Ομιλία του Κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής, Κώστα Σκανδαλίδη, στην συζήτηση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τον Ποινικό Κώδικα
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω από ένα συναίσθημα που ένιωσα χθες. Όταν μιλούσε ο εισηγητής μας, ο Υπουργός, τον οποίο ξέρω και εκτιμώ πολλά χρόνια για το ήθος του, τη συγκρότησή του και τη σοβαρότητά του, απευθύνθηκε ειρωνικά στον εισηγητή μας και με γέλια πως η στάση μας είναι αντιφατική και πως άλλα λέει ο ένας, άλλα λέει ο άλλος κ.ο.κ. Εγώ δεν πιστεύω ότι είναι για γέλια η δική μας στάση. Είναι για γέλια ο απαράδεκτος τρόπος που νομοθετεί η Κυβέρνηση και θα εξηγηθώ.
Αντί να αναζητήσετε σε αυτά που κάνετε την αιτία, θα πρέπει να τα αποδίδετε στην αντιπολίτευση. Ομολογούμε βεβαίως πως φέρατε την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός μας για άλλη μια φορά σε δύσκολη θέση, γιατί για ζητήματα υπαρκτά, που χρήζουν σοβαρής ρύθμισης, για άλλη μια φορά κινείστε στο συγκεκριμένο όριο ανάμεσα στη Δημοκρατία και τον αυταρχισμό, ανάμεσα στον τιμωρητικό και σωφρονιστικό χαρακτήρα του δικαιικού συστήματος, ανάμεσα στην κακώς εννοούμενη επικοινωνιακή σας ανάγκη που πρυτανεύει σε κάθε επιλογή.
Τσουβαλιάζετε, στο ίδιο νομοθέτημα, αναγκαίες και θετικές ρυθμίσεις με απαράδεκτες ρυθμίσεις που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο κρίσιμων θεσμών, ή με παραλείψεις που το κάνουν αυτό για τη συνταγματική και θεσμική συγκρότηση της Δημοκρατίας.
Το ίδιο ακριβώς πράξατε στα πανεπιστήμια και μας φέρατε κι εκεί σε δύσκολη θέση με το άσυλο, στα εργασιακά δικαιώματα, στο ασφαλιστικό σύστημα και σε μια σειρά από θέματα, τα οποία θεωρήσατε μεταρρυθμιστικά σας κατορθώματα. Στην ουσία αποτελούν μνημεία αντι-μεταρρυθμιστικού οίστρου.
Η κριτική που άσκησε η εισηγήτριά μας στην επιτροπή και ο εισηγητής μας στην Ολομέλεια είναι ταυτόσημη στο σύνολο σχεδόν των τοποθετήσεών τους. Και οι δύο κατέληξαν να επιφυλαχθούν για την Ολομέλεια ελπίζοντας να αλλάξετε όσα απαράδεκτα έχετε ενσωματώσει και τα οποία αλλοιώνουν τις αρχές.
Οι αποχρώσεις, λοιπόν, ανάμεσα στο «ναι», στο «παρόν» και στο «όχι» επί της αρχής απορρέουν από μια ζυγαριά που εσείς βάζετε τα βαρίδια και δεν αντιλαμβάνεστε ότι εσείς οι ίδιοι είστε τα βαρίδια και όχι μια Κοινοβουλευτική Ομάδα που περνάει δια πυρός και σιδήρου αγωνιζόμενη να κρατήσει τα θετικά και να αποδοκιμάσει τα αρνητικά, γιατί δεν κάνει αντιπολίτευση της πλάκας και θέλει να είναι εποικοδομητική όπου πρέπει και να υψώνει αναχώματα όποτε πρέπει.
Μακάρι κι εσείς οι Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στη δική σας Κοινοβουλευτική Ομάδα να κάνατε αυτόν τον εξονυχιστικό διάλογο προτού αποφασίσετε να φέρεται στη Βουλή τα «γονατογραφήματα» που συνήθως φέρνετε σαν μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Θα ήταν συμβολή στην καλύτερη λειτουργία του Κοινοβουλίου και της Δημοκρατίας.
