του Luuk van Middelaar (*)
Με το δημοψήφισμα για το Brexit την 23η Ιουνίου του 2016, και στη συνέχεια με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, εκφράστηκε μια αμφισβήτηση της υπάρχουσας τάξης. Και στην Ευρώπη πολλοί φοβήθηκαν ότι το Brexit θα έβρισκε μιμητές. Αλλά αυτό δεν συνέβη.
Στην Ολλανδία, που έχει αρκετά κοινά σημεία με το Ηνωμένο Βασίλειο, η αποχώρηση από την Ευρώπη δεν αποτελεί πλέον ένα αξιόπιστο σενάριο. Και το αντιευρωπαϊκό κίνημα που εμφανίστηκε την άνοιξη του 2020 στην Ιταλία για να καταγγείλει την έλλειψη αλληλεγγύης της Ευρώπης απέναντι στην πανδημία αποδείχθηκε παροδικό.
Είναι φανερό ότι το θέαμα που προσέφερε η βρετανική πολιτική δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Είναι σημαντικό, και δεν ήταν δεδομένο, ότι οι Ευρωπαίοι, είτε πρόκειται για τους θεσμούς είτε για τις κυβερνήσεις, υπερασπίστηκαν με θέρμη τα συμφέροντά τους στις διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο. Αυτό που ήθελαν να δείξουν είναι ότι η αποχώρηση από την Ευρώπη έχει κόστος.
Δεν θα μάθουμε όμως ποτέ αν είχαν δίκιο οι «leavers» ή οι “remainers”. Και τα δύο στρατόπεδα επένδυσαν στον φόβο των πολιτών, οι πρώτοι για να καταγγείλουν το τσουνάμι της μετανάστευσης που θα προκαλούσε η παραμονή στην Ευρώπη, οι δεύτεροι για να προβλέψουν την οικονομική καταστροφή που θα συνόδευε το Brexit. Εδώ και τεσσεράμιση χρόνια, όμως, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στον κόσμο, με πρώτο φυσικά την πανδημία.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να επιστρέψει μια μέρα στην ΕΕ. Οι νέοι Βρετανοί είναι πολύ φιλοευρωπαίοι. Αυτό δεν θα συμβεί όμως πριν από μια ή δύο γενιές. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι πέρασαν οκτώ χρόνια ανάμεσα στην απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να οργανώσει το δημοψήφισμα και την έξοδο της Βρετανίας από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά… Ύστερα η Βρετανία είναι μια υπερήφανη χώρα, δεν θα κάνει εύκολα στροφή 180 μοιρών.
Το Brexit ήταν ένα τεράστιο σοκ, ένας πραγματικός τραυματισμός. Το DNA της ΕΕ ήταν πάντα η ελευθερία, το άνοιγμα, η κατάργηση των συνόρων, η δημιουργία ευκαιριών για τις επιχειρήσεις, τους πολίτες, τους φοιτητές. Αυτό που ζήτησαν οι Βρετανοί είναι η προστασία των ταυτοτήτων, της απασχόλησης, των δημοκρατικών δομών. Στο σύνθημα «Να ανακτήσουμε τον έλεγχο» υπήρχε η επιθυμία προστασίας από κάτι υπερβολικά επεμβατικό.
Αυτό το θέμα υπάρχει όμως στη Γαλλία εδώ και καιρό. Το υπερασπίστηκε στην εποχή του ο Νικολά Σαρκοζί. Ακόμη και στην Ολλανδία – που βρίσκεται συχνά στους αντίποδες της Γαλλίας σε τέτοιου είδους συζητήσεις – η ανάγκη της προστασίας είναι όλο και πιο εμφανής. Σε ό,τι αφορά το εμπόριο, οι Ευρωπαίοι θέλουν περισσότερο να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, παρά να ανοίξουν την αγορά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εξωτερικά σύνορα.
To σχέδιο ανάκαμψης της Ευρώπης, επίσης, δεν θα είχε ποτέ αυτό το μέγεθος αν είχαν λόγο οι Βρετανοί: θα είχαν βάλει βέτο. Όπως είχαν αντιταχθεί πριν από δέκα χρόνια στο να χρησιμοποιηθεί ο κοινοτικός προϋπολογισμός για να βοηθηθούν οι χώρες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Το γεγονός ότι η Κομισιόν υιοθέτησε την έκδοση κοινού χρέους ενίσχυσε την αξιοπιστία της ΕΕ στη διεθνή σκηνή. Το σχέδιο αυτό αποτελεί μια πραγματική εμβάθυνση της Ευρώπης.
Ναι, η Ευρώπη πηγαίνει καλύτερα. Ανακάλυψε ότι μπορούσε να ξεπεράσει το διπλό σοκ από το Brexit και την εκλογή του Τραμπ. Ότι έχει την ικανότητα να αλλάζει πορεία και να καινοτομεί, τουλάχιστον κάτω από την πίεση των γεγονότων. Αυτό που θα την απασχολήσει το 2021 και μετά είναι η τοποθέτησή της στη μεγάλη αμερικανοκινεζική σύγκρουση.
Το Brexit είναι και από αυτή την πλευρά καλό: θα είναι πιο εύκολο για την ΕΕ να καθορίσει με αυτόνομο τρόπο τα συμφέροντά της απέναντι στην Ουάσινγκτον. Θα υπάρξει φυσικά αντιπαράθεση μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού στο θέμα αυτό, αλλά η λύση είναι πιο εύκολη τώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο έχει κατεβεί από το τρένο.
(*) Ο Λούουκ βαν Μιντελάαρ είναι Ολλανδός ιστορικός και πολιτικός φιλόσοφος
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Monde