν να βρίσκεται στο ράφι, στη συγκεκριμένη συγκυρία και στο συγκεκριμένο χρόνο.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποχωρούν από το Αφγανιστάν και μεταφέρουν το πεδίο αντιπαράθεσης στον Ειρηνικό με προφανή στόχο την Κίνα. Το εύκολο συμπέρασμα ότι αποχωρούν και από την Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν επικίνδυνα αφελές. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, ενώ αποδέχτηκαν χωρίς αντίδραση την ελληνογαλλική Συμφωνία, σπεύδουν να συνυπογράψουν μαζί μας την αμυντική συνεργασία που σχεδιάζεται από καιρό.
Ταυτόχρονα, στην περιοχή η Τουρκία εμμένει και κλιμακώνει τη στρατηγική περιφερειακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο της επεκτατικής και αναθεωρητικής των συνθηκών στρατηγικής της.
Αυτές είναι καινούργιες εξελίξεις. Και είναι εξελίξεις που υπαγορεύουν με πάρα πολλή προσοχή να αντιμετωπίσουμε τους νέους εθνικούς στόχους και να προσδιορίσουμε τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη μας, τα επόμενα χρόνια θα αποτελούσε την κεντρική επιδίωξη αυτής της χώρας σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη.
Η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία και να σχεδιάσει, να διεκδικήσει και να κατακτήσει τον κεντρικό εθνικό στόχο των επόμενων χρόνων που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας στην ευρύτερη περιοχή. Αυτός ο στόχος επιμερίζεται σε δύο κυρίως άξονες:
Ο πρώτος άξονας είναι η επιστροφή μετά από δεκαπέντε άγονα χρόνια στο κέντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Η Συμφωνία είναι ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ενισχύει τη χώρα μας στο ευρωπαϊκό πεδίο. Να μην την υπερεκτιμούμε, αλλά συμβάλλει όχι μόνο στην ενίσχυση της δύναμης αποτροπής, αλλά και στην προοπτική της CEPA και της γενικότερης ανάγκης που έχει σήμερα η Ευρώπη να σχεδιάσει την κοινή άμυνα και την εξωτερική της πολιτική.
Πρέπει, παράλληλα, να δώσουμε τη μάχη για μια πολύπλευρη ενίσχυση της προσπάθειας μιας νέας συνθήκης και την επιτάχυνση των διαδικασιών που θα έφερναν την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρό παίκτη στην περιοχή. Και εδώ η Συμφωνία αυτή έχει το θετικό της αποτύπωμα.
Το δεύτερο είναι μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση, στο πλαίσιο των συμμαχιών μας με τη Δύση, του ρόλου της χώρας στην περιοχή. Έχουμε κάνει κριτική, αγαπητοί συνάδελφοι, στα δύο ταξίδια των Πρωθυπουργών, του κ. Τσίπρα και του κ. Μητσοτάκη, που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ταξίδια που ουσιαστικά έφεραν ρητορικές συμφωνίες με την εξυπηρέτηση των δικών μας συμφερόντων αλλά δεν είχαν κανένα ουσιαστικό γεωστρατηγικό ή οικονομικό αντάλλαγμα. Σε μια εποχή που η Ελλάδα δίνει βάσεις, επεκτείνει τις συνεργασίες της, δεν παίρνει το αντίστοιχο ρόλο που θα έπρεπε να παίζει στην περιοχή.
Τώρα ανοίγει μια συζήτηση αν η Συμφωνία η οποία θα υπογραφεί με την Αμερική είναι αμυντικής συνεργασίας, είναι πενταετής, ή είναι επ’ αόριστον. Ελπίζω η Κυβέρνηση να έχει τη σωστή στάση απέναντι σε αυτό και να επιδιώξει πράγματι μια συνεργασία ορισμένου χρόνου που θα μας δώσει την ευκαιρία να έχουμε μια αυξημένη συμμετοχή στις εξελίξεις στην περιοχή. Για να εφαρμοστεί λοιπόν αυτή η στρατηγική, υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
Η πρώτη απ’ αυτές είναι η αποτρεπτική και αμυντική ικανότητα της χώρας. Προφανώς, ενισχύεται με τη Συμφωνία.