Αναφέρθηκα στον τρόπο που νομοθετείτε. Θεσμικά νομοθετήματα όπως ο Ποινικός Κώδικας και ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας δεν μπορούν να τροποποιούνται υπό την πίεση της πρόσκαιρης επικαιρότητας και ως μέσο άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Τις αλλαγές που επιχειρήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στον χώρο της Δικαιοσύνης και κυρίως τις κρίσιμες αλλαγές κωδικοποίησης των κανόνων δικαίου τις εισηγήθηκαν στις κυβερνήσεις νομικοί και δικαστικοί παράγοντες υψηλού κύρους, άμεμπτου ήθους και αδιαμφισβήτητης γνωστικής επάρκειας. Να σας θυμίσω κατά σειρά τους επικεφαλής παρόμοιων επιτροπών: Μανωλεδάκης, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Μαρκής, Αργυρόπουλος.
Το πνεύμα του Συντάγματος, που θέλει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την απεμπλοκή της από πολιτικές σκοπιμότητες, είναι η αποδοχή και ψήφιση της πρότασης της κάθε φορά Επιτροπής χωρίς παρεμβάσεις. Εννοείται και κατ’ οικονομία οι κυβερνήσεις κάνουν παρεμβάσεις στα πορίσματα της Επιτροπής. Η εκτελεστική νομοθετική εξουσία θα έπρεπε είτε να αποδεχτεί είτε να απορρίψει συνολικά την πρόταση μιας Επιτροπής.
Παραμονές εκλογών του ’19 η πρόταση της Επιτροπής Χριστόφορου Αργυρόπουλου έρχεται από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άρον – άρον στη Βουλή με αλλαγές που γίνονται στο πόδι και τροποποιήσεις που αλλάζουν κατά τη γνώμη μας την ουσία της πρότασης. Και εσείς, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, στο μεταρρυθμιστικό σας οίστρο συνεχίζετε και νομοθετείτε πάνω σε πραγματικά προβλήματα κρίσιμης σημασίας για τις κοινωνικές συνέπειες με αφάνταστη ελαφρότητα και επιλεκτικές πολιτικές με αποκλειστικά επικοινωνιακά κριτήρια.
Και επειδή επιλέξατε σε μια πολιτική συζήτηση να εμπλέξετε ακόμη και τη Φώφη Γεννηματά, όπως άκουσα χθες, η Φώφη Γεννηματά, όπως άλλωστε και κάθε προοδευτικός πολίτης, πράγματι επιθυμούσε την αυστηροποίηση των ποινών -και εμείς την επιθυμούμε- στα σεξουαλικά εγκλήματα και απαιτούσε, όπως και εμείς απαιτούμε σήμερα, την πραγματική έκτιση των ποινών αυτών και γι’ αυτό σήμερα υπερψηφίζουμε τις σχετικές διατάξεις.
Υπάρχει, όμως, πολύ μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτό και σε μια τυφλή ποινική καταστολή, σε μια γενικευμένη συντηρητική αντίδραση που δεν συνοδεύεται από αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος, δεν ενεργοποιεί την κοινωφελή εργασία, δεν φροντίζει για την πρόληψη της εγκληματικότητας που δεν έχει αρχή ούτε κεντρική φιλοσοφία, αλλά απαντά απλώς στα κελεύσματα της επικαιρότητας.
Να σας πω την αλήθεια, κύριε Υπουργέ, είχατε τη δυνατότητα να μην πάτε τόσο γρήγορα σε αυτό προτού κάνετε άλλα πράγματα στο Υπουργείο σας που είναι πάρα πολύ κρίσιμα και πρέπει να έχουν γίνει ήδη, για παράδειγμα η χωροθέτηση των δικαστηρίων που να δίνει την δυνατότητα να αποκεντρωθούν οι διαδικασίες, για παράδειγμα η ενεργοποίηση του θεσμού της δικαστικής μεσολάβησης που θα έφερνε λιγότερες υποθέσεις, για παράδειγμα η αποσυμφόρηση των τριών Πρωτοδικείων της χώρας που μαζεύεται όλη η Ελλάδα. Πολλά πράγματα θα μπορούσατε να κάνετε μαζί με αυτό που φέρνετε σήμερα και πριν από αυτό που φέρνετε σήμερα για να μπορούμε να μιλήσουμε μετά για την πράξη της διοίκησης, την απόφαση των δικαστηρίων.
