Ομιλία του Ειδικού Αγορητή του Κινήματος Αλλαγής, Κώστα Σκανδαλίδη, στην συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών για τον ΕΝΦΙΑ.
Έχουμε ουσιαστικά δύο εξελίξεις στη χώρα, στην οικονομία, στην ανάπτυξη, που είναι πάρα πολύ σημαντικές. Η πρώτη είναι η αλόγιστη ανάπτυξη του χρέους, η κρίση χρέους που βιώνει η χώρα. Είναι τέταρτη στον κόσμο με πάνω από 350 δισεκατομμύρια, 206% του ΑΕΠ και μόνο για το 2022 απαιτούνται 4,6 δισεκατομμύρια για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και δεύτερον, ο πληθωρισμός και η ακρίβεια που καλπάζουν εξανεμίζουν καθημερινά τα εισοδήματα και δεν φαίνεται φως στον ορίζοντα.
Οι ανάγκες υπαγορεύουν όχι μόνο τη διασφάλιση της επενδυτικής βαθμίδας που θα μειώσει το κόστος δανεισμού και που είναι ένας θεμιτός στόχος και πρέπει να υπάρχει και πρέπει να κατακτηθεί και δεν έχει κατακτηθεί μέχρι τώρα. Απαιτούν συνετή δημοσιονομική διαχείριση με δέσμευση για συνετή δημόσια διαχείριση και πρωτογενή πλεονάσματα που θα αγγίζουν το 2% του ΑΕΠ χωρίς περικοπές στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, να μη χαθούν πόροι δηλαδή, και βέβαια διαρθρωτικές αλλαγές που επιταχύνουν την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου και διασφαλίζουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε αλλεπάλληλες κρίσεις. Ο τρίτος στόχος, που είναι ο πιο βασικός, και ο δεύτερος βέβαια ισχυρίζομαι ότι δεν εξυπηρετούνται από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης, δεν εξυπηρετούνται σε κανένα σημείο.
Κύριε Υπουργέ, ξοδέψατε σχεδόν 50 δισεκατομμύρια. Και τι καταφέρατε; Καταφέρατε να έχουμε τη δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως, πώς τα ξοδέψατε και πώς επιδράσανε στην ελληνική οικονομία; Τα ξοδέψατε άδικα και αλόγιστα και ουσιαστικά δεν έχουν καμία επίδραση στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας απέναντι στις κρίσεις.
Άρα, η πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και η αναπτυξιακή πολιτική που ακολουθείτε δεν ενισχύουν την παραγωγική βάση της χώρας, δεν δίνουν ένα μοντέλο που να αντέχει στις κρίσεις και δεν δίνουν τη δυνατότητα παραγωγικής αξιοποίησης των πλούσιων πόρων που μας παρέχουν σήμερα τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή είναι η γενική εικόνα.
Θέλω να επαναλάβω αυτά που έρχονται μπροστά μας. Επανέρχεται σταδιακά η δημοσιονομική πειθαρχία και εξαντλείται ο δημοσιονομικός χώρος. Δώσατε τόσες πολλές παροχές και τώρα ο Πρωθυπουργός θυμήθηκε το «λεφτόδεντρο». Τώρα αντιλαμβάνονται όλοι ότι παρά το ότι ξοδέψατε σχεδόν 50 δισεκατομμύρια, εκτός από την άδικη κατανομή, ούτε η επίδραση στα μακροοικονομικά μεγέθη και στην ανθεκτικότητα της οικονομίας είναι θετική και αναπαράγεται, όπως είπα προηγούμενα, η ίδια δομή και οι ίδιες τακτικές «Βλέποντας και κάνοντας». Τρέχετε, δηλαδή, με άλλα λόγια, πίσω από τις εξελίξεις.
Φέρατε ως τροπολογία τα μέτρα που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί. Εγώ δεν έχω παρά να επαναλάβω αυτά που είπα όταν τα άκουσα πρώτη φορά, ότι δηλαδή το μοτίβο παραμένει σταθερά το ίδιο και απαράλλακτο, ότι είναι μόνιμα μέτρα για τους έχοντες και προσωρινά και ανεπαρκή για τους μη έχοντες, ότι είναι μεγάλες ελαφρύνσεις για τους λίγους και ψίχουλα για τους πολλούς και τους πλέον αδύναμους.
