Το κέντρο μελετών Center for Αmerican Progress δημοσίευσε 12σέλιδη ανάλυση Issue Brief του Μαξ Χόφμαν με τίτλο «Responding to Turkey’s Purchase of Russia’s S-400 Missile System» (Απάντηση στην αγορά από την Τουρκία του ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400).
Η ανάλυση αναφέρεται στην αναγκαιότητα αναθεώρησης των σχέσεων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με την Τουρκία, ενόψει της τουρκικής προμήθειας των ρωσικών πυραύλων S-400, με την έναρξη μιας μακροπρόθεσμης διαδικασίας υποβάθμισης των σχέσεων ασφαλείας με την Άγκυρα, ξεκινώντας από τον περιορισμό της πρόσβασης της Άγκυρας σε ευαίσθητη στρατιωτική τεχνολογία των ΗΠΑ -ιδιαίτερα των F-35-, την υποβάθμιση της βάσης του Ιντσιρλίκ έναντι άλλων εναλλακτικών, την εφαρμογή των αμερικανικών κυρώσεων βάσει του νόμου CAATSA («Περί καταπολέμησης των εχθρών της Αμερικής μέσω κυρώσεων») και την έναρξη διαδικασίας απομάκρυνσης της Άγκυρας από ευαίσθητες ΝΑΤΟϊκές δράσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της Ρωσίας.
Τα βασικά σημεία της ανάλυσης έχουν ως εξής:
Η παρατεταμένη κρίση των συμμαχικών σχέσεων μεταξύ Τουρκίας-ΗΠΑ δεν εμπνέει αισιοδοξία, με την αγορά των S-400 να σηματοδοτεί σημείο καμπής για τη θεμελιώδη αναθεώρηση των συμμαχικών δεσμών ασφάλειας με την Τουρκία.
Η Τουρκία θα συνεχίσει μάλλον να επιδιώκει μια πιο ισχυρή και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που θα βασίζεται λιγότερο στους δυτικούς εταίρους της, προσεγγίζοντας παράλληλα τη Ρωσία. Ο Ερντογάν υιοθέτησε μια συναλλακτική προσέγγιση στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη και εξισορρόπησε αυτές τις παραδοσιακές συμμαχίες με βαθύτερους δεσμούς με το Ιράν, την Κίνα και τη Ρωσία.
Η κατευναστική στρατηγική της Ουάσινγκτον με τακτικούς χειρισμούς των διαφορών απέτυχε να σταματήσει την επιδείνωση της αντιδυτικής πορείας της Τουρκίας στην εσωτερική και εξωτερική της πολιτική, όπως αποδεικνύει και η απόφαση αγοράς των S-400. Η προμήθεια αυτή φαίνεται να καθοδηγείται από τη σαφή επιθυμία της Άγκυρας να αναμοχλεύσει το γεωπολιτικό της ρόλο και θα πρέπει να προσμετρηθεί από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως σημείο καμπής για να μειώσουν την έκθεσή τους στις ιδιοτροπίες της Τουρκίας, να προετοιμασθούν για το χειρότερο σενάριο με αντισταθμιστικές εναλλακτικές και να ξεκαθαρίσουν στην Άγκυρα τα σημεία σκλήρυνσης της στάσης τους και τις κόκκινες γραμμές τους, όπως η αγορά των S-400.
Οι ΗΠΑ θα πρέπει να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας, να διαμηνύσουν εκ προτέρων στην Άγκυρα σαφώς και χωρίς τιμωρητική διάθεση ότι δεν θα αποτελεί πια αξιόπιστο σύμμαχο αν επιλέξει να αλλάξει τη στρατηγική της ευθυγράμμιση με τη Δύση έναντι της Ρωσίας, και να υποβαθμίσουν τις σχέσεις ασφαλείας με την Τουρκία, αν πραγματοποιηθεί η προμήθεια των S-400, προς τις ακόλουθες κατευθύνσεις.
– Περιορισμό της πρόσβασης της Τουρκίας σε υψηλής τεχνολογίας στρατιωτική υποστήριξη και εξοπλισμό από τις ΗΠΑ, τουλάχιστον ακύρωση της μεταφοράς των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35 εάν πραγματοποιηθεί η αγορά των S-400 μέχρι και ολική έξοδο της Άγκυρας, μετ’ αποζημίωσης, από το ευρύτερο πρόγραμμα της κοινοπραξίας για τα F-35.
– Υποβάθμιση της συνολικής στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην Τουρκία, και της σημασίας των τουρκικών βάσεων για τις αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή. Ειδικότερα στη βάση του Ιντσιρλίκ, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποσύρουν από εκεί τα αμερικανικά πυρηνικά όπλα και τις δυνάμεις τους, προωθώντας άλλες εναλλακτικές στην περιοχή (π.χ. αναβάθμιση βάσης στην Ιορδανία και εξετάζοντας πιθανές επιλογές στις κουρδικές περιοχές του Ιράκ, στην Ελλάδα και στην Κύπρο).
– Διακοπή περαιτέρω επενδύσεων για την ασφάλεια στην Τουρκία, εφαρμογή των αμερικανικών κυρώσεων του νόμου CAATSA για απαγόρευση ορισμένων πωλήσεων όπλων και τιμωρία τουρκικών εταιρειών και αξιωματούχων που εμπλέκονται με τον ρωσικό αμυντικό τομέα, αν η Τουρκία συνεχίσει να καλλιεργεί βαθύτερους δεσμούς με τη Ρωσία και αγοράσει τους S-400, όπως και έναρξη της διαδικασίας απομάκρυνσης της Άγκυρας από ευαίσθητες ΝΑΤΟϊκές δράσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της Ρωσίας. Η πλήρης εφαρμογή του CAATSA, που θα έθετε σε κίνδυνο το πλήρες φάσμα της αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ-Τουρκίας, θα σηματοδοτούσε το τελικό στάδιο υποβάθμισης της σχέσης ασφάλειας και θα πρέπει να εξεταστεί μόνον αν η Τουρκία προχωρήσει περισσότερο προς τη στρατηγική ευθυγράμμιση με τη Ρωσία.
Προέλευση: Center for Αmerican Progress -- ΑΠΕ-ΜΠΕ