Τέτοιες μέρες πριν από 94 χρόνια, από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου συγκεκριμένα, η Σμύρνη καιγόταν. Και καθώς στην Ελλάδα κυριολεκτικά μισούμε την Ιστορία, στο σχολείο δεν μάθαμε για τα «πώς» και τα «γιατί» της χειρότερης στιγμής του έθνους μας.
Μόνο κάποια «ποιος», «πού» και «πότε» και αυτά μισά.
Και φυσικά δεν είναι μόνο η Καταστροφή της Σμύρνης.
Όμοια τύχη έχουν όλα τα δυσάρεστα περιστατικά της ιστορίας μας.
Είτε τα διαγράφουμε από τη μνήμη μας- και από τα σχολικά μας βιβλία- είτε τα παραλλάσσουμε, ώσπου γίνονται… αγνώριστα.
Είναι κατανοητή η σκοπιμότητα πίσω από μία διδασκαλία που εξυπηρετεί το όποιο εθνικό αφήγημα, δίνοντας έμφαση όπου το τελευταίο ορίζει, αλλά όταν η πρώτη αξιώνει αλλαγή της ιστορίας, είναι προτιμότερο να αλλάξει το αφήγημα παρά να αλλάξει η αλήθεια.
Με άλλα λόγια, οφείλουμε να δίνουμε περισσότερη προσοχή στις μαύρες σελίδες της ιστορίας μας. Όχι για να πλουτίσουμε σε γνώση- αυτό είναι θέμα του καθενός ξεχωριστά- αλλά για να έχουμε μία συμβατή με την αλήθεια συλλογική μνήμη, της οποίας η αξία φαίνεται καλύτερα κατά τις δύσκολες περιόδους.
Εν προκειμένω, στη παγκόσμια κρίση που διανύουμε, οι Έλληνες αντιδράσαμε, αναμενόμενα και φυσιολογικά, ανάλογα με την θεώρησή μας για την Ιστορία.
Αδρομερώς, αυτό σημαίνει ότι εμείς έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και οι άλλοι είναι οι κακοί.
Πιο συγκεκριμένα, σημαίνει ότι αφού έχουμε διαφορές με τους ξένους, και δη με τους Γερμανούς, θα υπερασπιστούμε με κάθε κόστος τη θέση μας.
Κάθε ενδεχόμενη αναθεώρησή της παίρνει αναβολή για αργότερα.
Ήτοι, θα πούμε ένα περήφανο «Όχι» και ό,τι θέλει ας γίνει.
Όπως κάναμε και τις ένδοξες μέρες του ‘40.
Για αυτό και στο κοινοβούλιο τώρα πλειοψηφούν εκείνοι που θέλουν (ακόμα) να τα κάνουμε όλα Κούγκι. Για αυτό και στο δημοψήφισμα βάλαμε τα χέρια μας και βγάλαμε τα μάτια μας. Επειδή περιορίσαμε τη γαλούχησή μας στο ρητό, «του Έλληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει», τελεία.
Τη δεδομένη χρονική στιγμή όμως, το ρητό ήταν λάθος, όπως και η ιστορική μας αναγωγή. Με σήμα κατατεθέν το «Όχι», πέρασε στο κοινό η άποψη των κυβερνώντων εθνικολαϊκιστών και ανατρέξαμε στον λάθος πόλεμο.
Η εθελοτυφλία μας, η άρνησή μας να κοιτάξουμε προσεκτικά τί συμβαίνει στον κόσμο, δεν παραπέμπει στον ηρωισμό και την αυταπάρνηση του ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά στην απελπισία της μικρασιατικής εκστρατείας.
Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής πανεπιστημίου για να κάνει τις συγκρίσεις. Αρκούν βασικές ιστορικές γνώσεις και κοινή λογική:
Με τη νέα κυβέρνηση του 1920 να αντιπροσωπεύει τη δυσπιστία απέναντι στους Ευρωπαίους συμμάχους, η διπλωματική στρατηγική που ακολούθησε η Ελλάδα απέναντί τους, με το μικρασιατικό μέτωπο ανοιχτό, περιορίζεται επαρκώς στη φράση «Δανείστε μας, αλλιώς θα αυτοκτονήσουμε». Σαν κάτι να μας θυμίζει αυτό, σωστά;
Τότε, όπως και το 2015, αγνοούσαμε ότι οι ξένοι μπορούν να έχουν άλλες σκοτούρες από το να μας σώσουν με κάθε κόστος…
Ο Γούναρης προσπαθούσε να τρομάξει τους Αγγλο- Γάλλους λέγοντάς τους ότι αν καταρρεύσει το μέτωπο θα χάσουν οριστικά τα στενά του Βοσπόρου.
Στο μεταξύ οι προτεραιότητές τους είχαν αλλάξει. Ο βρετανικός τύπος μετέβαλε την ατζέντα του, την επόμενη μέρα της επαναφοράς του βασιλιά Κωνσταντίνου («Θα χάσουμε τους Μουσουλμάνους για τους Έλληνες»), και πρώτα στη λίστα των Συμμάχων είχαν ανέβει το πετρέλαιο, η διανομή του αραβικού κόσμου και τα ομόλογα του οθωμανικού χρέους.
Από τότε, οπωσδήποτε, οι εποχές έχουν αλλάξει, όμως η αδράνεια και η αδιαλλαξία είναι διαχρονικά οι λάθος επιλογές σε ένα απέραντο και ρευστό πεδίο, όπως η διεθνής πολιτική.
Αναλόγως με την εποχή, μπορεί να αλλάξει και η μορφή των αποτελεσμάτων, ωστόσο, ομοίως, μία εθνική καταστροφή είναι πάντα μία εθνική καταστροφή.
Για την ώρα δεν έχουμε φτάσει σε σημείο «Καταστροφή της Σμύρνης», αλλά, εδώ και επτά χρόνια, αντί να απομακρυνόμαστε από τον γκρεμό, βλέπουμε το κενό και υπολογίζουμε μέχρι πού φτάνει ο πάτος.
Θαρρείς και άμα πέσουμε, δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο.
Αυτό δεν μας έλεγαν οι κυβερνώντες στη περήφανη διαπραγμάτευση και, επειδή στο σχολείο μάθαμε ότι «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», συμφιλιωθήκαμε με τη ιδέα της καταστροφής…;
Και ίσως είμαστε ακόμα συμφιλιωμένοι. Ένας χρόνος πέρασε και ακόμα δεν έχουμε κάνει βήμα για να απομακρυνθούμε από τον γκρεμό.