Το δεύτερο είναι η επιθετική διπλωματία σε πολυμερές και διμερές επίπεδο. Ακούσαμε τον εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας για τις Συμφωνίες που υπέγραψε η Κυβέρνηση. Σε όλες τις Συμφωνίες υπήρχαν κενά, με πιο χαρακτηριστικό αυτό ότι στον ορισμό της ΑΟΖ δεν τολμήσαμε να πάμε στα νότια της Κρήτης και να δώσουμε μια απάντηση πιο ουσιαστική στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε απέναντι στην εξωτερική απειλή από την Τουρκία.
Το τρίτο είναι η αναζήτηση λύσεων στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και το αρραγές εσωτερικό μέτωπο.
Και υπάρχει πάντα σε όλες αυτές τις πρωτοβουλίες η οικονομική όψη του προβλήματος που είναι πολύ κρίσιμη για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μια διαπραγμάτευση λοιπόν που γίνεται, πρέπει να καλύπτει όλες αυτές τις ανάγκες και να φέρνει πολύ πιο ολοκληρωμένες συμφωνίες και συμβάσεις που θα δώσουν τη δυνατότητα στη χώρα να εκπληρώσει το βασικό της στρατηγικό στόχο και ρόλο στην περιοχή.
Πάμε τώρα στη Συμφωνία. Εγώ πρέπει να ομολογήσω, κύριοι συνάδελφοι, ότι βλέποντας σφαιρικά και, αν θέλετε, ολοκληρωμένα όλη αυτή την κίνηση, δεν κατανοώ την αυτόχρημα αρνητική ψήφο, παρά το ότι η Συμφωνία έχει ουσιαστικές ελλείψεις. Για εμάς είναι ένα βήμα θετικό.
Υπάρχει ένα ζήτημα του τρόπου και του χρόνου της διαπραγμάτευσης που, κατά τη γνώμη μας, η Κυβέρνηση δεν εξάντλησε τα όρια και τις δυνατότητες που είχε να την κάνει με καλύτερο τρόπο.
Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό το περί κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, δηλαδή το ότι η Συμφωνία μιλάει για την κυριαρχία, την αμοιβαία συνδρομή στα θέματα παραβίασης της κυριαρχίας και όχι των κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι μια στενή αντίληψη που έχει σχέση με την δυνατότητά μας να απαντήσουμε σε μια τουρκική πρόκληση, μια ένοπλη -αν θέλετε- επιλογή που θα κάνει η Άγκυρα.
Και όταν λέμε «κυριαρχικά δικαιώματα», εμείς δεν λέμε γενικά τα δικαιώματα που εμείς διεκδικούμε και δεν έχουν οριοθετηθεί αυτή τη στιγμή. Μιλάμε για τις οριοθετημένες ζώνες, για όλες αυτές που μπορούν να δώσουν τη δυνατότητα σε μια ξένη δύναμη, όπως είναι η Γαλλία, να μπει μαζί μας σε έναν πόλεμο –ας πούμε- με την Τουρκία. Αυτό νομίζω ότι είναι μια σημαντική αδυναμία που θα πρέπει να διορθωθεί.
Το δεύτερο αρνητικό σημείο της Συμφωνίας είναι ότι ενώ εξυπακούεται, δεν υπάρχει ρητή σύνδεση με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας στη ρήτρα «αμοιβαία συνδρομή» του 42.7 της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Δεν είναι ότι δεν αντιβαίνει, δεν αρκεί το «δεν αντιβαίνει», θα έπρεπε να συνδέεται, προκειμένου να προκαθορίσει και τη στάση και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων σε μία ενδεχόμενη αντιπαράθεση με την Τουρκία. Γιατί πάρα πολύ εύκολα μπορεί να αποστασιοποιηθούν, εάν θεωρήσουν τη Συμφωνία μερική σε σχέση με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και ως διμερή δεν θελήσουν να υλοποιήσουν το χρέος που έχουν σε ό,τι αφορά την αμοιβαία συνδρομή.
Επίσης, υπάρχουν απλουστευτικές και ελάχιστα ακριβείς εκφράσεις, όπως η «ένοπλη βία» και όχι τα «στρατιωτικά μέσα», όπως και άλλα στη Συμφωνία, που φαίνεται ότι είναι προχειρογραμμένη σε πάρα πολλά της σημεία.
