Με βασικές επιδιώξεις τη σταδιακή άμβλυνση της εποχικότητας, τη χωρική επέκταση της τουριστικής δραστηριότητας σε περιφέρειες και περιοχές με αναπτυξιακές δυνατότητες και την αύξηση της μέσης δαπάνης και της διάρκειας παραμονής ανά επισκέπτη έως το έτος 2030 δημοσιεύεται η σύνοψη της μελέτης «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης», που εκπονήθηκε από την κοινοπραξία εταιρειών Deloitte – Remaco για λογαριασμό του ΙΝΣΕΤΕ.
Οι διαφορές της μελέτης «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης» σε σχέση με προηγούμενα σχέδια δράσης εντοπίζονται σε δύο κύρια σημεία. Πρώτον, ενώ τα παρελθοντικά σχέδια ανέλυαν «ποια» προϊόντα του ελληνικού τουρισμού πρέπει να αναπτυχθούν, η παρούσα μελέτη προσδιορίζει το «πώς» μπορούν να αναπτυχθούν. Δεύτερον, η μελέτη εστιάζει στον τουριστικό προορισμό ως θεμελιώδη μονάδα σχεδιασμού, άσκησης πολιτικής, διαχείρισης, διακυβέρνησης και marketing στο τουριστικό οικοσύστημα. Αυτό αποτελεί και την πρωταρχική καινοτομία της μελέτης.
Όπως αναφέρεται σχετικά στη μελέτη, υπό προϋποθέσεις, τα έσοδα το 2030 μπορούν να φθάσουν σε 27 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 52% σε σχέση με το 2019 που ήταν 18 δισ. ευρώ, οι επισκέψεις στις Περιφέρειες σε 50 εκατ., καταγράφοντας αύξηση κατά 27% σε σχέση με το 2019 που ήταν 39 εκατ., και οι διανυκτερεύσεις σε 307 εκατ., εμφανίζοντας αύξηση κατά 32% σε σχέση με το 2019 που ήταν 233 εκατ. Το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί με εφικτούς μέσους ετήσιους ρυθμούς μεταβολής την περίοδο μεταξύ 2023 και 2030, της τάξης του 6,2% για τα έσοδα, 3,5% για τις επισκέψεις και 4% για τις διανυκτερεύσεις.
Στη μελέτη προσδιορίστηκαν 36 ενδεικτικοί προορισμοί/clusters προορισμών, που καλύπτουν το σύνολο της Επικράτειας, και καταρτίστηκαν αναλυτικά σχέδια δράσης. Να σημειωθεί ότι ο «προορισμός» δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη διοικητική διαίρεση της χώρας, αλλά κατά κύριο λόγο βασίζεται σε ενότητες τουριστικών προϊόντων και εμπειριών που καθορίζουν την ελκυστικότητα, τη δυναμική και την αποδοτικότητα του προορισμού. Για κάθε προορισμό αξιολογήθηκε και ιεραρχήθηκε η ελκυστικότητα των τουριστικών προϊόντων που υπάρχουν ή μπορούν να αναπτυχθούν με στόχο τη δημιουργία σύνθετων, και όχι μονοθεματικών, προϊόντων και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, προσδιορίστηκαν οι διεθνείς αγορές στις οποίες κάθε προορισμός μπορεί να απευθυνθεί και καθορίστηκαν οι αναγκαίες επενδύσεις, καθώς και οι υποστηρικτικές δράσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η προτεινόμενη ανάπτυξη προϊόντων και αγορών.
Κεντρικό μήνυμα της μελέτης είναι ότι ο κάθε προορισμός έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη δική του μοναδική αλυσίδα αξίας και εμπειριών και τη δική του αναπτυξιακή διαδρομή, υπό τους όρους της επάρκειας και καταλληλόλητας των δημοσίων υποδομών, της τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης ως προς τον σχεδιασμό, τη συντονισμένη και αποτελεσματική διακυβέρνηση και την ουσιαστική συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα.
Οι προϋποθέσεις για την επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι η πλήρης ανάκαμψη του ελληνικού τουρισμού στα προ πανδημίας επίπεδα το 2023, η απουσία μείζονος εξωγενούς κρίσης που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον τομέα την περίοδο 2023-2030, η αποτελεσματική υλοποίηση των στρατηγικών και των σχεδίων δράσης που περιλαμβάνονται στη μελέτη, με ιδιαίτερη έμφαση στις δημόσιες υποδομές, καθώς και η αποτελεσματική διαχείριση/marketing των προορισμών και η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα.
Η ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση στα τουριστικά προϊόντα της Ελλάδας και τις αγορές που αυτά απευθύνονται και των τάσεων που καθορίζουν την πορεία του τουρισμού παγκοσμίως, αποτέλεσε αφετηρία της μελέτης. Παράλληλα, καταγράφηκαν οι τουριστικοί και άλλοι πόροι που διαθέτουν οι 13 Περιφέρειες της χώρας, στους οποίους μπορεί να βασιστεί η ανάπτυξη των τουριστικών προϊόντων. Με βάση τα ευρήματα, η επένδυση σε δημόσιες υποδομές, η ψηφιακή αναβάθμιση, η καινοτομία και το marketing, η προστασία του περιβάλλοντος, η ενίσχυση των δεξιοτήτων και της επιχειρηματικότητας αποτελούν τους πέντε (5) στρατηγικούς άξονες για την ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού οι οποίοι συνάδουν σε μεγάλο βαθμό με τους άξονες του Εθνικού Σχέδιου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Για τον λόγο αυτόν εκτιμάται ότι τα Σχέδια Δράσης συμβάλλουν στην προσπάθεια της χώρας για τη δημιουργία ενός πιο εξωστρεφούς, ανθεκτικού, ανταγωνιστικού και βιώσιμου παραγωγικού μοντέλου.
Η σύνθεση όλων των ανωτέρω αποτυπώνεται σε ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης που θέτει τις οριζόντιες στρατηγικές κατευθύνσεις για τους πέντε (5) άξονες που προαναφέρθηκαν, αλλά και τις στρατηγικές κατευθύνσεις ανά προϊόν και ανά προορισμό.
Με αφορμή τη δημοσίευση της σύνοψης της μελέτης ο Ηλίας Κικίλιας, Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, δήλωσε: «Με ορίζοντα το 2030, η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα αναδεικνύονται σε εξίσου κρίσιμες διαστάσεις όσο και η ανταγωνιστικότητα. Όλοι συνειδητοποιούμε ότι είναι ώρα για πράξεις με προτεραιότητα τη μεταστροφή από μια αυθόρμητη ανάπτυξη σε έναν εμπεριστατωμένο τρόπο σχεδιασμού και άσκησης πολιτικής μέσω ουσιαστικής συνεργασίας. Το ζήτημα της διαχείρισης, διακυβέρνησης και προώθησης των προορισμών απαιτείται να τεθεί στο επίκεντρο της προσπάθειάς μας. Σε αυτή την κατεύθυνση, η παρούσα μελέτη αποτελεί ένα πλαίσιο για δημόσιο διάλογο, διαβούλευση και περαιτέρω εξέλιξη.».