Ο Ανδρέας Πουλάς κατά την κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Ευρωπαϊκών και Κοινωνικών Υποθέσεων για το Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Καταπολέμηση του Καρκίνου ανέφερε τα εξής:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Καταπολέμηση του Καρκίνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πολύ σημαντική σημαντική πρωτοβουλία, που ανταποκρίνεται σε μία υπαρκτή αναγκαιότητα.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ευρωπαϊκή Ένωση προσανατολίστηκε στην ανάγκη να αναληφθεί συντονισμένη δράση για την καταπολέμηση του καρκίνου.
Μέχρι σήμερα βέβαια, η ιατρική τεχνολογία έχει κάνει άλματα και διαρκώς πιο καινοτόμα και αποτελεσματικά ογκολογικά φάρμακα εισέρχονται στην αγορά.
Ενώ στο επίκεντρο της συζήτησης διεθνώς βρίσκεται η εξατομικευμένη ιατρική που αναμένεται να αυξήσει σημαντικά το προσδόκιμο ζωής των ογκολογικών ασθενών με θεραπεία και φαρμακευτική αγωγή, που θα αφορά εξατομικευμένα στο κάθε περιστατικό.
Όλες αυτές οι εξαιρετικά ελπιδοφόρες προοπτικές έχουν ληφθεί υπόψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να πάει την καταπολέμηση του καρκίνου ένα βήμα πιο κοντά στο μέλλον.
Βασική στόχευση είναι η δημιουργία μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης Υγείας που θα προστατεύει την υγεία των πολιτών της ουσιαστικά:
– μέσα από διασυνδέσεις, συνεργασίες και συμπράξεις των κρατών μελών, σε επίπεδο ανταλλαγής ευρημάτων στην έρευνα και διευκόλυνσης πρόσβασης σε κρίσιμα δεδομένα υγείας
-με την αξιοποίηση της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης και των νέων τεχνολογιών
-και κυρίως με την αξιοποίηση μίας χρηματοδότησης ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα από την υλοποίηση των προγραμμάτων EU4Health, Ορίζων Ευρώπη και Ψηφιακή Ευρώπη.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται να κορυφώσει τον σχεδιασμό της για την αντιμετώπιση του καρκίνου με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον χτίζοντας πάνω σε τέσσερις άξονες:
-στην πρόληψη
-στην έγκαιρη ανίχνευση
-στην διάγνωση και θεραπεία
-και στην ποιότητα ζωής καρκινοπαθών και επιζώντων καρκινοπαθών
Στο πλαίσιο αυτό αναλαμβάνει εμβληματικές πρωτοβουλίες και υποστηρικτικές δράσεις ώστε τα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά ολόκληρη την πορεία της νόσου.
Ομολογουμένως όλες αυτές οι πρωτοβουλίες και οι δράσεις εντάσσονται σε έναν ολιστικό σχεδιασμό πανευρωπαϊκού επιπέδου. Όμως είναι αυτό αρκετό; Μπορεί να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα στην υλοποίηση του σχεδιασμού αυτού ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου τα εθνικά συστήματα υγείας διαφέρουν ως προς τα βασικά τους χαρακτηριστικά, ως προς τη χρηματοδότησή τους και ως προς την ωριμότητά τους;
Το Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την καταπολέμηση του καρκίνου συνιστά μία άρτια έκθεση ιδεών και καλών προθέσεων. Κινδυνεύει όμως, να βουλιάξει η εφαρμογή του στα βαθιά νερά των υπαρκτών ανισοτήτων των εθνικών συστημάτων υγείας των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεχομένως, η εφαρμογή του να είναι εφικτή και οι συνέργειες αποτελεσματικές και καρποφόρες μεταξύ πιο στερεά δομημένων συστημάτων υγείας όπως αυτών της Βόρειας Ευρώπης.
Όμως, από αυτά απέχει πολύ το δικό μας σύστημα υγείας, κάτι που εν πολλοίς οφείλεται και στην κυβέρνηση.
Γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά ότι η πρόληψη περνάει μέσα από τις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Η κυβέρνηση ακόμη δεν έχει ξεδιπλώσει το όραμά της για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας – κάτι που και λόγω πανδημίας θα έπρεπε να είχε γίνει χθες.
Με άλλα λόγια δεν έχουμε ακόμα πετύχει να εκπονήσουμε έναν εθνικό σχεδιασμό προληπτικού ελέγχου, με στόχο να μετατρέψουμε τα ογκολογικά νοσήματα σε νοσήματα χρονιότητας με εξασφάλιση υψηλής ποιότητας ζωής των ασθενών.
Ως προς το Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης Σπύρος Δοξιάδης 2021-2025 δε, που ψηφίστηκε με μεγάλες προσδοκίες για την οργάνωση ενός σταθερού μηχανισμού πρόληψης τον Μάρτιο του 2020 (ν.4675/2020) ακομα δεν υπάρχουν νεότερα για την υλοποίηση του.
Όταν λοιπόν, στην χώρα μας διαπιστώνεται τόσο μεγάλη δυστοκία στην υλοποίηση του αυτονόητου, με ποια εχέγγυα θα εφαρμοστούν όσα μεγαλεπίβολα προγραμματίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – ερήμην των πραγματικών δυνατοτήτων των εθνικών συστημάτων υγείας, για την σύγκλιση των οποίων δεν λέει κουβέντα και δεν δείχνει καμία μέριμνα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή;
Ως προς την ανίχνευση, τη διάγνωση και τη θεραπεία η κατάσταση επιδεινώθηκε λόγω πανδημίας καθώς τα χειρουργεία σταμάτησαν επί μακρόν και τα νοσοκομεία μετατράπηκαν σε νοσοκομεία μίας νόσου.
