ΟΙ ΦΑΡΑΣΙΩΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΥΜ ΝΑΧΙΕΣΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΣΤΟ ΡΟΥΜΛΟΥΚΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Άρθρο του Ιορδάνη Β. Παπαδόπουλου στο δημοτικό περιοδικό “ΔΗΜΟΡΑΜΑ” τεύχος Μαίου – Ιουνίου 1998 – σελ. 45,46,47,48,49,50.Ο κ. Ιορδάνης Β. Παπαδόπουλος είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Σπούδασε μαθηματικά στο Α.Π.Θ. Νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικά στο Δ.ΜΕ και Διοίκηση Επιχειρήσεων στην ΑΣΟΕΕ.
Πριν αναφερθούμε στο κύριο θέμα μας, κρίνουμε σκόπιμο να ορίσουμε τις έννοιες που χρησιμοποιούμε στην προμετωπίδα. (Επισημαίνω, «προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως» πως οι ορισμοί ισχύουν μόνο για τα περιορισμένα πλαίσια αυτού του άρθρου).
Φάρασα: Είναι (ήταν πριν την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή του 22) μια “πλειάδα” χωριών στα υψίπεδα του Αντίταυρου, στη Βόρεια Καππαδοκία. Το κεφαλοχώρι ήταν ο Βαρασός, που είχε στις αρχές τον 20ον αι, αιώνα από 400 οικογένειες. Στην ανταλλαγή μετρήθηκαν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) συνολικά 204 οικογένειες με 583 ψυχές. Ή σαν όλοι ελληνόφωνοι Χριστιανοί (Ρωμιοί). Από το Βαρασό άποικοι ξεκίνησαν και σχημάτισαν τα χωριά Κάρσαντι, στα Νότια προς την πλευρά των Αδάνων, σε απόσταση 2-3 ημέρες, και το Aφσάρι Β-ΒΑ σε απόσταση 1-2 ημέρες (ανάλογα με τον καιρό και την εποχή του έτους) με τον αραμπά. Από το Αφσάρι εποικίστηκαν η Κίσκα (αρχαία Κισκισσός), ο Σαττής και το Τσουχουρ-γιουρτ. Κοντά στο Βαρασό ήταν και το Ξουρδζάϊδι το οποίο “σκόρπισε” τα τέλη του 19°” αι. Μερικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Βαρασό και μερικές στо Κάρσαντι. Συνεπώς τα Φάρασα περιλαμβάνουν το Bαρασο, το Κάρσαντι, το Αφσάρι, την Κίσκα, τον Σαττή, το Τσουχούρ- γιουρτ και το Ξουρδζάϊδι. Μετά την ανταλλαγή από τα Φάρασα μετρήθηκαν στην Ελλάδα συνολικά 502 οικογένειες με 1848 ψυχές (ΚΜΣ).
Rum (από το λατ. Roma). Rum (Ρουμ) αποκαλούσαν πρώτα οι Άραβες και κατόπιν οι Τούρκοι τη Ρωμανία, τις χώρες που βρίσκονταν εκτός της Οθωμανικής κυριαρχίας και της Αραβίας. Rumi (Ρουμί): ο καταγόμενος από περιοχές εκτός της Αραβικής πατρίδας. (Rum: Osmanli devleti ve Arabistan harici yerler. Romali. Rumi: Rumelindeni olan. Arap memleketinden baska yerlerden olan. Anadolulu olan. Λεξ. Abdullah Yegin).
Μεταξύ τους οι Μουσουλμάνοι (Άραβες, Τούρκοι και οι παραφυάδες τους) στην πολεμική argol, όταν αναφέρονταν στο Rum έλεγαν Dar al harb (χώρα πολέμου). Αυτό δείχνει και τα “φιλάνθρωπα” αισθήματα προς τους Ρωμιούς. ‘Οταν κατελήφθη το Βυζάντιο,Rum ή Rumi οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν τον ελληνοχριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα εδάφη της Μ. Ασίας.
