Καμπανάκι για την οικονομία χτυπάει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, σύμφωνα με το οποίο έχει βρεθεί σε μια «παγίδα λιτότητας» όπου οι συνεχείς αυξήσεις φορολογίας και μειώσεις δαπανών μειώνουν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και αυξάνουν το χρέος.
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, επικεφαλής του οποίου είναι ο καθηγητής Οικονομικών Παναγιώτης Λιαργκόβας, το πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παραμένοντας σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση. Η αρνητική τάση που δημιουργήθηκε το τελευταίο τρίμηνο της προηγούμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο πρώτο τρίμηνο του 2017. Μάλιστα στην έκθεση αναφέρεται ότι, το κλείσιμο της αξιολόγησης αν και αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, ωστόσο σύμφωνα με όσες προβλέψεις αποτολμώνται σήμερα, φαίνεται πλέον απίθανη η ανάπτυξη 2,7% που πρόβλεπε ο Προϋπολογισμός για το 2017.
Μάλιστα, στην έκθεση αναφέρεται ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κινείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο.
Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζεται «είναι αμφίβολο αν τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία. Και βέβαια, θα ήταν καλύτερα οι στόχοι για το 2018 και μετά να ήταν χαμηλότεροι, περίπου 2% του ΑΕΠ όπως προτείνουν μεταξύ άλλων το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Ελλάδος. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα οι πιέσεις προς τον προϋπολογισμό θα αυξηθούν αν δεν επιστρέψει η χώρα σε στέρεη ανάπτυξη και δεν μειωθεί η ανεργία που μειώνει τις συνεισφορές στην κοινωνική ασφάλιση».
Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην έκθεση γίνεται αναφορά στην εντυπωσιακή δημοσιονομική υπεραπόδοση το 2016, η οποία ωστόσο δε φαίνεται να μπορεί να άρει την αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία, η οποία πλέον δεν σχετίζεται τόσο με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, όσο με την κατάσταση της «πραγματικής οικονομίας» και τους πιθανούς κινδύνους σε τράπεζες, ΔΕΗ, ΕΦΚΑ κτλ, ενώ η συγκεκριμένη δημοσιονομική προσαρμογή μάλιστα φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την «πραγματική οικονομία».
Μάλιστα, υπογραμμίζεται, ότι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 3,5% είναι σχεδόν ανέφικτη για μεγάλες χρονικές περιόδους, μεγαλύτερες των πέντε ετών ενώ τονίζεται ότι η δημοσιονομική υπεραπόδοση του 2016 (που ξεπερνά ακόμα και το στόχο του 2018) ειδικά αν αυτή συνεχιστεί και το 2017, υποσκάπτει τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα όπως δεσμεύεται από το μνημόνιο) «Με την υπεραπόδοση του 2016 ουσιαστικά χάθηκε ένα βασικό πλεονέκτημα του τρίτου μνημονίου, που ήταν οι χαμηλότεροι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Αναφορικά με τις προοπτικές εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, υπογραμμίζεται ότι αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές.