Ομιλία Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής, Κώστα Σκανδαλίδη, στην συζήτηση της υπ’ αριθ. 24/19/27.5.2021 επίκαιρης επερώτησης, αρμοδιότητας Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, της Προέδρου κυρίας Φωτεινής (Φώφης) Γεννηματά και 21 Βουλευτών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Κινήματος Αλλαγής, με θέμα: «Η ελληνική κοινωνία αγωνιά για την Εκπαίδευση και το μέλλον των παιδιών της ενώ το Υπουργείο Παιδείας εφησυχάζει και περιορίζεται σε ανακοινώσεις μεγαλεπήβολων σχεδίων».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά, που έχουνε σκεπή τον χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης για την πατρίδα μας πώς την έβλεπε μέσα από τη δική του ματιά. Θυμάμαι μικρό παιδί που είχα διαβάσει ένα πολύ μικρό βιβλίο του φιλόσοφου Αξελού, όπου έλεγε σε μια αποστροφή «Ξέρετε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους Ισραηλινούς και στους Έλληνες; Ότι οι Ισραηλινοί άκουσαν τους προφήτες τους, ενώ οι Έλληνες δεν άκουσαν τους ποιητές και τους φιλοσόφους τους».
Δεν είναι μόνο η επέτειος για τον Σεφέρη. Θεωρώ ότι αυτό που είπα τώρα είναι απόλυτα συναφές με την παιδεία, για την οποία σήμερα εγκαλούμε την Κυβέρνηση. Διότι η αξεπέραστη πολιτισμική μας κληρονομιά καθιστά την ελληνική παιδεία στοιχείο της ταυτότητας του Έλληνα, αν θέλει αυτός στη σύγχρονη εποχή να συγκεντρώνει τα τρία βασικά στοιχεία που όλοι θέλουμε για μια εποχή αναγέννησης και για τη χώρα μας: Να είναι ουμανιστής, να είναι πατριώτης και να είναι δημοκράτης και προοδευτικός άνθρωπος.
Αν, λοιπόν, στη σημερινή συνθήκη με τη σημερινή κρίση και με τις καταιγιστικές αλλαγές που γίνονται θέλουμε να σκεφτούμε, να οραματιστούμε για την ελληνική παιδεία, θα έπρεπε οποιαδήποτε έγνοια μας, οποιαδήποτε φροντίδα μας, οποιοδήποτε μέτρο μας να συμβάλουν αποφασιστικά σε αυτόν τον στόχο.
Ισχυρίζομαι, κυρία Υπουργέ, ότι για να πάει η παιδεία μας σε αυτόν τον στόχο, δεν έχετε κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο και δεν κάνετε τίποτα και καμία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Κάνετε μικροδιευθετήσεις, όχι μεταρρυθμίσεις.
Σας άκουσα με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή για τα δεκάδες μέτρα που επαναλαμβάνετε σε κάθε ευκαιρία, για επιμέρους μικρές ψηφίδες στην εκπαιδευτική πολιτική που δεν συνιστούν καμία αλλαγή για το σχολείο και που, σε τελευταία ανάλυση, έρχονται σε μεγάλη αντίθεση με την κοινή γνώμη. Ανατρέπουν την εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης για το σχολείο; Δεν την ανατρέπουν. Γιατί ο μέσος πολίτης για το σχολείο θα ήθελε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας.
Να μη βλέπει μετά από δύο χρόνια να συνωθούνται μαθητές στα θρανία. Να μη βλέπει μετά από δύο χρόνια να υπάρχουν ακόμα κοντέινερς. Να μη βλέπει μετά από δύο χρόνια το μαθησιακό κενό. Να μη βλέπει μετά από δύο χρόνια την αδυναμία να παρακολουθήσει ο μαθητής και να νιώθει ο ίδιος την αγωνία τι θα γίνει. Να μη βλέπει μετά από δύο χρόνια άλλον έναν πειραματισμό για την είσοδο στα πανεπιστήμια. Να μη βλέπει εν τέλει μετά από δύο χρόνια όλα όσα η Κυβέρνησή σας έπραξε αυτόν τον καιρό.