Rum-eli (χώρα των Ρωμιών) αποκαλούσαν αρχική την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αργότερα τις Ευρωπαϊκές περιοχές του Οθωμανικού Κράτους. Στους ύστερους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας (και μετά το 1821), Ρούμελη καλείται ειδικότερα η περιοχή της Στερεός Ελλάδος. Οι κάτοικοι της Ρούμελης καλούνται, επί το ελληνικότερον, Ρουμελιώτες.
Rum, Nahiyesi (επαρχία Δήμου Ρωμιών). Nahiye: είναι η περιφέρεια του Δήμου. Το Ρουμ Ναχιεσί ήταν μια περιοχή της Καππαδοκίας στα υψίπεδα του Αντίταυρον (κοιλάδεςκαι οροπέδια σε υψόμετρο 1300-1700 μ.) σε απόσταση 50-70χιλ. Ν-ΝΑ της Καισάρειας. Έδρα του Δήμου ήταν η Κίσκα (αρχαία Κισκισσός) και περιελάμβανε τις Φαρασιώτικες κοινότητες Αφσάρι, Σαττή, Τσουχούρ γιουρτ και ακόμη τα χριστιανικά χωριά Μπεσκαρδας, Xoστσάς, Ταστσί, Γκιονρουμζέ. Στην Κίσκα υπάγονταν και καμιά δεκαριά τουρκικές κοινότητες. Συνολικά ο Δήμος Κίσκα περιελάμβανε 18-20 Κοινότητες . Προϊστάμενος του Δήμου ήταν ο Μουδούρ στον οποίο υπάγονταν οι Μεχιάρ (Πρόεδροι των Κοινοτήτων). Ο ελληνικός πληθυσμός τον Ρουμ Ναχιεσί, που έδωσε το όνομά του σιη Περιφέρεια, αριθμούσε περίπου 1500 οικογένειες στις αρχές τον αιώνα. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το ΚΜΣ εντόπισε 751 οικογένειες που αριθμούσαν 3019 ψυχές. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων και τουρκόφωνων ελληνικών χωριών ήσαν στο σύνολό τους Έλληνες. Μόνο στο Βαρασό υπήρχαν 4-5 οικογένειες Τούρκων (φύλακες),στη Κίσκα 20 οικογένειες (κυρίως διοικητικοί υπάλληλοι του Δήμου) και στο Xoστσά, 3-4 οικογένειες Τούρκοι (κυρίως φύλακες για να τους προστατεύουν από τους τσέτες-αντάρτες ληστές).
Rum-luk: [=Ελλαδικόν] σημαίνει τόπος των Ρωμιών, δηλαδή μια περιοχή μέσα στα όρια του τουρκικού Κράτους, όπου κατοικούν Ρωμιοί (Έλληνες). Στη Μακεδονία, Ρουμλούκι καλείται όλος ο κάμπος των Γιαννιτσών, η “πεδιάς της Καμπανίας” που περιορίζεται από τα Πιέρια, το Βέρμιο, το Πάϊκο, τους πρόποδες τον Χορτιάτη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Μέγιστο μήκος Δ-Α, 70χιλ. και μέγιστο πλάτος Β-Ν, 55χιλ. (Εγκ. Ελευθερουδάκη). Διαρρέεται από τούς ποταμούς Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιό και Γαλλικό. Περίπου στο κέντρο της περιοχής βρίσκεται το ΠΛΑΤΥ Ημαθίας (τ. Νομού Θεσσαλονίκης). Εδώ, στο Ρουμλούκι εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες από τα χωριά των Φαράσων που ξεκίνησαν από το Ρουμ Ναχιεσί της Καππαδοκίας. Το Ρουμλούκι πήρε το όνομα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από τους κατοίκους της περιοχής που ήταν στο σύνολο τους “Ρωμιοί”, ελληνόφωνοι Χριστιανοί, σε αντιδιαστολή προς τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών της Θεσσαλονίκης (πολυεθνική πόλη με την πολυπληθέστερη κοινότητα των Εβραίων), των Γιαννιτσών με τα χωριά του Πάικου και των περιοχών του Βερμίου (αναφερόμαστε στην περίοδο της τουρκοκρατίας).
