«Τώρα οι ληστές θα γνωρίζουν πως το επάγγελμά τους έχει γίνει πιο δύσκολο ακόμη», θριαμβολογούσε ο Ιταλός υπουργός Αμύνης, Ματέο Σαλβίνι, μετά την ψήφιση της τροποποίησης του νόμου για τη διεύρυνση της νομιμότητας στην αυτοάμυνα—ένας νόμος που αποτελούσε ένα προσωπικό στοίχημα και στόχο.
Ωστόσο, τον ενθουσιασμό του υπουργού δεν συμμερίζονται ούτε οι δικαστές, οι οποίοι πλέον στις αίθουσες θα έχουν περιορισμένες δυνατότητες εκτίμησης κι ερμηνείας της πράξης, αλλά και οι αστυνομικοί, οι οποίοι κινδυνεύουν να δουν να απονομιμοποιείται στην πράξη ο ρόλος τους στην τήρηση της τάξης, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί κατακόρυφα η δουλειά τους ένεκα της αναμενόμενης αύξησης της κυκλοφορίας των όπλων μέσα στην κοινωνία. Στις φωνές των δύο ομάδων αυτών προστίθεται και αυτή των δικηγόρων, καθώς η νέα νομοθεσία ενδεχομένως να ανατρέψει τις πρακτικές των δικαστηρίων,αφού όπως υποστηρίζουν «παρεμβαίνει στο πλαίσιο μίας εικονικής κατάστασης ανάγκης».
Το κείμενο της νομοθετικής τροποποίησης είχε αποτελέσει αντικείμενο έντονης πολεμικής ήδη προτού κατατεθεί στη Γερουσία. Κάποιοι μιλούσαν κι εξακολουθούν να μιλούν για μία «ανώφελη κι επικίνδυνη» διάταξη, προειδοποιώντας πως δεν προστατεύει, αλλά απεναντίας εκθέτει σε σοβαρότερους κινδύνους τους πολίτες. Άλλοι υπογραμμίζουν επίσης πως το γράμμα του νέου νόμου έχει υπαγορευθεί από μία παρωχημένη ιδέα για τη δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, δεν ήταν αναγκαία η διεύρυνση του δικαιώματος της αυτοάμυνας. Όπως τονίζει ο γγ του σωματείου τους Silp-Cgil, Ντανιέλε Τισόνε, η ψήφισή της δεν δικαιολογείται από κανένα είδους στοιχείο, που να τεκμαίρει πως υπάρχει έκτακτη ανάγκη. «Οι στατιστικές για τα εγκλήματα δείχνουν μείωσή τους», τονίζει ο ίδιος. «Πρόκειται για ένα πολιτισμικό λάθος, που οφείλεται σε πολιτική “μυωπία” και πιστεύω πως συνιστά μία ήττα για το κράτος και όλους τους μηχανισμούς του, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο κάποιος θα σκεφθεί πως το κράτος δεν είναι σε θέση να υπερασπισθεί τους πολίτες του. Δεν είναι όμως έτσι», πρόσθεσε.
Για τον ίδιον, υπάρχει κι ένας δεύτερος κίνδυνος που καραδοκεί εξαιτίας της διασταλτικής έννοιας που δίνεται στην αυτοάμυνα: «οι πολίτες θα φαντάζονται πως θα μπορούν να μείνουν ατιμώρητοι και δεν θα δικαστούν για πιθανές ευθύνες τους, εάν τραυματίσουν, ή σκοτώσουν κάποιον μέσα στο σπίτι τους—ακόμη κι εάν αυτός δεν έχει θέσει σε κίνδυνο τη ζωή κανενός. Δεν είναι όμως έτσι: δεν υπάρχει άδεια για να σκοτώνεις».
Ο ίδιος επισημαίνει και μία άλλη πτυχή της διασταλτικής αυτής ερμηνείας: σε ορισμένες περιπτώσεις οι αστυνομικοί κινδυνεύουν να προστατεύονται λιγότερο από τους απλούς πολίτες, που έχουν ένα πιστόλι στο σπίτι τους, καθώς δημιουργεί μία ασυμμετρία όσον αφορά τη δικαιολόγηση της χρήσης βίας.
