Υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους μπορεί να πανδημία να τελειώσει το 2022. Ο ένας είναι βιολογικός: να ανακαλύψουμε ότι η Όμικρον δεν προκαλεί σοβαρά προβλήματα σε όσους νοσούν και ότι η έκθεση των εμβολιασμένων σε αυτήν τους προστατεύει από μελλοντικά στελέχη.
Η αντικειμενική απειλή της Covid θα έπαυε έτσι να είναι σημαντική. Παρόλο όμως που το σενάριο αυτό είναι ρεαλιστικό, δεν γνωρίζουμε αν θα επαληθευτεί.
Ο δεύτερος τρόπος είναι κοινωνικός: να δεχθούμε ότι η ζωή μας το 2022 θα διατρέχει περισσότερους κινδύνους από το 2019, αλλά συλλογικά και ατομικά να αποφασίσουμε ότι αξίζει τον κόπο προκειμένου να ζούμε με πιο «κανονικό» τρόπο.
Ακόμη πάντως κι αν η Όμικρον αποδειχθεί πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι ελπίζουμε, ή μελλοντικές παραλλαγές είναι ακόμη πιο επικίνδυνες, θα επιλέξουμε να επιστρέψουμε σε μια νέα κανονικότητα, και όχι σε lockdown: δεν θα σταματήσουμε να βλέπουμε τους φίλους μας, να τρώμε έξω… Με αυτή την έννοια θεωρώ ότι το 2022 θα δούμε το τέλος της πανδημίας. Οι πρόγονοί μας έζησαν σε εποχές που οι καθημερινοί κίνδυνοι για τη ζωή τους ήταν πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ακόμη και στην κορύφωση της Όμικρον. Παρόλα αυτά έβγαιναν έξω και συναντούσαν ο ένας τον άλλο: πρόκειται για μια ανάγκη των ανθρωπίνων όντων. Αυτό που με ηρωικό τρόπο δεχθήκαμε την άνοιξη του 2020 θα αποτελεί πάντα την εξαίρεση της Ιστορίας. Μπορεί να επιστρέψουμε σε μια νέα κανονικότητα που θα είναι εξίσου ασφαλής με μερικά χρόνια πριν ή σε μια νέα κανονικότητα όπου οι κίνδυνοι στην καθημερινή μας ζωή θα είναι υψηλοί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αρχίζουμε να ξαναμπαίνουμε σε ένα είδος κανονικότητας όπου η ανάγκη για κοινωνική ζωή κυριαρχεί έναντι του φόβου της μόλυνσης.
Η επιστροφή αυτή έχει τρεις πλευρές.
Όταν τον Μάρτιο του 2020 έγραψα ένα άρθρο με τίτλο «Καταργήστε τα πάντα», όπου συνιστούσα την τήρηση αποστάσεων, από την εργασία μέχρι την κατάργηση των αθλητικών εκδηλώσεων, όλοι προσδοκούσαμε ότι τα μέτρα αυτά θα ήταν προσωρινά: το να μην μπορείς να δεις την οικογένειά σου για τα Χριστούγεννα είναι ανεκτό μόνο για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Οι αντικειμενικοί κίνδυνοι του ιού είναι σήμερα πολύ μικρότεροι σε σχέση με την άνοιξη του 2020, γιατί σε μια χώρα σαν την Ιταλία το 80% του πληθυσμού είναι εμβολιασμένο, ενώ οι δυνατότητες θεραπείας είναι μεγαλύτερες χάρις στις καλύτερες εμπειρίες των γιατρών και τα νέα φάρμακα.
Η τρίτη πλευρά είναι η κόπωση: δεν αντέχουμε άλλους περιορισμούς.
Συμπερασματικά, είναι σαφές ότι οι αντιδράσεις απέναντι στην Όμικρον είναι διαφορετικές απ’ ό,τι στην αρχή της πανδημίας. Οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν κάποιους περιορισμούς, ο κόσμος δείχνει προσοχή, δεν είμαστε όμως διατεθειμένοι να θυσιάσουμε και πάλι τις ζωές μας.
Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η φάση είναι εντελώς διαφορετική στην Κίνα, όπου οι έλεγχοι εξακολουθούν να είναι αυστηροί. Δεν ξέρω αν η διαφορά είναι ιδεολογική ή πρακτική. Η Κίνα είχε μεγαλύτερη επιτυχία στην αναχαίτιση του ιού σε σχέση με τις δυτικές δημοκρατίες, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι ο πληθυσμός της είναι πιο «παρθένος» από ανοσιολογική άποψη, καθώς δεν έχει έρθει σε επαφή με τον ιό. Κατά συνέπεια, ο κίνδυνος απέναντι στην Όμικρον είναι πολύ μεγαλύτερος. Το παράδοξο είναι λοιπόν ότι η αποτυχία μας να ελέγξουμε τον ιό μάς φέρνει σε πλεονεκτική θέση για την αντιμετώπιση νέων παραλλαγών, ενώ στην Κίνα η σχετική αρχική επιτυχία καθιστά δυσκολότερη την επιστροφή σε κάτι που μοιάζει με κανονικότητα.
(*) Ο Γιάσα Μονκ είναι πολιτειολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Λαός και Δημοκρατία»
(Πηγή: συνέντευξη στην Corriere della Sera)
MMH
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ- ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του πρακτορείου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