Ανάμεσα στις διηγήσεις ζωής του πατέρα μου υπήρχε πάντα μια φράση: «Εσείς δεν ζήσατε πόλεμο, τα είχατε όλα, δεν μπορείτε να μην πετύχετε»…
Όντως, είχε δίκιο. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η ανθρωπότητα προχώρησε τρέχοντας αγώνα ταχύτητας. Οι δε δεκαετίες του πενήντα και εξήντα του περασμένου αιώνα, ήταν οι δεκαετίες που ουσιαστικά δρομολόγησαν και δημιούργησαν έναν άλλο κόσμο. Που ολοκληρώθηκε ουσιαστικά όταν σ’ αυτόν εντάχθηκαν κι οι χώρες που ήταν υπό την σοβιετική μπότα και δεν μπορούσαν να προοδεύσουν, μέχρι την πτώση του κομμουνισμού.
Οι γενιές που έκτοτε προχωρούσαν το καραβάνι των ανθρώπων στον χρόνο, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου παρά τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Κι όλοι ετοιμάζονταν για ν’ αντεπεξέρθουν μέσα στον νέο κόσμο που ανέτειλε και διαφαινόταν πιο απαιτητικός, ίσως και πιο πολύπλοκος. Κι έγινε αυτό. Η επιστήμη ανακάλυψε και ανακαλύπτει συνεχώς νέα δεδομένα ενώ η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη ήταν κι είναι ολοφάνερη. Το ίδιο συνέβη και με το προσδόκιμο ζωής. Σε σημείο που τα ασφαλιστικά συστήματα πολλών χωρών ν’ απαιτούν αναγκαστικές και μεγάλες τομές για να επιβιώσουν.
Μέσα στην ευμάρεια λοιπόν, η ύβρις της υποτιθέμενης παντοδυναμίας του ανθρώπου κυρίευσε την συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Αυτή η ύβρις που ξεκίνησε από την εμφάνιση του παντοδύναμου πιθήκου, για να μη πω από τον Αδάμ και την Εύα…
Τώρα λοιπόν, ένας ιός προκαλεί πανδημία σε όλον τον πλανήτη. Τέτοια σαν αυτές της πανώλης ή της χολέρας, ή της ισπανικής γρίπης ή του έμπολα σε διάφορες ιστορικές περιόδους του παρελθόντος.
Εκεί που πιστεύαμε ότι η πληροφορία και η ταχύτητα μετάδοσή της μας καθιστά άτρωτους, ήρθε ένας ιός και μας έδειξε πόσο μικροί και λίγοι είμαστε. Νομίζαμε ότι η ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνολογίας, της οικονομίας δεν θα επέτρεπαν ν’ απειληθεί η ανθρωπότητα. Αλλά, τελικά γεμίσαμε με φέρετρα σε κάθε σημείο του πλανήτη, αιφνιδιαστήκαμε και τώρα «τρέχουμε» να εφεύρουμε το αντίδοτο του φονικού ιού.
Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι αν είμαστε τελικά προετοιμασμένοι για τα πάντα, όπως νομίζαμε. Η απάντηση δεν είναι εύκολη και κυρίως είναι ανάμεσα στο «όχι» και στο «ναι».
Ακούστε: Θεωρητικά «ναι», είμαστε. Είναι βέβαιο ότι δεν θ’ αργήσει να βρεθεί ο τρόπος εξόντωσης του ιού. Τότε θα σταματήσουν οι μαζικοί καθημερινοί θάνατοι κι η παγκοσμιοποιημένη οικουμένη αφού μετρήσει τις πληγές της θα τραβήξει τη ρότα της ζωής. Από την άλλη πλευρά, «όχι» δεν είμαστε προετοιμασμένοι. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι ν’ αντιμετωπίσουμε όσα αναπόφευκτα θ’ αλλάξουν.
Προσέξτε: Ο ιός, ακόμη κι αν αντιμετωπιστεί σε 3-6 μήνες ή ένα χρόνο, έχει αφήσει πίσω του –εκτός από τον θρήνο επάνω στα φέρετρα- τεράστιες οικονομικές επιπτώσεις. Που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε και σε κάποιες χώρες (περισσότερες από τις πολλές) θα είναι δυσβάστακτες. Δεν υπάρχει άνθρωπος που είναι γνώστης και σώφρων που να μην ισχυρίζεται ότι η πανδημία έχει ήδη δημιουργήσει χαλάσματα και συντρίμμια που θα απαιτήσουν χρόνια, τεράστια χρηματικά ποσά και υπομονή για ν’ ανορθωθούν. Όπως έγινε μετά τον πόλεμο.
Δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι αυτό στις ημέρες μας και δη σε κοινωνίες «κακομαθημένες». Ούτε πόσο εφικτό είναι σε μια Ευρώπη που τώρα άρχιζε να συνέρχεται από την μεγάλη Οικονομική κρίση της δεκαετίας που πέρασε. Πολύ περισσότερο όταν περάσει ο φόβος του ιού κι οι άνθρωποι επανέλθουν σε λογικές «ύβρεως» για την υποτιθέμενη παντοδυναμία τους.
Συζητούσα χθες με μια καλή φίλη που τώρα κάνει την διδακτορική διατριβή της στην κοινωνιολογία με θέμα την ψυχολογία των μαζών. Υποστηρίζει ότι οι οσμές του θανάτου δίπλα μας, το δέος, η καραντίνα, θα λειάνει το «εγώ» των κοινωνιών και θα τις οδηγήσει σε πιο ταπεινές συμπεριφορές.
Σκέφτομαι όμως ότι η ιστορία του ανθρώπου δεν μπορεί να με κάνει αισιόδοξο περί τούτου…
Αλλά, κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας στην πιο μεγάλη φάση του πολέμου, μπορούμε να ονειρευόμαστε…