Πώς θα αντιμετωπίσουν τα κράτη τον εαυτό τους και τα άλλα κράτη μετά την πανδημία; Το ερώτημα αυτό δεν είναι θέμα μόνο ναρκισσισμού.
Είναι θεμελιώδες για την παγκόσμια πολιτική. Αυτή η «ήπια ισχύς», όπως την αποκαλεί ο Τζόζεφ Νάι, είναι σημαντική για τη θέση μιας χώρας στην παγκόσμια σκηνή, καθώς της επιτρέπει να πείθει αντί να εξαναγκάζει. Είτε πρόκειται για το βρετανικό μοντέλο δημοκρατίας είτε για τον γαλλικό πολιτισμό ή τη χρηστή διακυβέρνηση εν γένει, οι αξίες αυτές συμπληρώνουν τη σκληρή ισχύ ενός κράτους, που μεταφράζεται σε στρατό, βόμβες και σφαίρες.
Στη σημερινή εποχή της πληροφορίας, το θέμα δεν είναι «ποιος στρατός κερδίζει», αλλά «ποιο αφήγημα κερδίζει». Ένα κράτος μπορεί να υποστηρίζει ότι αντιμετώπισε επιτυχώς τον κορονοϊό σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο, αλλά όταν όλα τελειώσουν θα υπάρχουν καθαροί νικητές και ηττημένοι. Τα διακυβεύματα είναι μεγάλα και θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και στην επιτάχυνση ενός μετα-αμερικανικού κόσμου. Στην αρχή της επιδημίας, ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε τις αγορές της Κίνας ως υπεύθυνες για την εξάπλωση του ιού και επικαλέστηκε έναν πίνακα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για να υποστηρίξει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν καλύτερα προετοιμασμένες από οποιαδήποτε άλλη χώρα για την αντιμετώπιση μιας επιδημίας.
Στον πίνακα αυτόν, οι ΗΠΑ ήταν πρώτες, η Βρετανία δεύτερη, ενώ στην πρώτη δεκάδα ήταν μόνο δύο μη δυτικές χώρες: η Ταϊλάνδη και η Νότια Κορέα. Η Κίνα ήταν στην 51η θέση, Oταν τελειώσει η πανδημία, η ικανότητα των ΗΠΑ να διαχειριστούν μια κρίση, καθώς και η αξιοπιστία της, θα έχει δεχθεί σοβαρό πλήγμα. Το ίδιο θα συμβεί με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Πάνω απ’ όλα όμως, θα έχει δεχθεί πλήγμα η ευρέως αποδεκτή άποψη περί της ανωτερότητας των δυτικών υγειονομικών υπηρεσιών αλλά και της αποτελεσματικότητας της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Ένα στοιχείο της ήπιας ισχύος της Δύσης θα έχει χάσει τη δύναμή του. Μετά τον ιό, θα μπορούν οι δυτικές χώρες να κραδαίνουν με την ίδια πειστικότητα το δημοκρατικό ηθικό όπλο;
Η Βρετανία και η Γαλλία, αμφότερες πολύ ενεργές στη διεθνή σκηνή, δεν θα χαρούν με την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Θα μπορέσει η Βρετανία να δώσει στο μέλλον μαθήματα σε καθεστώτα που καταφεύγουν σε αυταρχικά μέτρα όταν έρχονται αντιμέτωπα με μια κρίση; Πώς θα αντιταχθεί η Γαλλία σε μέτρα ψηφιακής παρακολούθησης των πολιτών όταν σε τρεις μόλις εβδομάδες η αστυνομία έχει πραγματοποιήσει κάπου δέκα εκατομμύρια ελέγχους και έχει επιβάλει πάνω από μισό εκατομμύριο πρόστιμα;
Ο κορονοϊός αποτέλεσε ένα σοβαρό τεστ για το ήπιο οπλοστάσιο της Δύσης. Και το αποτέλεσμα δεν είναι ενθαρρυντικό. Η Βρετανία και η Γαλλία, που μέχρι το 2019 καταλάμβαναν τις πρώτες θέσεις στους ετήσιους πίνακες Ηπιας Ισχύος, αναμένεται τώρα να βυθιστούν. Οι συνέπειες θα γίνουν αισθητές σιγά-σιγά. Ο φιλελεύθερος παρεμβατισμός τους θα περιοριστεί. Ο αμερικανικός απομονωτισμός μπορεί να επιταχυνθεί, όπως και η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που βασίζεται στους κανόνες. Η Ρωσία και η Κίνα εκμεταλλεύονται ήδη αυτές τις αδυναμίες. Ορισμένα κράτη θα βγουν ισχυρότερα. Στους κόλπους της Ευρώπης, κράτη όπως η Γερμανία, η Σουηδία και η Ολλανδία θα έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία ως προς τα υγειονομικά τους συστήματα και τις πρακτικές δημοκρατικές τους αξίες. Θα διακρίνουν κάποιοι μια σχέση ανάμεσα στην αυστηρότητα του εγκλεισμού και την ισχύ της δημοκρατίας;
Πώς θα επηρεάσει η συμπεριφορά αυτών των βορείων κρατών τη σχέση τους με τους «Νότιους», στους οποίους περιλαμβάνεται τώρα και η Γαλλία; Μαθήματα στη Δύση, τόσο υγειονομικά όσο και δημοκρατικά, δίνουν όμως και χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ. Η Ευρωπαϊκή Ενωση – που στηρίζεται αποκλειστικά στην ήπια ισχύ – έχει πληγεί από τις εσωτερικές της αντιπαραθέσεις, την αργοπορημένη αντίδρασή της, τον ανεπαρκή συντονισμό και τη μικρή διεθνή της παρουσία. Πολύ αποδυναμωμένη όμως είναι η εικόνα και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτό μπορεί να επισπεύσει έναν μετα-αμερικανικό κόσμο, ακριβώς όπως η αρχή του 20ού αιώνα είδε έναν μετα-βρετανικό κόσμο και ο 19ος αιώνας έναν μετα-γαλλικό κόσμο.
Εδώ βρισκόμαστε, και δεν έχουμε δει ακόμη με πόση επιτυχία θα βγουν τα κράτη από την πανδημία. Η επιτυχία, ή η έλλειψή της, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη μελλοντική ισχύ τους, όχι την ήπια, αλλά τη σκληρή ισχύ της οικονομίας. Αυτό θα είναι το πραγματικό τεστ, που θα κρίνει την ανακατάταξη των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Και η ιστορία δυστυχώς δείχνει πως όταν λαμβάνει χώρα μια ανακατάταξη των μεγάλων δυνάμεων, ακολουθούν πόλεμοι.
(*) O Τζον Κίγκερ είναι καθηγητής γαλλικής ιστορίας και πρώην διευθυντής ερευνών του Τμήματος Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ
ΑΠΕ-ΜΠΕ