Δεν έχετε ολοκληρωμένο σχέδιο ούτε για την αντιμετώπιση της πανδημίας ούτε για τον εμβολιασμό. Πολύ περισσότερο, δεν έχετε για το περιεχόμενο των σπουδών. Και είναι πάρα πολύ απλό να δούμε ένα-ένα τα στοιχεία αυτά. Να δούμε ποιο σχολείο θα διαμορφώσει την πολιτιστική ταυτότητα. Ποιο είναι αυτό που σήμερα διαφέρει από το χθεσινό, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο σπουδών; Ποιο είναι αυτό που συνδέει την πορεία της χώρας μας με την ανάπτυξη της επαγγελματικής και τεχνικής εκπαίδευσης, παράλληλα με τις ανθρωπιστικές σπουδές;
Πού είναι το σχολείο, όπου μπορεί να υπάρχει ο εθνικός σχεδιασμός της παιδείας μέσα από τους αρμόδιους φορείς, από το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας; Πού είναι το εθνικό απολυτήριο που θα μεταφέρει με ασφάλεια και με αξιοκρατία -και όχι με τον τρόπο που έγινε και τα δύο αυτά χρόνια και που άφησε έξω χιλιάδες παιδιά- τον μαθητή από το Λύκειο στο πανεπιστήμιο; Πού είναι το σχολείο της δημιουργικής απασχόλησης που σήμερα η Ελλάδα έπρεπε να έχει σε όλη τη χώρα πάρα πολλά ολοήμερα σχολεία;
Τα πειραματικά και τα πρότυπα, που λέτε ότι αναπτύσσονται, πού αναπτύσσονται; Έπρεπε μαζικά να γίνει προσπάθεια σε κάθε περιοχή να γίνουν φωτεινοί σηματοδότες και να υπάρχουν σήμερα αυτά τα σχολεία, με βάση και τις καινούργιες εξελίξεις. Δεν υπάρχουν. Δεν αρκεί μονάχα να λέτε «ψηφιοποιήσαμε», «δώσαμε ένα κομπιούτερ», «κάναμε μερικές διευθετήσεις». Αυτές είναι φυσιολογικές, θα τις έκανε ο καθένας.
Είστε κατώτεροι των περιστάσεων. Πού είναι, ουσιαστικά, το Εθνικό Σύστημα Αξιολόγησης των σχολών καταρχήν και των σχολείων, που θα μπορέσει να σηματοδοτήσει μια αξιολόγηση και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων απέξω που βρίσκονται στη χώρα μας, αντί να κάνουμε μια αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στα ιδιωτικά κολέγια και στα πανεπιστήμια και σε όλα αυτά, που μέχρι τώρα μένουν άλυτα και αναπαράγουν μια αντιπαράθεση επί τόσα χρόνια μέσα στη Βουλή των Ελλήνων; Εγώ δεν βλέπω καμία τέτοια διαφορά ανάμεσα στη μέχρι τώρα πολιτική και σε αυτά που εσείς κάνετε και που, ουσιαστικά, επιδεινώνετε τα πράγματα.
Πιστεύω ότι και το μαθησιακό κενό και η ανυπαρξία έρευνας για αυτό το κενό και η υποεκπαίδευση που γίνεται σήμερα και η κακή ενημέρωση των μαθητών για τους εμβολιασμούς και τα θέματα που έχουν σχέση με τη δημιουργική απασχόληση και τον χρόνο που δίνουν τα σχολεία σε αυτήν και η εγκατάλειψη των υποστηρικτικών δομών του εκπαιδευτικού συστήματος βρίσκονται σήμερα σε μια πραγματικότητα που αντιβαίνει στις ανάγκες που έχουμε. Δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο.