Οι πολίτες από τη μία διστάζουν να μεταβούν στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων και από την άλλη τα ραντεβού αργούν δραματικά.
Οι ελλείψεις στα νοσοκομεία σε προσωπικό αλλά και σε εξοπλισμό κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των ογκολογικών ασθενών, ενώ στην περιφέρεια υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τις χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες καθώς οι ασθενείς πρέπει να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα για να κάνουν τη θεραπεία τους σε κάποιο μεγάλο νοσοκομείο.
Ο προσυμπτωματικός έλεγχος μειώθηκε κατά 90% κατά την περίοδο των απαγορευτικών, με αποτέλεσμα σημαντικές καθυστερήσεις στις διαγνώσεις νεοπλασιών, στερώντας από ένα μεγάλο αριθμό ασθενών την δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης – την ώρα που όλοι γνωρίζουμε ότι η έγκαιρη διάγνωση είναι το πλέον κρίσιμο στοιχείο για την επιτυχημένη θεραπεία.
Στην χώρα μας, όπου ετησίως ο αριθμός των διαγνώσεων ανέρχεται στις 70.000 και των θανάτων από καρκίνο σε 32.000, οι έρευνες δείχνουν ότι το 50% των καρκίνων μπορεί να αποφευχθεί με μαζικό πληθυσμιακό έλεγχο – κάτι που όμως απέχει πολύ από την ελληνική πραγματικότητα.
Εξίσου γνωστό είναι το πρόβλημα της εισόδου καινοτόμων ογκολογικών φαρμάκων στην ελληνική αγορά λόγω της τρέχουσας πολιτικής για το φάρμακο και του πολύ υψηλού ποσοστού του clawback.
Ως προς την αποκατάσταση των ασθενών και την εξασφάλιση ποιότητας ζωής μετά τον καρκίνο, η κατάσταση είναι εξίσου τραγική ως αποτέλεσμα της υποχρηματοδότησης της υγείας κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Δεν υπάρχουν δημόσια κέντρα αποκατάστασης, ανακουφιστικής φροντίδας και ψυχολογικής υποστήριξης για τους ασθενείς τελικού σταδίου, αλλά και για τους επιζήσαντες που επιθυμούν να επιστρέψουν σε μία κανονικότητα.
Ούτε λογος δε, για κέντρα που θα βοηθήσουν τους καρκινοπαθείς να ενταχθούν στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή ξανά καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που η ασθένεια τους έχει ως άμεση συνέπεια την απώλεια της εργασίας τους και την χρόνια ανεργία τους.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η πραγματικότητα δεν μπορεί να συνδυαστεί με τα εξωπραγματικά για τα ελληνικά δεδομένα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όσο και να επιθυμούμε να δούμε τις φιλόδοξες αυτές δράσεις να εφαρμόζονται για την βελτίωση της υγείας των ελλήνων καρκινοπαθών, αυτό δεν μπορεί να γίνει από τη μία μέρα στην άλλη και μάλιστα με μία κυβέρνηση που δεν διαθέτει όραμα για τη δημόσια υγεία και που κινείται με ρυθμούς χελώνας για την ψηφιοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της.
Η υλοποίηση του ηλεκτρονικού φάκελου του ασθενούς έχει ήδη εξαγγελθεί κατ’ επανάληψη – ουδέν νεώτερο όμως από το μέτωπο της υλοποίησης του.
Η ψηφιοποίηση στον χώρο της υγείας, τα καινοτόμα φάρμακα και η δημιουργία μητρώου νεοπλασιών παραμένουν ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Πως θα μπορέσει να εφαρμοστεί ο πρωτοπόρος σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χωρίς μετρήσιμα στοιχεία, στατιστικά δεδομένα και αξιολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους καρκινοπαθείς;
Ενώ η πρόσβαση στην έγκαιρη διάγνωση και στη θεραπεία εξαρτάται άμεσα από το βαλάντιο κάθε ασθενούς.
Ακόμα και εάν υποτεθεί ότι το Υπουργείο Υγείας κάνει άλματα σε χρόνο ρεκόρ ως προς την δημιουργία εκείνων των υποδομών που θα εφαρμόσουν τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό, διοικητικά είσαστε απροετοίμαστοι.
Όπως και η πανδημία απέδειξε, οι ΥΠΕ είναι ανέτοιμες να οργανώσουν ένα τόσο απαιτητικό σχεδιασμό και μάλιστα την ώρα που δεν ταυτίζονται με τις διοικητικές περιφέρειες, κάτι που συνεπάγεται διοικητικές αστοχίες και ανισότητα στην υγειονομική κάλυψη των διάφορων περιοχών της χώρας.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η χώρα υγειονομικά βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο.
Υπό τις συνθήκες αυτές φοβάμαι ότι ο λεπτομερής σχεδιασμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί στην χώρα μας, η οποία φαίνεται να χάνει την ευκαιρία που πρόσφερε η πανδημία για σοβαρή χρηματοδότηση του ΕΣΥ και αναγέννηση της δημόσιας υγείας.
Χωρίς η κυβέρνηση να έχει δημιουργήσει υποδομές και δομές ικανές να στηρίξουν την πρωτοβουλία «Ευρωπαϊκή Ένωση για την Υγεία», είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε και εδώ οι φτωχοί συγγενείς μίας πλούσιας και προοδευμένης Ευρώπης, όπου οι έχοντες ευημερούν και οι μη έχοντες καταλήγουν.