Αυτό το μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο μοτίβο που αποτελεί την ψυχή της συντηρητικής ιδεολογίας και κατεύθυνσης σε όλες τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής ισχύει στο ακέραιο τόσο στα μέτρα σας, όσο και στον χειρισμό του ΕΝΦΙΑ που εισάγει το σημερινό νομοσχέδιο. Σας υπενθυμίζω ότι το τετράμηνο λόγω αύξησης των τιμών εισπράξατε πάνω από ένα δισεκατομμύριο έσοδα από τον ΦΠΑ και από αυτά επιστρέφετε ψίχουλα στη βενζίνη, ασήμαντο επίδομα στους φτωχούς, ανεπαίσθητη βοήθεια για τους μη έχοντες.
Έρχομαι τώρα στις συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου και θα αναφερθώ σε τρία ζητήματα. Κατ’ αρχήν θα αναφερθώ στον συμπληρωματικό φόρο. Αποτελεί μια συντηρητική επιλογή, όπως η πλειονότητα των φορολογικών ρυθμίσεων της Κυβέρνησής σας, αφού –επαναλαμβάνω- στην ουσία παρέχονται μεγάλες ελαφρύνσεις στους λίγους έχοντες και κατέχοντες και ψίχουλα στους πολλούς και πλέον αδύναμους.
Παρά τις προσθήκες της τελευταίας στιγμής, πέραν των κυβερνητικών εξαγγελιών για μικρή προσαύξηση φόρου στις περιουσίες άνω των 500.000 ευρώ, η κριτική που έχουμε ασκήσει για τις κυβερνητικές επιλογές ισχύει στο ακέραιο. Μου έκανε δε μεγάλη εντύπωση ότι ένας από τους φορείς που μίλησε χθες γι’ αυτό, θεώρησε ότι ήταν τρομακτική επιβάρυνση στα μεγάλα εισοδήματα το συμπληρωματικό μέτρο που ήταν ανεπαίσθητης αξίας και σημασίας μπροστά στην άδικη κατανομή.
Οι διατάξεις για τους νέους συντελεστές ανά ζώνη, όπως καταγράφονται, δεν γίνονται με προοδευτικό τρόπο, καθώς έχουμε μηδενική ή μικρότερη μείωση, μικρές μειώσεις στις ζώνες έως 2.000 ευρώ και πολύ μεγαλύτερες σε ακριβότερες ζώνες 2.001, 2.500, 2.501, 3.000 και 3.001, 3.500. Σε συνδυασμό με την κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου για περιουσίες άνω των 250.000 ευρώ ισοπεδώνεται η όποια προοδευτικότητα του συστήματος.
Επισημαίνεται ότι ήδη η μείωση που είχε θεσμοθετήσει η Κυβέρνηση από το 2019 έχει γίνει με ταξικά χαρακτηριστικά που μείωσαν μια φορά την προοδευτικότητα του φόρου. Μάλιστα, η Κυβέρνηση εξασφαλίζει με μόνιμο και γαλαντόμο τρόπο αυτήν την επιλογή στους κατέχοντες, αλλά είναι φειδωλή στα προσωρινά μέτρα που ανακοίνωσε για την ακρίβεια.
Εμείς έχουμε μια άλλη αντίληψη για τη φορολογική πολιτική. Πιστεύαμε ότι ήταν η εποχή –και επείγεται, μάλιστα, για να μην πω ότι έχει ξεπεραστεί ο καιρός- που έπρεπε να έχουμε κάνει μια μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση, να βάλουμε ενιαία τον φόρο περιουσίας για κάθε ένα νοικοκυριό και να μπορεί να γίνει μια προοδευτική κλίμακα με μεγάλη ελάφρυνση στη βάση της και με μεγάλη προσαύξηση φόρων στους έχοντες. Διότι περί αυτού πρόκειται. Δεν είναι το πρόβλημα «περισσότεροι ή λιγότεροι φόροι».