Και βέβαια, έχουμε και αυτή τη μόνιμη αντιπαράθεση με τους εκπαιδευτικούς. Δεν υπάρχει κανένα πεδίο συνεννόησης, γιατί απλά υπολογίζετε ότι αυτοί που εκφράζουν σήμερα τα όργανα των εκπαιδευτικών είναι κάποιοι κακοί συνδικαλιστές. Δε γίνεται ένας διάλογος ανοικτός για την παιδεία πριν πάρετε οποιαδήποτε μέτρο και το φέρετε εδώ πρόχειρα στη Βουλή. Πόσα νομοσχέδια έχετε φέρει; Πού είναι η περιβόητη πανεπιστημιακή αστυνομία, που σήμερα αλλάζετε πάλι τη διαδικασία -από ό,τι κατάλαβα- σιωπηρά, αλλάζοντας και τον Υπουργό; Αυτές είναι μεταρρυθμίσεις ή είναι μπαλώματα; Αυτό είναι το ερώτημα.
Κυρία Υπουργέ, όσοι έζησαν από κοντά τη μεγάλη μεταρρύθμιση της δεκαετίας του ‘80 για το δημοκρατικό και αντι-αυταρχικό σχολείο και πανεπιστήμιο, νόμοι που κράτησαν πολλά χρόνια και που έδωσαν μια άλλη διάσταση στην εκπαιδευτική διαδικασία στη χώρα. Όσοι έζησαν από κοντά την καινοτόμα και κόντρα στο ρεύμα αλλαγή της δεκαετίας του ‘90 που παρόλα αυτά έγινε με μεγάλο, επίπονο διάλογο, με συγκρούσεις με διαδικασίες παρότι έμεινε λειψή.
Όσοι έζησαν την ώριμη συναινετική και εκσυγχρονιστική παρέμβαση του 2010. Αντιλαμβάνονται το αποσπασματικό και επιλεκτικό και κυρίως το αναποτελεσματικό των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Δεν πάσχουν μόνο ως προς το περιεχόμενο των επιλογών με τις οποίες κατά κανόνα αντιμετωπίζουμε με λανθασμένο τρόπο πραγματικά προβλήματα. Πάσχουν κυρίως ως προς τη διαδικασία διαμόρφωσης και επιβολής τους.
Όλες οι μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν βρήκαν αντίσταση σε κεκτημένα. Όλες προχώρησαν μετ’ εμποδίων. Όλες άφησαν ανολοκλήρωτες προσπάθειες και κενά που δεν καλύφθηκαν. Όμως, έσπρωξαν τα πράγματα προς τα εμπρός, γιατί στηρίχθηκαν σε μια προϋπόθεση, τη συναίνεση της εκπαιδευτικής κοινότητας που ήταν η μόνη αρμόδια να υλοποιήσει την όποια μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Αλλιώς δεν υπάρχει μεταρρύθμιση, γίνονται απλώς διευθετήσεις αμφίβολης χρησιμότητας που κατά κανόνα δεν εφαρμόζονται.
Αυτό το μάθημα, δυστυχώς, μια συντηρητική κυβέρνηση δεν μπορεί να το διδαχτεί γιατί είναι έξω από τη φύση της, είναι έξω από τις επιλογές της, και στον τρόπο που αποφασίζει και στον τρόπο που τις υλοποιεί από καθέδρας. Και εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά με την προοδευτική παράταξη. Απέναντι στο συγκεντρωτικό και αυταρχικό μοντέλο διαχείρισης εξουσίας, ένα μοντέλο συμμετοχικής διακυβέρνησης θα έπρεπε στον χώρο της παιδείας να κάνει σήμερα μια επανάσταση.
Αν πιστεύετε ότι αυτά που μας είπατε προηγουμένως ανταποκρίνονται στις ανάγκες και είναι μια επανάσταση στον χώρο της παιδείας, νομίζω ότι είστε σε λάθος κατεύθυνση. Εμείς σας εγκαλέσαμε για πάρα πολλά ζητήματα που οι Βουλευτές του κινήματός μας έθεσαν τόση ώρα που συζητάμε στη συγκεκριμένη επερώτηση. Εγώ σας λέω ότι χωρίς σχέδιο δεν πάει πουθενά η χώρα.