Και η τελευταία παρατήρηση που έχουμε να κάνουμε σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία είναι η αποσύνδεσή της από την όποια συμμετοχή της στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Τι σημαίνει αυτό για την πολεμική μας βιομηχανία; Όταν η τεχνολογική παραγωγική απόστασή μας είναι τόσο μεγάλη, που ουσιαστικά οι δεσμεύσεις αφορούν τις δεσμεύσεις της χώρας μας, αυτό θα λειτουργήσει υπέρ μας αναφορικά με τον τομέα των εξοπλισμών της αμυντικής βιομηχανίας, μόνο αν η χώρα μας διαμορφώσει μια ανάλογη στρατηγική, παραδείγματος χάρη, στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Αμυντικών Εξοπλισμών να υπάρχουν γαλλικές επιλογές με μεταφορά επενδύσεων και παραγωγή στην Ελλάδα.
Και βέβαια, εκεί που θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και δεν υπάρχει είναι η στήριξη και η αναγέννηση των Ναυπηγείων της χώρας μας, καθώς ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από τις κατασκευές των όπλων που εμείς συμφωνούμε με τη Γαλλία θα μπορούσε να κατασκευαστεί στην Ελλάδα. Ξέρετε κάτι; Να σας το πω με ένα παράδειγμα: Η Τουρκία μπορεί να έχει μια μεγάλη οικονομική κρίση, όμως, δεν έκανε ποτέ οποιαδήποτε συνεργασία με χώρες όπως η Αμερική ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, χωρίς να προϋπολογίσει την προστιθέμενη αξία της εγχώριας παραγωγής της που θα συμβάλει στην υλοποίηση αυτής της Συμφωνίας, ενώ εδώ δεν υπάρχει καμιά παρόμοια δέσμευση. Αντίθετα, όλα φαίνεται ότι θα γίνουν στη Γαλλία.
Κύριοι της Κυβέρνησης, είναι φανερό ότι τη Συμφωνία δεν μπορούμε να την αλλάξουμε. Οι ανορθογραφίες, οι παραλείψεις, οι μη συμβατοί όροι θα μπορούσαν να καλυφθούν είτε με μια ανταλλαγή επιστολών -το ξέρετε πολύ καλά- είτε με μια ρηματική διακοίνωση είτε με ερμηνευτική δήλωση. Πιστεύουμε ότι από εδώ και πέρα δεν πρέπει να καθίσετε πάνω στις δάφνες της ιστορικότητας της Συμφωνίας που υπογράψατε, πρέπει να προσπαθήσετε να βελτιώσετε τις ανορθογραφίες που υπάρχουν, που δεν είναι χωρίς σημασία, δεν είναι ρητορικές, δεν είναι φραστικές.
Και επιτέλους, διαπραγματευτείτε με κάποια άνεση χρόνου για να μπορέσετε να μην υποτάσσεστε στις διαδικασίες ή στους στόχους που θέτουν άλλες δυνάμεις, γιατί είναι φανερό ότι η Γαλλία επεδίωξε μετά την ιστορία του Ειρηνικού να φέρει αμέσως για να δείξει τη δύναμή της και τη στρατηγική της στην περιοχή, τη διμερή Συμφωνία μαζί μας και η Ελλάδα έσπευσε να υπογράψει για τις φρεγάτες και να φτιάξει και τη Συμφωνία που είναι το δικό μας όπλο απέναντι σε αυτή την οικονομική συναλλαγή που έγινε με τη Γαλλία.
Άρα, λοιπόν, ούτε θριαμβολογίες ούτε πεσιμισμοί, ούτε ανέξοδες ρητορείες και τζάμπα πατριωτισμοί! Είναι πολύ κρίσιμες οι στιγμές και η χώρα πρέπει να βρει τον βηματισμό της. Και τα κόμματα της Βουλής των Ελλήνων είναι υποχρεωμένα να μπουν σε αυτή τη συζήτηση με πνεύμα συνεννόησης και συνεργασίας, για να μπορέσουμε να πετύχουμε τα επόμενα δύσκολα βήματα για τη χώρα μας