Yunanistan (από το Yunan=Ιωνία) έλεγαν την Ηπειρωτική Ελλάδα.
Yunanli: ο Ελλαδίτης έλληνας, σε αντιδιαστολή προς τον Rumi που ήταν ο Έλληνας κάτοικος της Μ.Ασίας. Τη Στερεά Ελλάδα την έλεγαν Eski Yunanislan (Παλαιά Ελλάδα) και τους κατοίκους της Eski уunanli (Παλιοελλαδίτες!).
Καππαδοκία: εκτεταμένη χώρα της Μ. Ασίας μεταξύ τον Άλυος, του Ταύρου, του Ευφράτου και του Ευξείνου ΙΙόντου. Είναι η υψηλοτέρα χώρα της Μ. Ασίας με υψόμετρο πολλαχού άνω των 2300 μέτρων≫ (Εγκ. Μορφωτικής Εταιρίας).
Μακεδονία: ≪Χώρα της χερσονήσου του Αίμου, οριζόμενη εκ Νότου υπό του Αιγαίου πέλαγους και της Θεσσαλίας και εκτεινόμενη προς Α μεν μέχρι της Ροδόπης και της πεδιάδας του Νέστου μέχρι των εκβολών αυτού, προς В δε μέχρι των κοιλάδων των διαρρεομένων υπό του κάτω Στρυμόνος και του Αξιού και προς Δ μέχρι των Αλβανίδων Άλπεων (Εγκ. Ελενθερουδάκη). Πρώτος ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία ή Μακεδονία ή Μακεδονίου γη. Η λέξη ετυμολογείται από το μακεδνός ή μακεδανός, που σημαίνει μακρός, ψηλός. Το Μακεδνόν είναι, κατά τον Ηρόδοτο, γένος δωρικών. Λέγονται και Μακέται οι Μακεδόνες.
Η Συνθήκη της Λωζάνης
Κατά τη Συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών, ανάμεσα την Τουρκία και στην Ελλάδα, ο διαχωρισμός έγινε με βάση το θρήσκευμα. Αμέσως το πρώτο άρθρο αυτής ορίζει πως η ανταλλαγή είναι υποχρεωτική. Δεν μπορούν να έλθουν πίσω και να εγκατασταθούν οι ανταλλάξιμοι χωρίς την άδεια της Τουρκίας (οι Έλληνες της Μ. Ασίας) ή της Ελλάδας (όσοι Μουσουλμάνοι έφυγαν από την Ελλάδα) αντίστοιχα (βλ. Βίκα Γκιζέλη Κοινωνική ένταξη προσφύγων, Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9*, σελ. 65): ≪Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος των εγκατεστημένων επί τουρκικών εδαφών και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασιαθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ αδείας της τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της ελληνικής Κυβερνήσεως (άρθρ. 1 της Συνθήκης Λωζάνης 30-1 -1923).
Ενώ, με τη σύμβαση του Neuilly (27-11-1919), η ανταλλαγή των μειονοτήτων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία ήταν εκούσια. (βλ. σχετική εργασία Έλσας Κοντογιώργη, στο Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9ος σελ. 46). Με το ≪Πρωτόκολλο≫ που υπογράφηκε ανάμεσα στην κοινωνία των Εθνών (ΚΊΈ) και στην Ελληνική Κυβέρνηση (29 Σεπ. 1923) ιδρύθηκε ένας Αυτόνομος Οργανισμός, η”Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ, με πρόεδρο τον С. Β. Eddy), που ανέλαβε το έργο της εγκατάστασης των ανταλλαξίμων. Η ΕΑΠ έριξε το βάρος κυρίως στην Αγροτική αποκατάσταση που ήταν πιο εύκολη και εθνικώς συμφέρουσα <στις περιοχές τις οποίες εγκατέλειψαν οι Μουσουλμάνοι. Μέχρι τη διάλυσή της, η ΕΑΠ (31-12-1930)απεκατέστησε σ’ όλη τη χώρα 560.136 πρόσφυγες και από αυτούς 427.301 (111.811 οικογ.) στη Μακεδονία. Χτίστηκαν περίπου και 45.000 κατοικίες. (Σε όλη την Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν συνολικά 1.002 οικογένειες, 3.820 άτομα).