Νομίζω ότι είχατε αυτήν τη δυνατότητα, όμως, τρέξατε στο όνομα της σημερινής πραγματικότητας της δύσκολης με την αύξηση της εγκληματικότητας, με όλα αυτά να ανταποκριθείτε στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και να φέρετε άρον – άρον μόνο την αυστηροποίηση των ποινών και κάποιες σωστές επιλογές, τις οποίες επαναλαμβάνω εμείς θα ψηφίσουμε.
Από μόνη της η αυστηροποίηση βέβαια δεν είναι καμία μεταρρύθμιση. Αν η επανένταξη των υπαγομένων στη διάταξη της υφ’ όρον απόλυσης δεν συνοδεύεται με συγκεκριμένες δικαστικές εγγυήσεις, που δεν συνοδεύεται, δεν έχει τόσο μεγάλο νόημα, αν συνδέεται με επιπλέον ασφυκτική πίεση για πρόσθετα βάρη σε φυλακές που ήδη στοιβάζουν υπεράριθμους κρατουμένους δεν αποτελεί λύση. Αυτά δεν τα σκεφτήκατε πριν φέρετε τη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Πιο συγκεκριμένα με τη διατύπωση του άρθρου 151 που αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, για παράδειγμα εισάγονται έντονα φρονηματικά στοιχεία τα οποία μετουσιώνονται σε αξιοποίηση συμπεριφοράς χωρίς να αιτιολογείται με ποιο τρόπο μπορεί να βλαφτούν τα έννομα αγαθά, ότι δεν είναι αρκετό μόνο να προσβληθεί η διάταξη που χαρακτηρίζεται από πρωτοφανές δικαιολογητικό έλλειμμα.
Είναι αξιοποίηση, παραδείγματος χάρη η εκφορά απόψεων που αφορούν τα διαδίκτυα, που αφορούν τη δημόσια πίστη, που κλονίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, τη δημόσια υγεία, την αμυντική ικανότητα της χώρας; Αυτά είναι θέματα πολιτικού διαλόγου. Είναι θέματα που συζητούνται καθημερινά. Έχετε βάλει την ασπίδα, τη νομική προστασία σε αυτήν τη συζήτηση που δεν μπορείτε να την απαγορεύσετε, σ’ αυτήν τη συζήτηση ώστε να μην πηγαίνει για ψύλλου πήδημα ο καθένας στο δικαστήριο;
Και εμείς είμαστε πρόσωπα που έχουμε δεχθεί προσβλητικές επιθέσεις κατά καιρούς και μάλιστα με ανοίκειο τρόπο και πρέπει να προστατευτούμε. Είναι όμως η προστασία που εσείς προτείνετε η κατάλληλη; Είναι ολοκληρωμένη; Δεν είναι κατά τη γνώμη μου.
Με την κατάργηση του άρθρου 95 του ν.4623 θέλετε σωστά να επαναφέρετε σε εφαρμογή το θεσμό της κοινωνικής εργασίας ως εναλλακτική της ποινής φυλάκισης. Δεν διαφωνούμε. Δεν προβλέπετε, όμως, τίποτε για την οργάνωση των υποστηρικτικών δομών της διοίκησης που την υλοποιούν. Ουσιαστικά εξακολουθείτε να την αφήνετε ανενεργή.
Η εμπειρία, όμως, μας έχει δείξει ότι τα θέματα της κοινωνικής εργασίας ενός ανθρώπου που βγαίνει από τη φυλακή είναι θέματα που πρέπει να συνδέονται με μια σειρά από δικαστικές εγγυήσεις και παράλληλα από ένα σχεδιασμό πού θα πάει, πού θα μείνει, τι θα κάνει για να μπορεί να υπάρξει μια κοινωνική επανένταξη και όχι να υπάρχει η επιπλέον αίσθηση ότι τον φέρνετε στο αδιέξοδο να ξανακάνει μια παραβατική πράξη.
Οι εμβαλωματικές λύσεις με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μετατροπή σε κακούργημα του εμπρησμού ασχέτως του αν θα προκληθεί πυρκαγιά. Δηλαδή βάζει κάποιος φωτιά σε ένα πουρνάρι, μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνει κακούργημα. Νομίζω ότι αυτές είναι υπερβολές που δεν βοηθούν στην πραγματική αντιμετώπιση του προβλήματος και της δίωξης αυτών που πραγματικά προκαλούν τις πυρκαγιές.
