« Γεννήθηκα στον Πειραιά. Κοντά στο πατρικό σου σπίτι. Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Από δύο ετών μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου.
Είχε βγει το διαζύγιο εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με δει, διαδραματίστηκαν σκηνές βαρβαρότητας.
Αυτή η εικόνα, να την πετάνε έξω, ενώ ερχόταν σε μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ.
«Ανάθεμα τη μάνα σου που σε άφησε για τον γκόμενο», μου είπε ο θείος μου όταν ήμουν πέντε χρονών. Τα λόγια του στάθηκαν εγκληματικά.
Όταν ήμουν οκτώ ετών ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά το μήνα.
Η μητριά μου, με έβαζε να κάνω βαριές δουλειές από τα ξημερώματα, πριν φύγω για το σχολείο, κι εγώ ήμουν παιδάκι.
Δεν ήταν η ζωή που ήθελα. Στα 12 δεν άντεξα και κατάπια 50 κινίνα. Κι ύστερα αφού με σώσανε θυμάμαι ότι ήρθε σπίτι η γιαγιά μου και τράβαγε τη μητριά μου από τα μαλλιά. Αυτή η εικόνα είναι χαραγμένη ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Μετά από αυτό ο πατέρας μου έγινε πιο ελαστικός και με άφηνε να βλέπω τη μητέρα μου πιο συχνά. Πήγαινα και στο σπίτι της κι εκεί ένιωθα πιο ήρεμα, πιο οικεία.
Κάποιο απόγευμα με άκουσε να τραγουδώ ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης που ειδοποίησε αμέσως τον Μίμη Πλέσσα. Λίγο καιρό μετά έγινα το πρώτο «Πλεσσόπουλο». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να μπω στην κρατική ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Ξέρεις κάτι; Εγώ δεν ήξερα τι μου γίνεται. Μόνο άκουγα… Άκουγα που έλεγε ο Πλέσσας κι οι άλλοι ότι η αξία της φωνής μου δεν αποτιμάται…
Τα χαρτιά μου τα έκανα κρυφά από τον πατέρα μου. Παιδούλα ήμουν, σχολείο πήγαινα αλλά ήξερα ότι αν έλεγα στον πατέρα μου τα όνειρά μου θα τα φυλάκιζε. Με πήραν στην ραδιοφωνία και μάλιστα μπήκα στην ορχήστρα του Πλέσσα.
Προσπαθούσα να είμαι τόσο τυπική με το σχολείο και τις υποχρεώσεις στο σπίτι, για να μη δώσω στόχο στον πατέρα μου. Αυτό κράτησε οκτώ –δέκα μήνες. Ενώ είχα και το φροντιστήριο που πήγαινα αφού ήθελα να δώσω εξετάσεις στη Φυσικομαθηματική σχολή. Ώσπου ένα βράδυ που γύρισα σπίτι από το φροντιστήριο, βρήκα την πόρτα κλειδωμένη κι έξω από αυτή μια βαλίτσα με λίγα ρούχα.
Έπαθα σοκ αλλά μ’ ένα λεωφορείο κατάφερα κι έφτασα στο σπίτι της μητέρας μου. Έκτοτε έμεινα μαζί της.
Πήγαινα λοιπόν σχολείο μα έτρεχα και στην ορχήστρα του Πλέσσα. Ήμουν χαρούμενη γιατί δεν χρειαζόταν να κρύβομαι. Άλλωστε δεν ένιωθα ότι κάνω κάτι κακό. Τότε, ήταν η εποχή που έφυγε η Μούσχουρη για την Ευρώπη. Δούλευε στο «Τζάκι» στη Ρηγίλλης και το μαγαζί έμεινε χωρίς τραγουδίστρια. «Πάρτε τη φωνή του ουρανού», είπε στους επιχειρηματίες ο Πλέσσας και βρέθηκα αντικαταστάτρια της Μούσχουρη.
Από το «Τζάκι» πέρναγε όλη η καλή Αθήνα. Μαγαζί που αν δεν φορούσες φράκο ή τουαλέτα δεν έμπαινες. Όχι επειδή το απαγόρευε κάποιος αλλά επειδή εσύ ντρεπόσουν να είναι σαν την μύγα μεσ’ το γάλα.
Ένα βράδυ μπήκαν στο καμαρίνι μου, δεκαεξάχρονο κοριτσόπουλο ήμουν, ο Μανόλης Χιώτης κι η Μαίρη Λίντα. Τους είχα ακουστά αλλά δεν τους ήξερα. Να μη τα πολυλογώ, μου πρότειναν να συνεργαστούμε. Ρώτησα τον Πλέσσα και μου είπε αμέσως να το κάνω. Τον εμπιστευόμουν και τον αγαπούσα τόσο πολύ, που αν μου έλεγε «όχι», θα έκανα ότι λέει εκείνος.