“Η εγκατάσιασις γίνεται καθ ‘ομάδας, συνοικιζομένας εντός του παραχωρουμένου κτήματος […] Εκάστη ομάς αποτελείται εκ δέκα τουλάχιστον οικογενειών[…]” (άρθρ. 3 Ν.Δ. της 6ης Ιουλ. 1923). “Κατά την εγκατάσιασιν πρέπει να γίνει προσπάθεια , ώστε να εγκαθίστανται εις τον αυτόν οικισμόν οι εκ της αυτής Κοινότητος προερχόμενοι πρόσφυγες, όπως συνεχισθεί ο παλαιός κοινοτικός βίος” (Πορίσματα Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών για το προσφυγικό Ζήτημα.
Α. Μπακάλμπασης: Το προσφυγικό Ζήτημα, 1923. Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9ος σελ. 26, σημ. 23). Έτσι εξηγείται και η ομαδική εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο.
Οι Φαρασιώτες στην Ελλάδα
Στο Πλατύ συγκεντρώθηκε η πλειονότητα των καταγομένων από τα χωριά των Φαράσων, χάρις στις φιλότιμες προσπάθειες του Βαγγέλ Τσαούς. Εδώ έγιναν χωριστές γειτονιές -μαχαλάδες: οι Καρσαντιλούδες, οι Βαρασώτες, οι Κισκελούδες, οι Αφσαρώτες, οι Τσουχουρλούδες, οι Σαττηλούδες κλπ. Εδώ (στο Πλατύ) έμειναν σχεδόν όλοι οι Καρσαντιλούδες και οι περισσότεροι από τους Κισκελούδες και Αφσαρώτες. Οι Τσουχουρλούδες εγκαταστάθηκαν σιο Βαθύλακκο Κοζάνης (πρώην Κετσιλέρ) και λίγες οικογένειες στο Πλατύ, οι Τασισιλούδες στα Πετρανά της Κοζάνης (πρώην Τζιτζιλέρ) και μερικοί στο Ν. Μυλότοπο Γιαννιτσών, οι Κιουρουμτζελίδες σκόρπισαν στη Βουτυρίτσα και σιο Κοκκινοχώρι Κοζάνης,στην Αγροσυκέα (πρώην Κούρπες) και στο Ν. Μυλότοπο Γιαννιτσών. Μερικές οικογένειες Σατιλούδες έμειναν στο Πλατύ, άλλες σκόρπησαν στα Πετρανά, στο Μυλότοπο, στην Αγροσυκέα Γιαννιτσών, στο Δοξαρά (πρώην Μπούρα) και σιη Μερσίνα Γρεβενών. [Πληροφορίες: Αιδ. Паπα Θεόδωρος Χαντζίδης (Πλαιύ), Βασ. Παπαδόπουλος (ΙΙετρανά), Σάββας Εβρενιάδης (Βαθύλακκος), Βύρων Θωμαϊδης (Ν. Μυλότοπος), Αλέξης Ιορδανίδης (Αγροσυκέα)].