Ιδιαίτερα ανήσυχοι για τη νέα νομοθεσία είναι και οι ποινικολόγοι. Για τον Τζαντομένικο Καγιάτσα, της Ένωσης των Ποινικολόγων: «πρόκειται για έναν ανώφελο κι επικίνδυνο νόμο, που εδράζεται επί μίας εικονικής κι ανυπόστατης έκτακτης ανάγκης, δεδομένου πως οι υποθέσεις της νόμιμης αυτοάμυνας είναι το πολύ δύο κάθε χρόνο κι αυτές αθωώνονται στο δικαστήριο». Ο ίδιος υπογραμμίζει πως, βάσει του νέου νόμου, δεν απαλλάσσονται από τις έρευνες και τη δίκη όποιοι πυροβολούν. «Είναι μία ανώφελη διάταξη, γιατί κανένα γράμμα του νόμου δεν μπορεί να παρακάμψει την διακριτική εκτίμηση κάποιου δικαστή για μία ανθρωποκτονία που έγινε σε οικιακό χώρο. Και είναι επικίνδυνη γιατί διαδίδει στον κόσμο την πεποίθηση πως μπορεί στο σπίτι του να πράξει ό,τι θέλει ατιμωρητί. Δεν είναι όμως έτσι».
Στο τελευταίο τούτο σημείο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και η Ένωση Δικαστών (ANM). Ο πρόεδρός της, Φραντσέσκο Μινίσι, διευκρινίζει ακριβώς αυτό το σημείο: ανεξαρτήτως της τροποποίησης του νόμου, όσο και να έχει διασταλεί η αναλογικότητα μεταξύ άμυνας κι επίθεσης, όποιος πυροβολεί κάποιον που εισήλθε στο σπίτι του θα έλθει αντιμέτωπος με τις διωκτικές κι ανακριτικές αρχές. Δεν θα τιμωρηθεί μόνον, αφού οι έρευνες αποδείξουν, ακόμη και με βάση τη νέα νομοθεσία, πως επρόκειτο για απολύτως δικαιολογημένη νόμιμη αυτοάμυνα. «Δίνει λάθος μηνύματα, που εγκυμονούν μεγάλους κινδύνους, προσφέροντας κακές υπηρεσίες στην κοινότητα των πολιτών». Για την Ένωση Δικαστών η νέα νομοθεσία δεν προσφέρει εγγυήσεις για την ασφάλεια των πολιτών και περιορίζει τις δικανικές δυνατότητες των δικαστών: «Απεναντίας εισάγει έννοιες, που μικρή σχέση έχουν με το δίκαιο, προβλέπει επικίνδυνους αυτοματισμούς και περιορίζει το περιθώριο ερμηνείας των δικαστών, εάν δεν δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες στην εκτίμηση της κάθε υπόθεσης: όπερ σημαίνει ότι όλοι μας θα είμαστε λιγότερο εξασφαλισμένοι». Επιπλέον, όπως τονίζουν οι δικαστές, διατυπώνονται πολλές επιφυλάξεις για τη συνατγματικότητα της νομοθεσίας.
Αλλά και η Ένωση Δημοκρατικών Δικαστών κατήγγειλε τη νέα νομοθεσία, την οποία χαρακτήρισε «μεταρρύθμιση μανιφέστο» που εμπνέεται από μία «αρχαϊκή ιδέα για τη δικαιοσύνη», η οποία γίνεται αντιληπτή όχι ως εγγύηση και προστασία του πολίτη, ακόμη κι όποιου διαπράττει ένα έγκλημα, αλλά νοείται ως εκδίκηση και βεντέτα.
Προελεύσεις: HuffingtonPost.it, La Repubblica, Corriere della Sera
ΑΠΕ-ΜΠΕ