Το θέμα είναι ποιος αναλαμβάνει το βάρος και τις θυσίες που πρέπει να γίνουν προκειμένου να υπάρξει το κράτος, να λειτουργήσει και να αναπτυχθεί. Και εδώ είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια προοδευτική πολιτική που μιλάει για μια προοδευτική και αναλογική φορολογία και σε μια συντηρητική πολιτική που κάνει σχεδόν οριζόντια μέτρα και κυρίως κάνει άδικα μέτρα, διότι προσπαθώντας να μειώσει τους φόρους, ουσιαστικά τους μειώνει περισσότερο σε αυτούς που έχουν και κατέχουν σε μια εποχή που η κερδοσκοπία των ολίγων καλπάζει σε όλον τον κόσμο και στην Ελλάδα προφανώς.
Η κρίση πόσες κοινωνικές ομάδες δεν ανέδειξε με τεράστια έσοδα και σε συνθήκες ακόμα και αισχροκέρδειας! Και πώς ελέγχονται αυτά και πώς φορολογούνται; Πώς μπορούν να μπουν στον κοινό κορβανά, που μετά πρέπει να μοιράζεται δίκαια ως το βάρος απέναντι στις διάφορες κοινωνικές τάξεις; Επαναλαμβάνουμε ότι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στη συντηρητική και την προοδευτική πολιτική.
Αναφορικά με τη μείωση του ΦΠΑ στα λιπάσματα, έχω πει ότι γίνεται με καθυστέρηση. Οι αγρότες έχουν ήδη προμηθευτεί λιπάσματα με αυξήσεις έως και 400%. Δεν ξέρω πόσο θα αποζημιωθούν γι’ αυτήν την τεράστια ζημιά. Όσον αφορά τον μηδενικό ειδικό φόρο στο αγροτικό πετρέλαιο επισημαίνεται ότι πρώτα θα πληρώσουν οι αγρότες και μετά θα περιμένουν την επιστροφή, όταν αξιωθείτε να βγάλετε την υπουργική απόφαση με ό,τι περιορισμούς θα βάλετε σε αυτήν. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι και εδώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το τσίπουρο και την τσικουδιά, εδώ πια η ταξική σας πολιτική –για να το πω με την παραδοσιακή έννοια του όρου- ξεπερνάει τα όρια. Με το πρόσχημα ότι δεν μπορεί να εισπραχθεί εύκολα ο φόρος από τους μικρούς παραγωγούς που παράγουν από τους διήμερους αποστακτήρες το τσίπουρο σε όλη την Ελλάδα, ουσιαστικά αποδέχεστε να καταργηθεί η ορολογία, προκειμένου να ενισχυθούν οι βιομηχανίες.
Εμείς δεν λέμε να μην ενισχυθούν οι βιομηχανίες. Εμείς δεν λέμε να μην ενισχυθεί η εξαγωγική δυνατότητα της χώρας. Να ενισχυθεί και να βγει με την πατέντα «τσίπουρο» και «τσικουδιά» στην Ευρώπη και να κατοχυρώσουμε το προϊόν. Όχι να αφαιρέσουμε τον όρο προκειμένου να υπάρξει ο ουσιαστικός εκμηδενισμός της παραγωγής των παραδοσιακών αγροτών που ασχολούνται με αυτά και που έχουν μια παράδοση διακοσίων χρόνων.
Υπάρχει και μια διαδικασία που σε διάφορες περιοχές της χώρας έχει πραγματικά αποδώσει μια ιδιαίτερη ταυτότητα και μια ιδιαίτερη ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση αυτών των προϊόντων. Υπήρχαν τρόποι να ενισχυθούν και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις και ο ανταγωνισμός τους, χωρίς όμως να υπάρχει αυτή η ουσιαστική εξαφάνιση των φτωχών αγροτών.
Είναι φανερό ότι εμείς καταψηφίζουμε το σχέδιο νόμου εξαιτίας όχι μόνον της άνισης θεματολογίας που υπάρχει στο νομοσχέδιο προσπαθώντας να βρούμε μια αρχή και ένα τέλος που δεν υπάρχει πουθενά, αλλά κυρίως και για τις τρεις αυτές περιπτώσεις που ανέφερα.