Οι Καρσαντιλούδες, που προέρχονταν από ια πεδινά της Κιλικίας, προσαρμόστηκαν πιο γρήγορα και χωρίς μεγάλες απώλειες στο καινούργιο περιβάλλον του Ρουμλουκιού. Με κάποιες δυσκολίες προσαρμόστηκαν και οι Αφσαρότες, οι Κισκελούδες και Τσουχουρλούδες καθώς και οι λίγες οικογένειες Σατιλούδες. Αυτοί που ≪αποδεκατίστικαν καιά ια πρώτα χρόνια της εγκατάστασης σιο Πλατύ (1924-1925) ήταν οι Βαρασιώιες. Είχαν τη μεγαλύτερη διασπορά καιά την εγκατάσταση στην Ελλάδα. Επειδή ήταν ορεσίβιοι, δεν άντεχαν το Θερμό καμπίσιο κλίμα και τούς θέρισε πρώτους η ελονοσία. Γι΄αυτό και εγκατέλειψαν το Πλατύ. Μία συμπαγής μάζα (30-40 περίπου οικ., 150 άτομα) έμειναν σιο Μοσχάτο, στα Γλυκά Νερά Αττικής. Σια χωριά της Αν. Μακεδονίας: Πολυγέφυρα Δράμας (τουρκ. Τσατάχ), τον Πευκόλοφο (Ζεμπίλ), σια Θερμιά (Ιλιτζέ) της Δράμας, στη Ζαρκαδιά (Κίεβα), Πεύκο (Κόνιτσα Δράμας), Αβγό (Τομάλι), Τρίγωνο (Πεχάνι) και σιο Παρανέστι Δράμας εγκαταστάθηκαν περίπου 130 οικογένειες Βαρασιωτών . Μερικοί από αυτούς σφαγιάσθηκαν από τούς Βουλγάρους ή κάηκαν ζωντανοί (9 οικογένειες Φαρασιωιών σιην ΙΙολυγέφυρα κάηκαν μέσα σιο Σχολείο από τους Βουλγάρους στην κατοχή). Αυτοί που επέζησαν , σκόρπισαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ειδικά σια Νέα Φάρασα (Λετσάνι) σια Βουλγαρικά σύνορα υπήρχαν 40 οικογένειες Βαρασιωτών. Κανένας δεν έμεινε, σκόρπισαν σε άλλα χωριά της Δράμας και αρκετοί επανήλθαν σιο Πλατύ. Μερικές οικογένειες έμειναν στην Κέρκυρα, όπου αποβιβάστηκαν κατά την ανταλλαγή, μερικοί πήγαν στην Κόνιτσα και στη Ν. Αρτάκη Εύβοιας.
Ο εποικισμός στο Πλατύ
Τον αποικισμό ιων Φαρασιωιών σιο Ρουμλούκι περιγράφει παραστατικά και με γλαφυρότητα, ο αιδ. Παπα Θόδωρος Χαντζίδης, Λειτουργός του Υψίστου, για πολλά χρόνια εφημέριος από Πλατύ. Με περιβάλλει με την αγάπη του και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου. Τον ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσε κατά καιρούς: ≪… το έτος 1924 άρχισε η ανταλλαγή: 1.500.000 περίπου Έλληνες έφυγαν από την Τουρκία προς την Ελλάδα και 400.000 Τούρκοι προς την Τουρκία. Μέσα σ’ αυτόν τον πληθυσμό, ανήκουμε και εμείς οι πρόσφυγες που ήλθαμε στην Ελλάδα από τα χωριά της Καισάρειας Φάρασα, Κίσκα, Αφσάρ, Σατί, Τσουχούρ και απ το Κάρσαντι των Αδάνων της Κιλικίας, από το οποίο κατάγομαι εγώ.
Όλοι είχαμε την ίδια γλώσσα, ίδια ήθη και έθιμα, και τις ίδιες συνήθειες και όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, την Μητέρας μας Πατρίδα σκορπίσαμε , στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας , άλλοι έμειναν στην Αθήνα και στον Πειραιά, άλλοι στην Κέρκυρα, οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική και Δυτική Μακεδονία, κατ’ αρχάς.
Κατόπιν όμως ο Ευάγγελος Παπασάββας, ο Φαρασιώτης που κοινώς το έλεγαν ≪Βαγγέλ Τσαούς≫ με τις ενέργειες και προσπάθειες του, κατόρθωσε όλους αυτούς να τους συγκεντρώσει και να ιδρύσουν τον συνοικισμό του ΙΙλατέος και να κατοικήσουν μέσα σε παραπήγματα ξύλινα, κοινώς παράγγες […]κατ’αρχήν ο συνοικισμός ονομάσθη “Συνοικισμός Φαράσων” που όπως θυμάμαι είχε αναρτηθεί και μια μεγάλη ταμπέλα, ονομάσθη δε Φάρασα διότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός που κατοίκησαν αποτελούνταν από Φαρασιώτες, γι’ αυτό και δόθηκε το όνομα Φάρασα.