Ένα βράδυ, όπως τραγουδούσα ένα τραγούδι του Χατζηδάκι, ένιωσα να μουδιάζει το σώμα και το μυαλό μου. Βρέθηκε μπροστά μου ο πατέρας μου. Αστραπιαία πέρασαν χιλιάδες σκέψεις από το μυαλό μου. Όλες άσχημες. Μα εκείνος κάθισε σ’ ένα τραπέζι σε μια γωνιά –ήταν μαζί κι η ετεροθαλής αδελφή μου- και με άκουγαν. Κι ύστερα ήρθε στο καμαρίνι. Με αγκάλιασε….
Δούλευε σε μια εφημερίδα κι άκουγε διάφορα κουτσομπολιά από κάποιους που δεν ήξεραν ότι είναι πατέρας μου. Κι όλοι έλεγαν πόσο καλό κορίτσι είμαι και πόσο βράχος ηθικής μέσα στη νύχτα των πειρασμών. Κι αυτό τον έκανε να φουσκώσει σαν παγόνι… Όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και σε ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Μετά με περιέλαβε ο Πλέσσας. «Εδώ τελειώνει ο ουρανός», «Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου», «Τώρα», μετά ο Μουζάκης μου έδωσε τη «Σκλάβα», το «θέλω κοντά σου να μείνω» που είπαμε με τον Βογιατζή. Όλα πήραν το δρόμου τους… Κι άρχισαν να βλέπω κάθε τραγούδι σαν ένα μικρό δικό μου μυθιστόρημα, σαν μια δική μου ταινία μικρού μήκους που είχαν εμένα πρωταγωνίστρια. ‘»Σε βλέπω στο ποτήρι μου και πίνοντας σε πίνω», «Αγόρι μου, αγόρι μου, ανάσα μου και αίμα μου», «Χίλιες βραδιές», « Αν είναι η αγάπη αμαρτία θα βγω να το φωνάξω με λατρεία», «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, η αγάπη αυτή με πεθαίνει»… Μπερδεμένα στα λέω χρονολογικά, ότι θυμάμαι….
Να σου εξομολογηθώ κάτι; Παρά τα όσα έκανα, παρά τη δόξα και την αναγνώριση, εγώ πιο πολύ νοιαζόμουν για τα παιδιά μου. Τον Μιχάλη και την Αθηνά μου. Κι αυτό επειδή εγώ είχα ένα πολύ κακό γάμο και φοβόμουν για τα παιδιά. Ήμουν τόσο φοβισμένη που δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου. Δεν απολάμβανα το παραμικρό. Κι όποιος λέει ότι η ζωή μου είναι ένα δυνατό μελό, δεν έχει άδικο.
Έχω κάνει πολλά λάθη. Για λούσα δεν ξόδευα χρήματα., ούτε είχα πάθη. Ούτε αλκοόλ, ούτε χαρτιά, δουλειά σπίτι ήμουν μια ζωή. Κι όμως δεν μάζεψα χρήματα. Ξέρεις γιατί; Επειδή ήμουν ανασφαλής, φοβόμουν ότι δεν θα έχω χρήματα για να φάνε τα παιδιά και υπέγραφα συμβόλαια με ελάχιστη αμοιβή… Ναι ξέρω με εκμεταλλεύτηκαν… Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα με όποιον ερχόταν πρώτος…. Ξέρεις ρε Νίκο πόσες φορές μουτζώνω τον εαυτό μου; Όχι επειδή δεν φρόντισα αλλά επειδή δεν κατάλαβα ή δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη με την οποία έντυσε τη φωνή μου ο Θεός»…
Τζένη Βάνου, συνομιλία σε ένα διάλειμμα της ηχογράφησης του τελευταίου της δίσκου «Αγία Αχαριστία», σε μουσική Σοφίας Βόσσου και στίχους του Νίκου Γ. Σακελλαρόπουλου, Κατερίνας Σταματάκη, Γιούλας Γεωργίου, Ελευθερίας Παλούση. Στο studio Praxis, στη Νέα Σμύρνη, κοντά στο σπίτι της. Με ηχολήπτη τον σπουδαίο Κώστα Παρίση.
Σαν σήμερα, 5 Φεβρουαρίου, το 2014, έφυγε από τη ζωή…