Οι ιοί της ηπατίτιδας Β και C σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για εκδήλωση της νόσου Πάρκινσον, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Τζούλια Πάκπουρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Neurology” της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 22.000 άτομα με ηπατίτιδα Β, 48.000 με ηπατίτιδα C, 6.000 με αυτόάνοση ηπατίτιδα, 4.000 με χρόνια ενεργή ηπατίτιδα και 20.000 με ιό HIV.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι με ηπατίτιδα Β είναι 76% πιθανότερο να εμφανίσουν Πάρκινσον, ενώ για όσους έχουν ηπατίτιδα C, ο κίνδυνος να εκδηλώσουν Πάρκινσον είναι αυξημένος κατά 51%. Οι άνθρωποι με αυτοάνοση ηπατίτιδα, χρόνια ενεργή ηπατίτιδα και HIV δεν έχουν αυξημένο κίνδυνο για Πάρκινσον.
Πολλοί άνθρωποι έχουν ηπατίτιδα χωρίς να το συνειδητοποιούν, λόγω έλλειψης συμπτωμάτων. Η ηπατίτιδα Β εξαπλώνεται μέσω επαφής με το αίμα ή με τα σωματικά υγρά ενός μολυσμένου ανθρώπου κατά τη διάρκεια του σεξ, κατά την ανταλλαγή συρρίγγων μεταξύ τοξικομανών, αν το «χτύπημα» τατουάζ ή το «πίρσινγκ» γίνεται με μη αποστειρωμένα εργαλεία, αν γίνεται κοινή χρήση οδοντόπαστας ή ξυραφιού με μολυσμένο άτομο κ.α. Η ηπατίτιδα C μεταδίδεται με παρεμφερείς τρόπους μέσω του αίματος μολυσμένου ανθρώπου, αλλά επίσης περνάει από τη μητέρα στο παιδί κατά τη γέννα.
«Η ανάπτυξη της νόσου Πάρκινσον είναι πολύπλοκη, καθώς παίζουν ρόλο τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Είναι πιθανό ότι ο ιός της ηπατίτιδας ή ίσως η θεραπεία για τη μόλυνση αυτή να πυροδοτεί το Πάρκινσον ή ακόμη μπορεί οι άνθρωποι που είναι ευάλωτοι σε μολύνσεις ηπατίτιδας, να είναι επίσης πιο ευάλωτοι στη νόσο Πάρκινσον» δήλωσε η Πάκπουρ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