Μοιάζει περισσότερο ότι τη δική σας ανεπάρκεια για αντιπυρική προστασία, για την αδυναμία των προϋποθέσεων να δώσετε τα μέσα και τη δυνατότητα να μην ξαναγίνουν ή να ελαττωθούν οι φυσικές καταστροφές που κάθε χρόνο πολλαπλασιάζονται. Ουσιαστικά την μεταφέρετε σε μια ποινική δίωξη, η οποία θα βάλει τους συμπολίτες να λειτουργούν σαν κλέφτες και αστυνόμοι. Δεν είναι σωστό. Δεν είναι σωστό για τη δημοκρατία καταρχήν.
Επίσης, θα αναφερθώ στο θέμα της ανθρωποκτονίας. Εδώ συμφωνούμε ότι όταν πρέπει η ποινή να είναι ισόβια, να είναι ισόβια, αλλά να αφήσετε το δικαίωμα στο δικαστήριο να αποφασίζει. Αυστηροποιήστε αν θέλετε το χρόνο της έκτισης, αλλά μην αφαιρείτε τη δυνατότητα από το δικαστήριο να αποφασίσει και να υποχρεώσετε το δικαστήριο να αποφασίζει αν θα είναι κάθειρξη, αν θα είναι προσωρινή κάθειρξη ή αν θα είναι ισόβια. Ισόβια όταν λέμε εννοούμε ισόβια. Αυτά είναι κατά τη γνώμη μου εμβαλωματικές ουσιαστικά λύσεις.
Κλείνοντας, κύριε Πρόεδρε, επανέρχομαι στη συνολική κριτική της πρότασής σας. Το δίλημμα δεν είναι: ή αυστηροποίηση ποινών ή συνέχιση της απαράδεκτης και πολλαπλασιαζόμενης καθημερινά εγκληματικότητας που πρέπει να αντιμετωπιστεί από την ελληνική πολιτεία. Το ζητούμενο είναι όπου χρειάζεται να υπάρξει αυστηροποίηση ιδίως στα σεξουαλικά εγκλήματα, στους βιασμούς, στις ανθρωποκτονίες των γυναικών, στους βιασμούς ανηλίκων, στην οικογενειακή βία, στην ληστεία μετά φόνου, σας λέμε μια σειρά από τέτοια, να υπάρξει αυστηροποίηση και τα οποία θα τα υπερψηφίσουμε προφανώς.
Να υπάρξει αυστηροποίηση, όμως, σε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό πλαίσιο αντεγκληματικής πολιτικής με έμφαση στην πρόληψη, στην κοινωνική συνοχή, στην εκπαίδευση, αλλά κυρίως χωρίς ευθεία ή έμμεση κατάργηση δικαιωμάτων που μετατρέπουν το δικαιικό μας σύστημα από σωφρονιστικό σε τιμωρητικό. Όταν την αντεγκληματική πολιτική την παίρνεις από τη δικαιοσύνη σαν πρώτη πράξη της κυβέρνησης και την μεταφέρεις στην αστυνομία ουσιαστικά κάνεις το πρώτο βήμα αναίρεσης θεμελιωδών παραδοχών του κράτους δικαίου. Και αυτή δυστυχώς ήταν η πρώτη πράξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης σας.
Το νομοσχέδιο σας, λοιπόν, δεν εμφορείται από μια συνεκτική φιλοσοφία, ένα ολοκληρωμένο μεταρρυθμιστικό πνεύμα για μια σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική και γι’ αυτό δεν μπορούμε να το ψηφίσουμε επί της αρχής. Δεν κάνουμε νομικό ακτιβισμό, δεν κρυβόμαστε πίσω από νομικές, δογματικές θεωρίες. Σταθμίζουμε τα πράγματα και αποφασίζουμε, γι’ αυτό θα ψηφίσουμε παρών επί της αρχής. Και θα δώσουμε το βάρος στα άρθρα επί της ουσίας της πολιτικής και όχι επί τηλεπικοινωνιακών ή μικροπολιτικών συμφερόντων που είναι η πάγια πρακτική σας