Το κλίμα του τόπου ήταν πολύ ανθυγιεινό διότι πέριξ του συνοικισμού υπήρχε το έλος της λίμνης Γιαννιτσών με κουνούπια πολλά και κλίμα πεδινό και ελώδες και επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών αυτών προέρχονταν από ορεινά γι΄ αυτό οι περισσότεροι προσβλήθηκαν από ελονοσία και πέθαναν πολλοί και από την ελονοσία και από άλλες αιτίες, τη δυστυχία και την έλλειψη υγιεινής κατοικίας.
Γι’ αυτό και οι Φαρασιώτες, το έτος 1925, μάλωσαν με τον συγχωριανό τους Παπασάββα διότι τους έφερε σε έναν τόπο ελώδη και ανθυγιεινό και έφυγαν ομαδικώς, εξαιρέσει λίγων οικογενειών που έμειναν εδώ και οι άλλοι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά χωριά της Δράμας. Και έτσι οι υπόλοιποι […] κατάργησαν την ονομασία Φάρασα και άφησαν την ονομασία ΙΙλατύ […].Το έτος 1928, άρχισε η αποξήρανση του βάλτου με την εταιρία Φαουντέσιον που είχε έδρα κοντά στο ΙΙλατύ στον ποταμό Λουδία ή Καράησμακ και τέλειωσε το έργο το 1933 και δεκάδες χιλιάδες στρέμματα αγρών αποδόθηκαν στην καλλιέργεια και είναι σήμερα τα καλύτερα χωράφια. […] Μετά την αποξήρανση της λίμνης το κλίμα βελτιώθηκε, η ελονοσία εξέλειπε και η ζωή έγινε πιο ευχάριστη. Κατά το έτος 1926 τα σπίτια τα έκτισε το Κράτος (Επιτροπή Εποικισμού),αποπερατώθηκαν και έτσι οι κάτοικοι στεγάστηκαν σε κάπως πιο υγιεινές κατοικίες.
Το έτος 1932 το ΙΙλατύ απεσπάσθη από την Κοινότητα Γιδά (σημ. Δήμος Αλεξάνδρειας) και έγινε Κοινότητα [Σιδηροδρομικού][Σταθμού] Πλαιέος και είναι σήμερα ένα από τα πλέον προνομιακά χωριά του Νομού Ημαθίας με αρκετές ανθούσες βιομηχανίες (Σακχάρεως, Ζωοτροφών, Γάλακτος, Ελαιουργία, αποθήκες ΚΥΔΕΠ, δύο Διαλογητήρια φρούτων, το ένα της Ένωσης Συνεταιρισμών Αλεξανδρείας και το άλλο ιδιωτικό) και με πληθυσμό της τελευταίας απογραφής του έτους 1981 πλέον των 2.000 κατοίκων.
Αυτή είναι η ιστορία της ιδρύσεως της Κοινότητος Πλατέος που περιέγραψα κατά τον μήνα Μάιο του έτους 1988, εγώ, ο Ιερεύς Θεόδωρος Χαντζίδης για να γνωρίζουν το ιστορικό τον τόπον γεννήσεώς τους όλες οι γενεές που θα γεννηθούν στο Πλατύ. Μάιο 6, 1988≫.
Ο Ευάγγελος Παπασάββας ή Βαγγέλ Tσαούς, υπήρξε ο ιστορικός ηγέτης των Φαρασιωτών (που ήλθαν από Bαρασό, Αφσάρι, Κίσκα, Σαττή, Τσουχούρι, Καρσαντί). Ο Βαγγέλ Τσαούς κόπιασε πολύ για τη συγκέντρωση και εγκατάσταση των Φαρασιωτών σто Πλατύ.
ΣΗΜ. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από το εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα “ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ: Φωτογραφίες από το αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών”, με πρόλογο του κ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη και κείμενα – επιμέλεια του κ. Γιώργου Α. Γιαννακόπουλου (έκδοση ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη και Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1992.